Ο 41χρονος Τετσούγια Γιαμαγκάμι -άνεργος και πρώην μέλος του Ναυτικού των Ιαπωνικών Δυνάμεων Αυτοάμυνας- ο οποίος πυροβόλησε και τραυμάτισε θανάσιμα τον Άμπε με αυτοσχέδιο όπλο, φέρεται ότι ανέφερε στις αρχές πως το χέρι του δεν όπλισε η εναντίωσή του πολιτική που είχε εφαρμόσει ο πρώην πρωθυπουργός.
Το κίνητρο, όπως γράφουν σε ανταπόκρισή τους από το Τόκιο οι Times, είναι ότι ήθελε «να χτυπήσει μια θρησκευτική οργάνωση, στην οποία η χήρα μητέρα του χάρισε τα περιουσιακά στοιχεία της οικογένειας, με αποτέλεσμα την χρεοκοπία και την εξαθλίωση όλων των μελών της». Στην κυριότητά της λέγεται ότι συγκαταλεγόταν μια κατασκευαστική εταιρεία…
Όπως τώρα προκύπτει, η ομάδα στην οποία ανήκει από το 1990 η μητέρα του 41χρονου είναι η Ενωτική Εκκλησία. Τη σχετική ανακοίνωση έκανε ο Τομιχίρο Τανάκα, πρόεδρος του ιαπωνικού τμήματος της επισήμως ονομαζόμενης Οικογενειακής Ομοσπονδίας για την Παγκόσμια Ειρήνη και Ενοποίηση.Δεν πρόκειται απλά για μια οργάνωση, αλλά για αίρεση με μεγάλη πολιτική και οικονομική ισχύ.
Ιδρύθηκε πριν από μισό και πλέον αιώνα, εν μέσω Ψυχρού πολέμου, από έναν αφορισμένο από την Κορεατική Πρεσβυτεριανή Εκκλησία ιερέα, αυτόκλητο Μεσσία και ορκισμένο αντικομμουνιστή, τον Σουν Μιούνγκ Μουν.
Η «Θεία Αρχή»
Ο Μουν γεννήθηκε το 1920 σε αγροτική οικογένεια στην Τσονγκτζού, που σήμερα ανήκει στη Βόρεια Κορέα αλλά τότε αποτελούσε μέρος της ακόμης ενιαίας και υπό ιαπωνική κυριαρχία Κορέας.
Οι γονείς του ακολουθούσαν τον κομφουκιανισμό, αλλά στράφηκαν στον χριστιανισμό και έγιναν μέλη της Πρεσβυτεριανής Εκκλησίας όταν ο ίδιος ήταν 10 ετών.
Από τα 15 του ισχυριζόταν ότι είδε ένα όραμα με τον Ιησού. Του ζήτησε, είπε, «να συνεχίσει το ημιτελές έργο του».
Βασισμένη πάνω σε αυτή την υποτιθέμενη «Θεία Αρχή» ίδρυσε το 1954 μια αίρεση στη Νότια Κορέα. Έγινε αργότερα γνωστή ως Ενωτική Εκκλησία, κατ’ αρχήν μέσα από τους μαζικούς γάμους χιλιάδων ζευγαριών.
Πρόκειται ωστόσο για μια περίεργη ανάμειξη θρησκείας, πολιτικής και επιχειρήσεων, που φαίνεται πως είχε ως αφετηρία μια άλλη σημαδιακή στιγμή στη ζωή του Μουν.
Επτά χρόνια πριν ιδρύσει την Ενωτική Εκκλησία, είχε καταδικαστεί από την κυβέρνηση της Βόρειας Κορέας για κατασκοπεία. Κρατήθηκε επί τρία χρόνια σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Το 1950 απελευθερώθηκε μαζί με άλλους συγκρατούμενους από τα στρατεύματα των ΗΠΑ, κατά τον πόλεμο της Κορέας.
Έκτοτε χαρακτήριζε τον Ψυχρό Πόλεμο ως την τελική σύγκρουση μεταξύ Θεού και Σατανά με πρώτη γραμμή τα σύνορα μεταξύ Βόρειας και Νότιας Κορέας, ζητώντας την επανένωσή τους.
Μέσα από ένα πλέγμα ΜΚΟ και εταιρικών σχημάτων εν τω μεταξύ η αίρεση Μουν εξελίχθηκε σε μια παράλληλη επιχειρηματική αυτοκρατορία -αρχικά στη Νότια Κορέα και στην Ιαπωνία, μετέπειτα στις ΗΠΑ και διεθνώς- με μεγάλη οικονομική, πολιτική και πολιτιστική επιρροή.
Κατά καιρούς, της ανήκαν εργοστάσια που κατασκεύαζαν σχεδόν τα πάντα: από εξαρτήματα όπλων, μηχανήματα, αυτοκίνητα και οικοδομικά υλικά, μέχρι χρώματα και τσάι.
