Το ιρανικό παράρτημα της Τουρκικής Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (MİT) έπαψε να υπάρχει μετά από αρκετές αστυνομικές έρευνες που αποκάλυψαν πώς ανώτεροι κυβερνητικοί αξιωματούχοι, συμπεριλαμβανομένου του τότε πρωθυπουργού και σημερινού προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ήταν σε στενή συνεργασία με Ιρανούς πράκτορες για τη διαβόητη υπόθεση του Τουρκο-ιρρανού λαθρεμπόρου χρυσού και ταμία του Ερντογάν, Ρεζά Ζαράμπ, ο οποίος αν και κατηγορήθηκε για παραβίαση των κυρώσεων των ΗΠΑ έναντι του Ιράν, πλέον ζει ανέμελα και πλουσιοπάροχα στις ΗΠΑ.
Η πρώτη έρευνα, που δόθηκε στη δημοσιότητα στις 17 Δεκεμβρίου 2013 από τους εισαγγελείς, αποκάλυψε πώς τρεις υπουργοί βοήθησαν στη διευκόλυνση της αποφυγής των ιρανικών κυρώσεων τον Ζαράμπ, ώστε να μεταφέρει κεφάλαια από το Ιράν μέσω τουρκικών κρατικών τραπεζών με αντάλλαγμα δωροδοκίες πολλών εκατομμυρίων δολαρίων. Το σχέδιο, που προφανώς εγκρίθηκε από τον ίδιο τον Ερντογάν, ξέπλυνε δισεκατομμύρια κατά παράβαση της τουρκικής και αμερικανικής νομοθεσίας.
Όπως έχει ειπωθεί πολλές φορές και όπως γράφει σε τελευταίο του κομμάτι ο Αμπντουλάχ Μποζκούρτ για το Nordic Monitor, οι τουρκικές μυστικές υπηρεσίες γνώριζαν ήδη ότι η εμπιστευτική έρευνα που διεξήγαγαν οι εισαγγελείς εναντίον κυβερνητικών αξιωματούχων είχε χαρακτηρίσει τον Ζαράμπ ως απειλή για την εθνική ασφάλεια. Η έκθεση, που υποβλήθηκε στην κυβέρνηση οκτώ μήνες πριν οι εισαγγελείς δημοσιοποιήσουν την υπόθεση, προειδοποιούσε ότι οι επαφές του Ζαράμπ με αξιωματούχους κρατικών τραπεζών και υπουργούς του υπουργικού συμβουλίου για τη μεταφορά κεφαλαίων από το Ιράν θα έβαζαν την Τουρκία σε μπελάδες με τον σύμμαχό της, τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο Αλί Μπαμπατζάν, ο τότε τσάρος της οικονομίας που ήταν επικεφαλής των κρατικών τραπεζών, ενημερώθηκε για τις παράνομες δραστηριότητες του Ζαρράμπ και γνώριζε την έκθεση της MIT, αλλά απλώς την αγνόησε και δεν ενήργησε για να εμποδίσει τις μυστικές επιχειρήσεις του Ιράν που αφορούσαν το τουρκικό χρηματοπιστωτικό και τραπεζικό σύστημα.
Όταν εμφανίστηκαν οι πληροφορίες στις 5 Ιανουαρίου 2014 που έδειχναν ότι η MİT είχε πράγματι προειδοποιήσει την κυβέρνηση για τις σχέσεις δωροδοκίας μεταξύ του Ζαράμπ και των υπουργών οκτώ μήνες πριν από την επιχείρηση, ο Ερντογάν ήταν έξαλλος. Έδωσε εντολή στον Χακάν Φιντάν, έναν φιλοϊρανό ισλαμιστή, τον οποίο τοποθέτησε επικεφαλής της ΜİΤ το 2010, να διαλύσει το γραφείο της υπηρεσίας στο Ιράν και να απομακρύνει πράκτορες που παρακολουθούσαν ιρανικές δραστηριότητες στο τουρκικό έδαφος.
Η δεύτερη έρευνα που ξεκίνησε από εισαγγελείς το 2011 στο επίλεκτο δίκτυο της Δύναμης Κουντς του Σώματος των Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης (IRGC) στην Τουρκία αποκάλυψε επίσης πώς ο Φιντάν και άλλοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι, συμπεριλαμβανομένων των δύο προσωπικών συμβούλων του Ερντογάν, συνεργάζονταν κρυφά με Ιρανούς χειριστές. Η έρευνα οδήγησε ακόμη και στην ανακάλυψη ενός ''καρφιού" εντός της MİT που φυτεύτηκε από τις ιρανικές μυστικές υπηρεσίες για να υποκλέψει απόρρητες πληροφορίες για το Ιράν.
Και οι δύο επιχειρήσεις αποσιωπήθηκαν από την κυβέρνηση Ερντογάν, η οποία αργότερα απομάκρυνε αστυνομικούς ανακριτές, εισαγγελείς και δικαστές που συμμετείχαν στην ποινική έρευνα ανώτερων κυβερνητικών αξιωματούχων για έρευνες για δωροδοκία και διασυνδέσεις με πυρήνες της Δύναμης Κουντς στην Τουρκία.
