Η ταραχώδης ιστορία της Ουκρανίας, η γεωγραφική της θέση, η μεγάλη παραγωγική της δυνατότητα, οι γεωπολιτικές βλέψεις μεγάλων και περιφερειακών Δυνάμεων, καθώς και το χαμηλό ποσοστό κοινωνικής συνοχής του πληθυσμού (εθνολογικές, γλωσσικές, θρησκευτικές αποκλίσεις), διαμόρφωσαν το πλαίσιο τρωτότητος και αστάθειας της χώρας αυτής, γράφει ο Ναύαρχος ε.α Βασίλης Μαρτζούκος στο elisme.gr. Οι σχέσεις Ρωσίας και Ουκρανίας είναι σύνθετες αφού έχουν πολιτισμικές ομοιότητες, αλλά όχι τόσο ευχάριστες κοινές αναμνήσεις από την ναζιστική εισβολή και την σταλινική τρομοκρατία. Στην χώρα αυτή κατοικεί σημαντική κοινότητα 150.000 περίπου Ελλήνων (επισήμως 93.000 ρωσόφωνοι), με ρίζες που φθάνουν στον 8ο αιώνα π.Χ.. Η Ουκρανία αποτελεί ανεξάρτητη και κυρίαρχη χώρα από το 1991 ενώ βάσει της Συμφωνίας της Βουδαπέστης, το 1994, παρέδωσε τα πυρηνικά της όπλα, με τις ΗΠΑ και Ρωσία να εγγυώνται την ακεραιότητα και κυριαρχία της.
Με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και παρά τις προφορικές του διαβεβαιώσεις, το ΝΑΤΟ επεκτάθηκε ανατολικά. H Δυτική επέκταση δεν συνετελέσθη βιαίως αφού τα κράτη της ανατολικής Ευρώπης έσπευσαν ασμένως να ενταχθούν στους Δυτικούς θεσμούς (ΕΕ και ΝΑΤΟ), μετά από την σκληρή εμπειρία της πολυετούς Σοβιετικής «λαϊκής προστασίας». Οι Δυτικές φιλοδοξίες περί «ενιαίας και ανεξάρτητης Ευρώπης» προσέκρουαν στο ρωσικό Δόγμα του «near abroad» σύμφωνα με το οποίο αποτελεί ζωτικό συμφέρον η ύπαρξη μίας φιλικής ή ουδέτερης περιφέρειας περί τα σύνορα της Ρωσίας (buffer zone). Την απόφαση των ΗΠΑ να εγκαταστήσουν συστήματα αντιπυραυλικής άμυνας σε ευρωπαϊκές χώρες πρώην σοσιαλιστικές δημοκρατίες, εξέλαβε το Κρεμλίνο ως σοβαρή πρόκληση.
Με την στρατιωτική επέμβαση στην Γεωργία το 2008 (Αμπχαζία, Νότια Οσσετία), η Ρωσία προειδοποίησε έμπρακτα για τις σφαίρες επιρροής. Η Μόσχα αντέδρασε στην Δυτικόστροφη ουκρανική «πορτοκαλί επανάσταση» του 2004 και επέτυχε την εκλογή της φιλορωσικής ηγεσίας Γιανουκόβιτς του 2010, του οποίου η διακυβέρνηση υπήρξε επιεικώς προβληματική. Η άρνησή του να υπογράψει την εταιρική συμφωνία με την ΕΕ, πυροδότησε κοινωνικές αντιδράσεις, στις οποίες συμμετείχαν μεταξύ άλλων και νεοναζιστικές οργανωμένες ομάδες. Τις αντιδράσεις εκμεταλλεύθηκε κατάλληλα η Δύση. Μετά την φυγή Γιανουκόβιτς η Ρωσία προσάρτησε την Κριμαία με υβριδικού τύπου διαδικασίες και με νομιμοποιητική βάση τοπικό δημοψήφισμα υπό την καταλυτική στρατιωτική της παρουσία στην περιοχή. Η προσάρτηση της Κριμαίας έχει καταδικασθεί από την διεθνή κοινότητα.