Επεκτάθηκε στον τομέα της φαρμακοβιομηχανίας, του τουρισμού, και των εκδόσεων, συμπεριλαμβανομένης της αμερικανικής συντηρητικής εφημερίδας Washington Times.
Απέκτησε μια επιτυχημένη νοτιοκορεατική ποδοσφαιρική ομάδα. Νοσοκομεία. Πολυτελή ξενοδοχεία και θέρετρα. Σειρά ακινήτων και εδαφικών εκτάσεων. Τη μεγαλύτερη αλυσίδα σούσι στις ΗΠΑ.
Ισχυρές πολιτικές διασυνδέσεις
Από τις αρχές της δεκαετίας του ‘70 ο Μουν μετεγκαταστάθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μετέφερε στη Νέα Υόρκη την έδρα της αίρεσής του, διευθύνοντας από εκεί ένα διεθνές δίκτυο επιχειρήσεων.
Οι ακραία αιρετικές, αντικομουνιστικές και ομοφοβικές θέσεις του βρήκαν ευήκοα στις τάξεις ακαδημαϊκών, σκληροπυρηνικών κληρικών και πολιτικών, πρωτίστως των Ρεπουμπλικανών.
Κατά το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ είχε βάλει τα μέλη της Ενωτικής Εκκλησίας, γνωστά ως «Μούνις», να προσεύχονται για την πολιτική σωτηρία του Ρίτσαρντ Νίξον.
Είχε στενές σχέσεις και με άλλους Αμερικανούς προέδρους: από τον Ρόναλντ Ρίγκαν έως τους Τζορτζ Μπους, πατέρα και υιό.
Ο κύκλος των διασυνδέσεών του διευρύνθηκε με ένα ανομοιογενές «πλέγμα» υψηλών επαφών και συνεργασιών: από τον ηγέτη του Έθνους του Ισλάμ Λούις Φάρακαν, έως τον τελευταίο ηγέτη της ΕΣΣΔ Μιχαήλ Γκορμπατσόφ και τον τότε ηγέτη της Βόρειας Κορέας Κιμ Ιλ Σούνγκ.
Αυτά, ενώ ο Μουν είχε καταδικαστεί το 1982 στις ΗΠΑ για φοροδιαφυγή και οι καταγγελίες για την αίρεσή του αυξάνονταν για μια ευρεία γκάμα σκανδάλων.
Από το 1977 εν τω μεταξύ υποεπιτροπή της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων, που ερευνούσε το σκάνδαλο Koreagate, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αίρεση Μουν ήταν άμεσα συνδεδεμένη με τις υπηρεσίες πληροφοριών της Νότιας Κορέας.
Μεταξύ των στόχων της, αναφέρθηκε, ήταν η άσκηση πολιτικής επιρροής στην Ουάσιγκτον. Όμως το αίτημα για περαιτέρω έρευνα εγκαταλείφθηκε μετά την εκλογή του Ρίγκαν, το 1980.
Τελικά ο Μουν πέθανε το 2012, σε ηλικία 92 ετών. Τα «ηνία» της αίρεσης-επιχειρηματικής αυτοκρατορίας πήρε η χήρα του και δεύτερη σύζυγός του, που οι «Μούνις» αποκαλούν «Μητέρα».
Ο ακριβής αριθμός των σημερινών μελών της Ενωτικής Εκκλησίας παραμένει ασαφής. Σύμφωνα πάντως με τα όσα ανακοίνωσε το ιαπωνικό παράρτημά της, φτάνουν τα 600.000 στη Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου και τα 10 εκατομμύρια παγκοσμίως.
Το βαθύ ιαπωνικό «αποτύπωμα»
Η Ενωτική Εκκλησία βρίσκεται τώρα στο «μικροσκόπιο» των ιαπωνικών αρχών μετά τη σύνδεσή της με τη δολοφονία του Σίνζο Άμπε.
Η λειτουργία της αίρεσης στη Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου χρονολογείται από τα τέλη της δεκαετίας του ‘50, όταν ο Μουν επέκτεινε και εκεί την αντικομμουνιστική του εκστρατεία.
Πρωθυπουργός της Ιαπωνίας ήταν τότε ο Νομπούσκε Κισί, παππούς του Άμπε. Υπουργός κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, είχε φυλακιστεί μετά την ήττα της Ιαπωνίας για τρία χρόνια ως ύποπτος Κατηγορίας Α για εγκλήματα πολέμου.
Οι Αμερικανοί των άφησαν ωστόσο ελεύθερο, χωρίς κατηγορίες, σίγουροι ότι θα οδηγούσε τη μεταπολεμική Ιαπωνία προς μια φιλοαμερικανική κατεύθυνση.
Με την υποστήριξη των ΗΠΑ, ο Κισί εδραίωσε μεταπολεμικά στη χώρα του το συντηρητικό στρατόπεδο απέναντι στο Ιαπωνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα και έβαλε τις βάσεις για τη δημιουργία του Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος (LDP).
