Λίγες ώρες προτού «Το Βήμα» τηλεφωνήσει στη Σόφι ιν τ’ Βελντ, ένα δημοσίευμα της έγκριτης ισραηλινής εφημερίδας «Haaretz» είχε βάλει φωτιά στα ελληνικά δημοσιογραφικά γραφεία εν μέσω και της εκτυλισσόμενης υπόθεσης των υποκλοπών. «Η κατασκευάστρια του λογισμικού κατασκοπείας Pegasus, η NSO, διατηρεί 22 συμβόλαια στην ΕΕ. Και δεν είναι η μόνη» ανέφερε ο τίτλος της εφημερίδας. Ο δε υπότιτλος σημείωνε: «Μέλη Εξεταστικής Επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μετέβησαν στο Ισραήλ για να ερευνήσουν την υπόθεση Pegasus. Εξεπλάγησαν όταν ανακάλυψαν ότι υπάρχουν συμβόλαια με τις χώρες προέλευσής τους. Στην αγορά λογισμικών κατασκοπείας στην Ευρώπη, αυτοί είναι οι μεγαλύτεροι ανταγωνιστές της NSO».
Η χρήση spyware και οι απειλές που προκύπτουν
Oπως αναφέρει το tovima.gr, η κυρία ‘Τ Βελντ είναι ολλανδή ευρωβουλευτής. Εκλέγεται από το 2004 και ανήκει στο κόμμα Democrats 66. Το τελευταίο διάστημα έχει γίνει διάσημη και στη χώρα μας, καθώς είναι η εισηγήτρια της «Εξεταστικής Επιτροπής για την έρευνα της χρήσης του Pegasus και ισοδύναμων λογισμικών κατασκοπείας (spyware)», ευρύτερα γνωστής ως «Επιτροπής PEGA» του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η επιτροπή συστάθηκε τον περασμένο Μάρτιο, έπειτα από τις αποκαλύψεις για τη χρήση του Pegasus στην Ευρώπη, και ο σκοπός της είναι να υποβάλει εντός 12 μηνών μια έκθεση με συστάσεις για την αντιμετώπιση των απειλών που προκαλεί η χρήση spyware για τις δημοκρατικές αξίες και τα δικαιώματα των πολιτών.
Η συνέντευξη της κυρίας ‘Τ Βελντ στο «Βήμα» δεν είναι η πρώτη σε ελληνικό Mέσο – είχε προηγηθεί εκείνη στην ιστοσελίδα «inside story». Ωστόσο, οι αποκαλύψεις από την επίσκεψη στο Ισραήλ (το οποίο η Eπιτροπή επισκέφθηκε στις 18-20 Ιουλίου), σε συνδυασμό με μια επιστολή (τη δεύτερη) που η κυρία ‘Τ Βελντ απέστειλε στην Κομισιόν στις 9 Αυγούστου και στην οποία ζητάει συγκεκριμένες απαντήσεις σχετικά με τη χρήση του λογισμικού Predator στη χώρα μας, αποτέλεσαν επαρκές υλικό για τη συζήτησή μας.
Το Pegasus χρησιμοποιείται σε 12 κράτη της ΕΕ
«Πράγματι, η NSO μας είπε ότι το Pegasus χρησιμοποιείται σε 12 κράτη-μέλη της ΕΕ, ενώ μέχρι πρόσφατα αυτά ήταν 14» μας λέει η συνομιλήτριά μας. «Και όντως, υπάρχουν 22 χρήστες που δεν είναι απαραίτητα οι μυστικές υπηρεσίες μιας χώρας» προσθέτει. Οταν τη ρωτάμε αν η ισραηλινή εταιρεία κατονόμασε τις χώρες, η απάντηση είναι αρνητική. «Οχι, δεν το έπραξε, αλλά διά της εις άτοπον απαγωγής μπορούμε να τις βρούμε» μας απαντά. «Η Πολωνία, η Ουγγαρία (σ.σ.: αν και φαίνεται ότι αυτές οι χώρες δεν είναι πια στη λίστα), η Ολλανδία, το Βέλγιο, η Ισπανία είναι μόνο μερικές από αυτές» προσθέτει. Σημειώνεται ότι μεταξύ των μελών της Επιτροπής που μετέβησαν στο Ισραήλ ήταν και ισπανός ευρωβουλευτής ορμώμενος από την Καταλωνία, το κινητό του οποίου είχε παγιδευθεί από πελάτη της NSO.
Η κυρία ‘Τ Βελντ φάνηκε μάλλον ακόμα πιο ανήσυχη από όσα έμαθε και άκουσε στο Ισραήλ. «Οσο περισσότερο σκαλίζω αυτό το ζήτημα με τα λογισμικά κατασκοπείας, ανακαλύπτω ένα ολόκληρο σύμπαν στο οποίο εμπλέκονται κυβερνήσεις, μαφιόζοι, Ρώσοι και πολλοί άλλοι. Μοιάζει σαν μια ζώνη του λυκόφωτος και όπως ξέρετε το καλύτερο απολυμαντικό είναι το φως» μας λέει χαρακτηριστικά. «Πρόκειται για κατασκοπεία άλλου επιπέδου, καθώς το κινητό τηλέφωνο είναι κάτι που παίρνουμε σχεδόν παντού μαζί μας. Η παρακολούθησή του έχει χαρακτηριστικά εισβολής. Επίσης, η επίκληση λόγων εθνικής ασφαλείας κινδυνεύει να μετατραπεί σε ένα πεδίο ανομίας (lawlessness)» εκτιμά.