Το 2014 και επί 10 μήνες, συγκρούσθηκαν σε περιοχές του Ντονμπάς φιλορώσοι αυτονομιστές (με αρωγό την Ρωσία), συνδεδεμένοι με τις αυτοανακηρυχθείσες λαϊκές Δημοκρατίες του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ κατά της ουκρανικής κυβερνήσεως. Οι δύο συμφωνίες του Μινσκ του 2015 ουδέποτε εφαρμόσθηκαν πλήρως (διαφορετικές ερμηνείες των ασαφών διατάξεων αυτής), με αποτέλεσμα την διατήρηση έως σήμερα των συγκρούσεων (χαμηλότερης εντάσεως) μεταξύ των ανταρτών, με την υποστήριξη των Ρώσων και του Ουκρανικού στρατού και με αρκετές απώλειες εκατέρωθεν.
Οκτώ έτη μετά η ανθρωπότητα και κυρίως οι Ουκρανοί βιώνουν το σημερινό δράμα της χώρας τους. Ο Πρόεδρος Πούτιν έδειξε τις πραγματικές του προθέσεις οι οποίες δεν ήταν η εφαρμογή των συμφωνιών του Μινσκ ή η προστασία των Ρωσοφώνων αλλά η προσάρτηση των ουκρανικών εδαφών, ο πλήρης έλεγχος της χώρας και η συνολική διαπραγμάτευση του καθεστώτος ασφαλείας των δυτικών του συνόρων με την Δύση. Την παράνομη εισβολή και κατοχή σε ανεξάρτητο κυρίαρχο κράτος, καθώς και τις ωμές παραβιάσεις του ανθρωπιστικού Δικαίου έχει καταδικάσει το σύνολο των κρατών της υφηλίου εκτός τεσσάρων αυταρχικών καθεστώτων. Η Ουκρανική κρίση ήταν προσχηματική αφού η εισβολή σε μία χώρα που σύμφωνα με τον Πρόεδρο Πούτιν αποτελεί μέρος της Ρωσίας, ήταν προαποφασισμένη. Για τον λόγο αυτό κήρυξε την «ανεξαρτησία» των Ντονέτσκ και Λουχάνσκ, τινάζοντας στον αέρα κάθε διπλωματική διαδικασία. Η «απελευθέρωση» της Ουκρανίας από το «ναζιστικό» της καθεστώς των «ναρκομανών» δεν βρήκε σύμφωνο τον ουκρανικό λαό ο οποίος το ψήφισε (οξύμωρο ο εβραϊκής καταγωγής Πρόεδρος Ζελένσκι να είναι ναζιστής) και το υπερασπίζεται με την ζωή του (οι υπαρκτοί αλλά περιορισμένοι ναζιστικοί θύλακες δεν ταυτίζονται με την βούληση ενός ολόκληρου λαού). Ενώ οι μαζικές καταστροφές πόλεων συνεχίζονται και χιλιάδες άμαχοι σκοτώνονται και τραυματίζονται, με ζοφερές αυξητικές τάσεις, οι Ουκρανοί αντιστέκονται καθολικά, με υψηλό φρόνημα και οι μέχρι στιγμής 2.5 εκατομμύρια πρόσφυγες, δοκιμάζονται εκτός Ουκρανίας.
Οι Ουκρανοί πρόσφυγες πληρούν τις σχετικές διατάξεις της Συνθήκης της Γενεύης περί προσφύγων (είναι δηλαδή πραγματικοί πρόσφυγες) και σε αντίθεση με τους μετανάστες από την Ασία και την Αφρική, η συντριπτική τους πλειοψηφία αποτελείται από γυναικόπαιδα (οι άρρενες προασπίζουν την πατρίδα τους). Είναι αυτονόητο ότι το πολιτιστικό επίπεδο των Ουκρανών προσφύγων τους καθιστά απολύτως αφομοιώσιμους σε Δυτικά κράτη, όπως άλλωστε έχει δείξει η σχετική εμπειρία στην Ελλάδα.