Ο Φιντάν, ο οποίος πήρε το πράσινο φως από το αφεντικό του, τον Ερντογάν, ξεκίνησε μια εκκαθάριση πρακτόρων από την υπηρεσία κατασκοπείας, ειδικά από το γραφείο του Ιράν. Οι περισσότεροι επανατοποθετήθηκαν αμέσως, ζητήθηκε να μείνουν μακριά από την εργασία πεδίου, στάλθηκαν σε απομακρυσμένες θέσεις ή διορίστηκαν σε θέσεις χαμηλού επιπέδου που δεν είχαν καμία σχέση με την πείρα και το υπόβαθρό τους. Αργότερα απολύθηκαν και μερικοί μάλιστα φυλακίστηκαν με ψευδείς κατηγορίες.
Σύμφωνα με εμπιστευτικά έγγραφα που έλαβε το Nordic Monitor, 181 πράκτορες της MİT αντιμετώπισαν ΕΔΕ μεταξύ 17 Δεκεμβρίου 2013 και 15 Ιουλίου 2016. Από αυτούς, 81 πράκτορες υποβιβάστηκαν σε θέσεις χαμηλού επιπέδου και 84 που είχαν έρθει να εργαστούν για την υπηρεσία κατασκοπείας από την αστυνομία και τον στρατό σε προσωρινή αποστολή στάλθηκαν πίσω αφού οι αποστολές τους ακυρώθηκαν απότομα.
Λόγω της σχετικά ισχυρής προστασίας του κράτους δικαίου που είχε ενσωματωθεί στην εργατική νομοθεσία εκείνη την εποχή, το MIT κατάφερε να απολύσει μόνο 13 υπαλλήλους, πολλοί σε διοικητικές διαδικασίες, όπως συνταξιοδότηση, μη ανανέωση συμβάσεων ή άρνηση πρόσληψης για υποψηφίους εισόδου μετά από δοκιμαστική περίοδος. Οι υπόλοιποι αντιμετώπισαν υποβιβασμούς, μεταθέσεις και απολύσεις καταθέτοντας αγωγές που στις περισσότερες περιπτώσεις κατέληγαν σε αποφάσεις υπέρ τους.
Ωστόσο, στον απόηχο της υποτιθέμενης απόπειρας πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 2016, όταν η Τουρκία βρισκόταν σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ο Ερντογάν και ο έμπιστός του Φιντάν απλώς αγνόησαν τους νόμους για τις διοικητικές και ποινικές διαδικασίες. Πολλοί πράκτορες απολύθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες χωρίς καμία αποτελεσματική προσφυγή για να διορθωθούν οι παράνομες ενέργειες της κυβέρνησης στο κλίμα κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Σε εκείνη την περίοδο, ο Φιντάν πέτυχε να αναλάβει δράση εναντίον 377 πρακτόρων και εκκαθάρισε τους περισσότερους από αυτούς χωρίς να μπει στον κόπο να δείξει κανένα στοιχείο για αδικοπραγία που υποτίθεται ότι διέπραξαν οι πράκτορες. Συνολικά, 558 πράκτορες ή περίπου το 7% ολόκληρης της δύναμης της MİT, εκκαθαρίστηκαν από την κυβέρνηση Ερντογάν.
Η εκκαθάριση έβαλε στο στόχαστρο ακόμη και υπαξιωματικούς που ήταν στην ουσία πρωτάρηδες, γεγονός που έδειξε πώς ο Φιντάν, ο οποίος είχε προσωπικό μερίδιο στην κάλυψη των ιχνών του, ήταν σε πανικό και δεν ήθελε να ρισκάρει. Ένας από αυτούς τους κατώτερους αξιωματικούς των πληροφοριών ήταν ο 34χρονος Μεχμέτ Μπαρινέρ, ο οποίος εργαζόταν στο γραφείο στο Ιράν πριν από την εκκαθάριση. Ο Μπαρινέρ, δικηγόρος στο επάγγελμα, έκλεισε το γραφείο του και εντάχθηκε στην υπηρεσία κατασκοπείας τον Ιούλιο του 2012 και εκπαιδεύτηκε για έξι μήνες στην ακαδημία της υπηρεσίας προτού τοποθετηθεί στο γραφείο του Ιράν του Τμήματος Μέσης Ανατολής.
Αμέσως μετά το σκάνδαλο Ζαράμπ, το οποίο ενοχοποίησε τον Ερντογάν και τον στενό κύκλο του, ο Μπαρινέρ τοποθετήθηκε εκ νέου σε μια θέση χαμηλού επιπέδου σε ένα τμήμα που παρακολουθούσε διεθνείς οργανισμούς με έδρα την Τουρκία και τους υπαλλήλους τους στην ίδια διεύθυνση. Δύο μήνες αργότερα, στάλθηκε σε άλλο τμήμα που ασχολείται με τη συλλογή πληροφοριών ανοιχτού κώδικα. Αυτό δεν κράτησε πολύ, και βρέθηκε μεταφερμένος σε ένα απομακρυσμένο ταχυδρομείο στο Cizre.
Τον Αύγουστο του 2016 υπέβαλε την επιστολή παραίτησής του, αλλά η υπηρεσία τον έθεσε σε αναστολή τον Νοέμβριο και τον απέλυσε ένα μήνα αργότερα πριν επεξεργαστεί την παραίτησή του. Ούτε αυτό τελείωσε τα προβλήματά του. Συνελήφθη στις 18 Αυγούστου 2017 και τέθηκε προφυλακιστέος. Κατηγορήθηκε και δικάστηκε για κατασκοπεία καθώς και για συμμετοχή στο κίνημα Γκιουλέν. Στο τέλος μιας εικονικής δίκης, κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε φυλάκιση 21 ετών και τριών μηνών.