Από την ίδρυσή του, το 1955, παραμένει σχεδόν απόλυτα κυρίαρχο στην εγχώρια πολιτική σκηνή. Από το 2012 δε, μετά τη δεύτερη πρωθυπουργοποίηση του Σίνζο Άμπε, κατέχει αδιαλείπτως την εξουσία.
«Αν και δεν ήταν μέλη της, ο Άμπε και ο παππούς του ήταν δημοσίως γνωστοί ως υποστηρικτές της Ενωτικής Εκκλησίας», γράφουν οι ανταποκριτές των Financial Times σε Τόκιο και Σεούλ.
«Δεν είναι βέβαιο εάν ο παππούς του Άμπε προσκάλεσε πράγματι την οργάνωση στην Ιαπωνία», γράφουν οι Japan Times.
Όμως ο Τζέφρι Τζ. Χολ, ειδικός σε θέματα εθνικισμού στο Πανεπιστήμιο Διεθνών Σπουδών Kanda της Ιαπωνίας αναφέρει ότι η αίρεση «ήταν μια από τις βάσεις για τις εκστρατείες του LDP την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, όταν η εκκλησία ήταν αξιόπιστος σύμμαχος κατά του κομμουνισμού».
Έκτοτε και «για δεκαετίες», γράφουν οι FT, «οι στενοί δεσμοί μεταξύ των “Μούνις” και ισχυρών προσωπικοτήτων του κυβερνώντος LDP ήταν ένα ελάχιστα συζητημένο μυστικό στην ιαπωνική πολιτική».
Πολλά «θολά» σημεία
Η Ενωτική Εκκλησία αρνείται ότι έκανε δωρεές στο Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα. Όμως ο Χολ σκιαγραφεί μια χρόνια αμοιβαία επωφελή σχέση.
«Το να υπάρχουν θρησκευτικές ομάδες που μπορούν να παρέχουν μια πολύ αξιόπιστη ομάδα ψηφοφόρων, που θα προσέλθουν σίγουρα στην κάλπη, θα ψηφίσουν σίγουρα το κόμμα και βοηθούν εθελοντικά στην εκστρατεία είναι κάτι σημαντικό», λέει στους FT.
Από τη δεκαετία του ’80 εν τω μεταξύ η δράση της Ενωτικής Εκκλησίας άρχισε να εξελίσσεται σε σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα στην Ιαπωνία.
Υπήρχαν καταγγελίες για εξαναγκαστικούς γάμους. Για εκμετάλλευση των προσωπικών ανησυχιών και αγωνιών των μελών της, με την απόσπαση μεγάλων δωρεών ή την πώληση πανάκριβων φυλαχτών.
Τέτοια ήταν η έκταση του φαινομένου, που το 1987 μια ομάδα νομικών δημιούργησε το «Εθνικό Δίκτυο Δικηγόρων κατά των Πνευματικών Πωλήσεων». Μέχρι το 2021, είχαν δεχθεί 34.537 καταγγελίες μελών της αίρεσης, που διεκδικούσαν ποσά συνολικού ύψους 123,7 δισεκατομμυρίων γιέν. Κοντολογίς περίπου 889 εκατομμύρια ευρώ…
Σε συνέντευξη Τύπου ο επικεφαλής του ιαπωνικού τμήματος της Ενωτικής Εκκλησίας, Τομιχίρο Τανάκα, δήλωσε άγνοια για το ύψος της δωρεάς που φέρεται ότι έκανε η μητέρα του δολοφόνου του Άμπε. Σε κάθε περίπτωση αρνήθηκε ότι υπήρξε εξαναναγκασμός και δεσμεύτηκε για «πλήρη συνεργασία» με τις αρχές.
Ούτε ο 41χρονος συλληφθείς, ούτε ο δολοφονηθείς πρώην πρωθυπουργός ήταν μέλη της Ενωτικής Εκκλησίας, τόνισε ο Τανάκα. Ο Άμπε, διευκρίνισε, ήταν κοντά σε μια «ομάδα φιλίας».
Σύμφωνα με τους Japan Times, ο εκλιπών είχε στείλει τα τελευταία χρόνια συγχαρητήρια μηνύματα στην Ομοσπονδία Παγκόσμιας Ειρήνης. Όμως «η έκταση των διασυνδέσεων του Άμπε με τους “Μούνις” δεν είναι ξεκάθαρη», επισημαίνει ο ανταποκριτής των βρετανικών Times στο Τόκιο.
Τον περασμένο Σεπτέμβριο, γράφουν οι FT, ο Άμπε εκφώνησε ομιλία σε εκδήλωση που διοργάνωσε η χήρα του Μουν και εν ενεργεία επικεφαλής της Ενωτικής Εκκλησίας.
Στην ίδια εκδήλωση ήταν παρών και ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ ως κεντρικός ομιλητής…