Οι «ιστορικοί λόγοι» και η «προστασία μειονοτήτων» αποτελούν συνήθως προσφιλή προσχήματα αναθεωρητικών κρατών (ταυτόσημα με τα επιχειρήματα Ερντογάν για Κύπρο, Θράκη και νήσους του Αιγαίου). Οι εισβολές βαπτίζονται «ειδικές επιχειρήσεις ειρήνης» και τα στρατεύματα «απελευθερωτικά στρατεύματα» προς δημιουργία σφαιρών επιρροής ή και «ζωτικού χώρου», αναλόγως της ισχύος των. Η πρόληψη της τρέχουσας καταστάσεως θα ήταν ίσως δυνατή μόνο με δομική υποχώρηση της Δύσεως (π.χ. εκ νέου δημιουργία δορυφόρων κρατών της Ρωσίας και εκ νέου διαίρεση της Ευρώπης). Ουδείς γνωρίζει ακόμη την ακριβή αντίληψη της Ρωσίας περί του «χώρου ασφαλείας» που διεκδικεί. Εξαντλείται στις περιοχές Ντονέτσκ και Λουχάνσκ; Συμπεριλαμβάνεται η παραλιακή ζώνη ή μέρος της Ουκρανίας ή και ολόκληρη η Ουκρανία; Μήπως στον χώρο ασφαλείας συμπεριλαμβάνονται και οι τρεις βαλτικές χώρες, η Ρουμανία και η Βουλγαρία (ο Πούτιν έχει ήδη ζητήσει επαναφορά του καθεστώτος προ του 1997) ή και ακόμη δυτικότερα (τα πρώην κράτη δορυφόροι του Συμφώνου της Βαρσοβίας);
Στο διακρατικό παιγνίδι των κρίσεων, κερδίζει ο περισσότερο αποφασισμένος πολιτικά, προετοιμασμένος στρατιωτικά και έτοιμος κοινωνικά να υπομείνει κόστος, θυσίες και θανάτους. Μέχρι στιγμής η Ρωσία επιτυγχάνει τους επιχειρησιακούς της στόχους, έστω και με καθυστέρηση. Η είσοδος ρωσικών στρατευμάτων στις ήδη ερειπωμένες πόλεις κλειδιά είναι θέμα χρόνου και στην τελική μάχη εντός αστικού ιστού η Ρωσία θα χρησιμοποιήσει δεκάδες χιλιάδων μουσουλμάνων Τσετσένων και Σύρων κατά των «ομοδόξων αδελφών» που θέλουν να «απελευθερώσουν». Η Δύση δεν διακινδυνεύει δυναμική στρατιωτική εμπλοκή με βέβαιη κλιμάκωση η οποία θα οδηγούσε την ανθρωπότητα στα πρόθυρα καταστροφής αλλά έχει ήδη λάβει σειρά σκληρών οικονομικών μέτρων (ΗΠΑ και ΗΒ έχουν προχωρήσει και σε ενεργειακά). Ακόμη και μετά από ενδεχόμενη κατάληψη της Ουκρανίας, όλα δείχνουν ότι ο Ουκρανικός λαός είναι αποφασισμένος να συνεχίσει την αντίσταση. Στην περίπτωση αυτή ένα συνεχές αντάρτικο σε μία τεράστια επικράτεια, σε συνδυασμό με τα αμείλικτα οικονομικά μέτρα, είναι πιθανό να προκαλέσουν νέο «Αφγανιστάν» στο πεδίο και εσωτερικό ρήγμα στην Ρωσία (οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό) της οποίας η οικονομία δεν είναι άτρωτη (ΑΕΠ μόλις $ 1.5 τρις) αλλά αντιθέτως εξαρτάται κυρίως από την ενέργεια. Η ΕΕ της οποίας η συνοχή σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας αποτελεί ζητούμενο, θα πληρώσει οικονομικό τίμημα με άγνωστη διάρκεια (ενέργεια, βασικά τρόφιμα, πληθωρισμός κ.λπ.).
Διαφαίνεται ότι ο Πρόεδρος Πούτιν αποτυγχάνει στους πολιτικούς στρατηγικούς σκοπούς του, οι οποίοι είχαν βασισθεί σε μία αιφνιδιαστική στρατιωτική επιχείρηση που θα επετύγχανε ταχέως τους επιχειρησιακούς σκοπούς της, χάρις στην περιορισμένη αντίσταση των Ουκρανών και την Δυτική πολυδιάσπαση στην λήψη αποφάσεων. Εκ του αποτελέσματος η στρατιωτική επιχείρηση της Ρωσίας συσπείρωσε το «εγκεφαλικά νεκρό ΝΑΤΟ» και την ΕΕ, προκάλεσε την παγκόσμια κατακραυγή (κοινή γνώμη, η Ρωσία στο στόχαστρο διεθνών οργανισμών κ.λπ.), την άνοδο των αμυντικών Δυτικών δαπανών (με αιχμή τον εντυπωσιακό επανεξοπλισμό της Γερμανίας), την σκέψη εισόδου Σουηδίας και Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ και την λήψη ιδιαίτερα σκληρών οικονομικών αντιποίνων με αισθητές επιπτώσεις, ενώ ταυτόχρονα έστρεψε τον ουκρανικό πληθυσμό (ακόμη και ρωσοφώνους) εναντίον του.
Η επιλεκτική ευαισθησία της Δύσεως, ο καιροσκοπισμός και η κατά περίπτωση πολιτική «ίσων αποστάσεων», πλήττει ανεπανόρθωτα την αξιοπιστία της και ενθαρρύνει τα ανά τον κόσμο αναθεωρητικά επεκτατικά κράτη να εφαρμόζουν ατιμώρητα τον νόμο της ζούγκλας. Εάν η Δύση επεδείκνυε ανάλογη ευαισθησία στην παράνομη τουρκική εισβολή και κατοχή στην Κύπρο, εφαρμόζοντας με ζήλο τα δεκάδες σχετικά ψηφίσματα των ΗΕ ή εάν ο τουρκικός πειθαναγκασμός (απειλή χρήσεως βίας, προκλήσεις, διεκδίκηση κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων, τουρκο-λιβυκό μνημόνιο) κατά κρατών μελών της ΕΕ όπως η Ελλάς και η Κύπρος, συναντούσε την άτεγκτη, άμεση και σκληρή Δυτική στάση, ίσως σήμερα να μην είχαμε την Ουκρανική κρίση. Σε αυτή την συγκυρία η Τουρκία αναβαθμίζεται διπλωματικά και γεωστρατηγικά, ενώ ο Πρόεδρος Ερντογάν ενθαρρύνεται με τις αναθεωρητικές πρωτοβουλίες του Προέδρου Πούτιν.
Η Ελλάς έχει ορθώς επιλέξει σε στρατηγικό επίπεδο να συνδέσει την τύχη της με την Δύση και τους θεσμούς της (ΕΕ και ΝΑΤΟ). Όλοι οι πατριώτες πιστεύουν ότι η Ελλάς ανήκει στους Έλληνες αλλά στο διεθνές σύστημα είναι απαραίτητη η σύμπλευση με κάποιο συνασπισμό ακόμη και για πολύ μεγαλύτερες χώρες. Η Ελλάς δεν ανήκει στην Δύση αλλά είναι η Δύση, η οποία στην σημερινή εκδοχή της και με όλες τις γνωστές αδυναμίες της, παραμένει όαση ελευθερίας και πολιτισμού σε σχέση με τον υπόλοιπο πλανήτη (κοσμικό, δημοκρατικό κράτος). Ο αδιάσπαστος κρίκος Ελλάδος και Δύσεως είναι η αρχαία Ελλάς και το δώρο αυτό οι Έλληνες όχι μόνο δεν πρέπει να απεμπολούν αλλά να καθίστανται οι διαχρονικοί του θεματοφύλακες.
Η Ελλάς οφείλει να προωθεί τα Εθνικά της Συμφέροντα. Στο πλαίσιο αυτό δεν είναι σκόπιμη η πολιτική των συμψηφισμών (π.χ. γιατί προωθήθηκε το ΝΑΤΟ ανατολικά, τι έκανε το ΝΑΤΟ στην Γιουγκοσλαβία, το Αφγανιστάν ή το Ιράκ) που έμμεσα δικαιώνει και «ξεπλένει» τις τρέχουσες ρωσικές ενέργειες. Αν και υπάρχει βάση συζητήσεως, με εκατέρωθεν επιχειρήματα, σε μία παραφιλολογία καταμερισμού ευθυνών είναι προτιμότερο να αποφασίζουν αρμόδιοι διεθνείς θεσμοί περί αυτού.
Οι προφάσεις και ενέργειες Πούτιν τις οποίες καταδικάζει το σύνολο της διεθνούς κοινότητος, είναι παρόμοιες με τις αντίστοιχες του Προέδρου Ερντογάν κατά της Ελλάδος και της Κύπρου. Αποτελεί εθνικό συμφέρον η απερίφραστη και έμπρακτη καταδίκη της Ρωσίας με παράλληλη όμως συστηματική ανάδειξη των πρακτικών της Τουρκίας και έγερση σχετικών απαιτήσεων από την Δύση. Είναι επιπλέον σκόπιμη η συνολική επαναφορά του ενεργειακού ζητήματος της Α. Μεσογείου. Η αξιοπιστία των καταγγελιών και απαιτήσεων εξαρτάται από τις συνολική αντιμετώπιση των διμερών σχέσεων (π.χ. οι καταγγελίες κρίνονται ασύμβατες με ταυτόχρονες διερευνητικές επαφές που δίδουν άλλοθι στον επιτιθέμενο ή συναντήσεις κορυφής δίχως προεργασία και προσυμφωνημένη ατζέντα ή αποκλειστική εμμονή στην πράσινη μετάβαση).
Η χώρα μας, μαθαίνοντας από την Ουκρανία θα πρέπει να προσέξει την κοινωνική της συνοχή αφήνοντας κατά μέρος τα περί πολυπολιτισμικής κοινωνίας. Η ελεγχόμενη μετανάστευση είναι θεμιτή υπό την προϋπόθεση της αφομοιωσιμότητος των μεταναστών. Πέρα όμως και επάνω από όλα η αυτοβοήθεια της Ελλάδος (οικονομία, ένοπλες δυνάμεις, αμυντική βιομηχανία, δημογραφικό, μεταναστευτικό κ.λπ.) αποτελεί την μόνη ουσιαστική αποτροπή η οποία ταυτόχρονα αυξάνει το ειδικό της βάρος εντός των συμμαχιών της και διευκολύνει την διπλωματία. Πέραν αυτών η αποτρεπτική αποτελεσματικότητα βασίζεται στην προϋπόθεση της ξεκάθαρης πολιτικής βουλήσεως για κατάλληλη χρήση της στρατιωτικής ισχύος σε περιόδους ειρήνης, κρίσεως και πολέμου, όταν διακυβεύονται ζωτικά εθνικά συμφέροντα. Η εν λόγω πολιτική βούληση δεν αρκεί να εξαγγέλλεται γενικόλογα αλλά η αξιοπιστία της θα πρέπει να πείθει απολύτως την αντίπαλη πλευρά.