Κάνει ερωτήσεις, δεν λαμβάνει απαντήσεις
Σε ό,τι αφορά στο Predator της Intellexa (η οποία διατηρεί γραφεία στην Αθήνα και με το λογισμικό της οποίας παγιδεύθηκε το τηλέφωνο του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη και επιχειρήθηκε να παγιδευθεί εκείνο του προέδρου του ΠαΣοΚ και ευρωβουλευτή Νίκου Ανδρουλάκη), η συνομιλήτριά μας έχει αποστείλει από τις 13 Ιουλίου επιστολή με ερωτήματα στον διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας Ταλ Ντίλιαν, χωρίς να έχει λάβει απάντηση.
Απαντήσεις όμως σε πολλά από τα ερωτήματά της, και ιδιαίτερα για το Predator, δεν έχει λάβει ούτε από την Κομισιόν, προς την οποία την περασμένη Τρίτη 9 Αυγούστου κατέθεσε νέα, δεύτερη επιστολή με νέα ερωτήματα. Και όπως η ίδια μάς λέει, από την απάντηση στην πρώτη της επιστολή στην Κομισιόν στις 16 Ιουνίου, κατέστη σαφές ότι αν και η υπόθεση Κουκάκη ήταν γνωστή, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν ζήτησε επισήμως διευκρινίσεις από την ελληνική κυβέρνηση. Αυτό ήταν όμως κάτι που έπραξε σε άλλες περιπτώσεις χρήσης spyware (σε Ισπανία, Πολωνία και Ουγγαρία).
Η ολλανδή ευρωβουλευτής μάς είπε ότι υπάρχει η σκέψη να έλθει μια αντιπροσωπεία της Επιτροπής PEGA στην Ελλάδα, αλλά δεν έχει αποφασιστεί πότε. Εξέφρασε επίσης τη δυσαρέσκειά της για το γεγονός ότι ενώ είχε ζητήσει μια ακρόαση του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη, το κινητό τηλέφωνο του οποίου έπεσε θύμα του «Αρπακτικού» (Predator), στελέχη άλλων ευρωομάδων αρνήθηκαν αυτή να πραγματοποιηθεί. Εξέφρασε επίσης την ανησυχία της για το γεγονός ότι οι αρμόδιες ελληνικές αρχές έχουν χάσει πολύτιμο χρόνο και δεν έχουν επισκεφθεί τα γραφεία της Intellexa στην Αθήνα, ενώ υπάρχουν καταγεγραμμένες περιπτώσεις χρήσης ή απόπειρας χρήσης του λογισμικού.
Τη ρωτάμε επίσης για την υπόθεση της παρακολούθησης του Νίκου Ανδρουλάκη με πιο… παραδοσιακούς τρόπους. Η ίδια επιστρέφει στην επίσκεψή της στο Ισραήλ για να μας πει ότι εκεί δεν έχει αναπτυχθεί μόνο μια ολόκληρη βιομηχανία spyware, «την οποία οι ισραηλινές κυβερνήσεις έχουν χρησιμοποιήσει ως «νόμισμα» (currency) για να κερδίζουν διπλωματική υποστήριξη», αλλά και άλλες εταιρείες, όπως η Black Cube, που παρέχουν τεχνογνωσία και υπηρεσίες για τη σπίλωση πολιτικών προσώπων, αξιωματούχων (όπως με την πρώην εισαγγελέα κατά της διαφθοράς στη Ρουμανία) ή και Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (όπως συνέβη στην Ουγγαρία).
Οι έρευνες και η σύγκρουση συμφερόντων
Για την ίδια, «όταν έχουμε ήδη τη στοχοποίηση ευρωβουλευτών, επιτρόπων και συνεργατών τους (σ.σ.: αυτό φαίνεται ότι συνέβη με τους επιτρόπους Ντιντιέ Ρέιντερς, Βέρα Γιούροβα και Φρανς Τίμερμανς), αλλά και την εμπλοκή κυβερνήσεων και κρατών-μελών, τότε τίθεται καθαρά ζήτημα διακυβέρνησης και δημοκρατικής λειτουργίας σε όλη την ΕΕ». Η κυρία ‘Τ Βελντ θεωρεί αναγκαία την παρέμβαση της Europol, αλλά δεν είναι πολύ αισιόδοξη ότι ακόμα και αν η Κομισιόν αναλάβει μια νομοθετική πρωτοβουλία – βασιζόμενη και στις συστάσεις της Επιτροπής στην οποία η ίδια είναι εισηγήτρια – το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα λάβει δύσκολες αποφάσεις, καθώς «υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων».