Σύμφωνα με το riknews, το θέμα της επανένωσης των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Αθήνα τέθηκε την Τρίτη σε συζήτηση στη βρετανική Βουλή των Λόρδων, κατόπιν πρωτοβουλίας του Εργατικού λόρδου Νταμπς, γνωστού μεταξύ άλλων για την τροπολογία του περί υποδοχής στη Βρετανία ασυνόδευτων ανηλίκων προσφύγων από ευρωπαικούς καταυλισμούς.
Ο 89χρονος λόρδος ρώτησε αρχικά ποιες συζητήσεις έχουν γίνει με την ελληνική κυβέρνηση για το θέμα, για να λάβει την απάντηση από τον Υφυπουργό Πολιτισμού λόρδο Πάρκινσον ότι το ζήτημα τέθηκε κατά την πρόσφατη συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Μπόρις Τζόνσον στο Λονδίνο, αλλά και σε συζήτηση του Βρετανού πρέσβη στην Αθήνα με την Υπουργό Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη τον περασμένο μήνα.
Ο λόρδος Πάρκινσον επανέλαβε στη συνέχεια την πάγια βρετανική θέση, ότι δηλαδή «το Βρετανικό Μουσείο λειτουργεί ανεξάρτητα από την κυβέρνηση, πράγμα που σημαίνει ότι οι αποφάσεις σχετικά με τη φροντίδα και τη διαχείριση των συλλογών του είναι θέμα των επιτροπών του», καθώς και ότι «η κυβέρνηση υποστηρίζει πλήρως τη θέση που έχουν λάβει οι επίτροποι».
Συμπλήρωσε ότι αυτό κατέστη σαφές από τον Βρετανό Πρωθυπουργό στον Έλληνα ομόλογό του.
Ο κ. Νταμπς παρόλα αυτά συνέχισε επισημαίνοντας ότι στο Βρετανικό Μουσείο υπάρχουν περισσότερα από 108.000 ελληνικά αντικείμενα, εκ των οποίων τα 6.500 εκτίθενται και ότι η έκκληση για εξέταση του ενδεχόμενου επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα βασίζεται στο γεγονός ότι είναι ένα μοναδικό έργο τέχνης, ότι ανήκουν μαζί και έχουν μια περήφανη ιστορία όσον αφορά τις ελληνικές ιστορικές παραδόσεις; «Σίγουρα θα έπρεπε να το ξανασκεφτούμε», προέτρεψε την κυβέρνηση ο λόρδος Νταμπς.
Ο λόρδος Πάρκινσον απάντησε ότι τα Γλυπτά στο Βρετανικό Μουσείο μπορεί κανείς να τα θαυμάσει ως μέρος του ανθρώπινου πολιτισμού, προσθέτοντας ότι «δυστυχώς,τα μισά από τα αυθεντικά γλυπτά στον Παρθενώνα δεν είναι πια μαζί μας», καθώς είχαν ήδη καταστραφεί έως τις αρχές του 19ου αιώνα.
Απαντώντας σε ερωτήσεις άλλων συμμετεχόντων στη συζήτηση, ο λόρδος Πάρκινσον υποστήριξε μεταξύ άλλων ότι τα Γλυπτά του Παρθενώνα που βρίσκονται στο Λονδίνο «αποκτήθηκαν νόμιμα» από τον λόρδο Έλγιν, με τη συγκατάθεση της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Επανέλαβε επίσης πως το Βρετανικό Μουσείο είναι πάντα διατεθειμένο να εξετάσει το ενδεχόμενο δανείων σε μουσεία που όμως αναγνωρίζουν τη νόμιμη ιδιοκτησία των αντικειμένων. «Αυτό είναι το εμπόδιο σε αυτήν την περίπτωση», σχολίασε. Σε ερώτηση περί πιθανής αλλαγής του νόμου ώστε να επιτρέπεται η επιστροφή λεηλατημένων εκθεμάτων από το Βρετανικό Μουσείο στον τόπο προέλευσής τους, πέρα από αντικείμενα που είχαν λεηλατηθεί από τους Ναζί, ο Υφυπουργός Πολιτισμού είπε πως «η κυβέρνηση δεν σκοπεύει να αλλάξει τον νόμο». Τέθηκε επίσης πρόταση συγκρότησης μίας ανεξάρτητης ομάδας εμπειρογνωμόνων για να αντιμετωπίσει τέτοιες ανησυχίες σε όλα τα βρετανικά μουσεία, ώστε να δημιουργηθεί ένα ηθικό πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούν να δίνονται οδηγίες και να λαμβάνονται αποφάσεις επιστροφής εκθεμάτων.
Ο λόρδος Πάρκινσον δεν έδωσε σαφή απάντηση αναφορικά με τα Γλυπτά λέγοντας πάντως ότι τέτοιες συζητήσεις και καθοδηγήσεις πρέπει να γίνονται σωστά και με προσοχή. Ο λόρδος Κάμπελ των Εργατικών επικαλέστηκε άρθρο του Μπόρις Τζόνσον υπέρ της επιστροφής των Γλυπτών στην Αθήνα από τον καιρό που ήταν φοιτητής, σχολιάζοντας σκωπτικά πως θα ήταν μία γενναιόδωρη πράξη εκ μέρους του Βρετανού Πρωθυπουργού πριν «απολυθεί» από τη θέση του να οργανώσει την επιστροφή τους και την αντικατάστασή τους στο Βρετανικό Μουσείο από αντίγραφα. «Ευτυχώς για όλους τους υπουργούς», απάντησε ο λόρδος Πάρκινσον, «η κυβερνητική πολιτική δεν γίνεται από αυτά που έγραφαν οι υπουργοί όταν ήμασταν προπτυχιακοί (φοιτητές). Ο Πρωθυπουργός κατέστησε σαφή τη μακροχρόνια θέση της κυβέρνησης στον Έλληνα Πρωθυπουργό, πιο πρόσφατα όταν συναντήθηκαν τον Νοέμβριο».
Ο λόρδος Πάρκινσον απέρριψε, τέλος, τη θέση που διατύπωσε κλείνοντας τη συζήτηση ο Συντηρητικός λόρδος Ντομπς, ότι δηλαδή σε μια εποχή που μπορούν να γίνουν πιστότατα αντίγραφα, η επανένωση των Γλυπτών στο «υπέροχο» μουσείο δίπλα στην Ακρόπολη θα συνιστούσε εκπλήρωση του καθήκοντος των μουσείων να εκπαιδεύουν, ενώ παράλληλα θα ήταν μία «πράξη ιστορικής έμπνευσης», η οποία «θα έκανε τους Έλληνες θεούς, καθώς και τον Πρωθυπουργό μας, να δακρύσουν από ευγνωμοσύνη».