Η Άνγκελα Μέρκελ θα ήθελε το τέλος της πολιτικής σταδιοδρομίας να ήταν κάπως διαφορετικό. Και αυτό γιατί στις τελευταίες εκλογές που έγιναν με αυτήν στην καγκελαρία, έστω και εάν δεν ήταν αυτή που ηγήθηκε της προεκλογικής εκστρατείας, οι Χριστιανοδημοκράτες είχαν το χειρότερο αποτέλεσμα της ιστορίας τους, υποχωρώντας κάτω ακόμη και από το 25%, τουλάχιστον με βάση τα exit poll. Μάλιστα, είναι πιθανό το αποτέλεσμα να ήταν χειρότερο εάν η Μέρκελ δεν είχε ρίξει το προσωπικό της βάρος στην προεκλογική εκστρατεία τις τελευταίες μέρες.
Βεβαίως σε ένα άλλο επίπεδο θα έλεγε κανείς ότι η υποχώρηση των Χριστιανοδημοκρατών σηματοδοτεί ότι επεκτείνεται και στη Γερμανία ένα σύμπτωμα που ήδη καταγράφεται και σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, δηλαδή την υποχώρηση των μεγάλων πολυσυλλεκτικών κομμάτων και τον πολυκατακερματισμό του εκλογικού σώματος και των κοινοβουλίων.
Αρκεί να αναλογιστούμε ότι στη Γερμανία σήμερα τα δύο πρώτα κόμματα έχουν σχεδόν 50% αθροιστικά, όταν στη δεκαετία του 1970 έπαιρναν αθροιστικά το 90% των ψήφων.
Όλα αυτά δεν σηματοδοτούν μια συνολικότερη αποδοκιμασία της τελευταίας κυβέρνησης Μέρκελ και όχι απλώς τη σχετική αδυναμία του Άρμιν Λάσετ να αποτελέσει την ηγετική φυσιογνωμία που θα εκπροσωπούσε τη «νέα σελίδα» στη Γερμανία.
Η επιστροφή των Σοσιαλδημοκρατών
Οι Σοσιαλδημοκράτες εμφανίζονται να είναι οι νικητές των εκλογών. Προφανώς και δεν μιλάμε για εκλογικό θρίαμβο. Όμως, κατορθώνουν να αντιστρέψουν μια καθοδική πορεία και να μπορούν να διεκδικήσουν να είναι το κέντρο της νέας κυβέρνησης. Και το κατάφεραν σε μεγάλο βαθμό επειδή ο Όλαφ Σολτς αποδείχτηκε μια φιγούρα που ενέπνεε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη.
Ταυτόχρονα, όμως μπόρεσαν να εκπροσωπήσουν και μια ευρύτερη αγωνία για τη διατήρηση στοιχείων κοινωνικού κράτους που φαίνεται να υπάρχει σε όλη την Ευρώπη και με διάφορους τρόπους χρωματίζει τις εκλογές, ιδίως στο φόντο της πανδημίας που ανέδειξε ιδιαίτερα αυτά τα ερωτήματα.
Σε μεγάλο βαθμό – όπως και σε ένα βαθμό οι Πράσινοι – οι Σοσιαλδημοκράτες μπόρεσαν να ανταποκριθούν καλύτερα σε ένα κλίμα προεκλογικό που όντως σφραγίστηκε από τα ερωτήματα της «επόμενης μέρας», τόσο σε σχέση με την κοινωνική δικαιοσύνη όσο και για την Πράσινη Μετάβαση.
Αυτό, άλλωστε, ήταν στην πραγματικότητα και το μεγάλο προεκλογικό μειονέκτημα των Χριστιανοδημοκρατών: ήταν το κόμμα που κυρίως υποσχόταν την «σταθερότητα» και τη «συνέχεια» σε μια εκλογική μάχη όπου το επίδικο ήταν η προσαρμογή σε μια πραγματικότητα που αλλάζει.
Βεβαίως μπροστά τους έχουν μια δύσκολη πολιτική διαπραγμάτευση για να μπορέσουν να σχηματίσουν κυβέρνηση.
Η κατοχύρωση των Πρασίνων σε ρόλο κυβερνητικής δύναμης
Οι Πράσινοι επιστρέφουν στο ενδεχόμενο να συμμετέχουν σε μια διακυβέρνηση. Δεν μπόρεσαν να κάνουν την έκπληξη και να μπορούν να διεκδικήσουν την καγκελαρία, αλλά μπορούν να διεκδικήσουν συμμετοχή σε διαφορετικά σενάρια μελλοντικής διακυβέρνησης και κατάφεραν να βελτιώσουν το εκλογικό τους αποτέλεσμα, στις πρώτες εκλογές που διεκδίκησαν να έχουν και μια κεντρική υποψηφιότητα για την καγκελαρία, στο πρόσωπο της Αναλένα Μπέρμποκ.
Οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες σε ρόλο ρυθμιστή
Οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες κατάφεραν να βελτιώσουν τα αποτελέσματά τους και να εξασφαλίσουν ότι αυτή τη φορά η διαπραγματευτική τους δύναμη θα είναι μεγαλύτερη στον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης, καθώς πια τους περιλαμβάνουν τα περισσότερα σενάρια.
Βεβαίως, μένει να δούμε εάν και σε ποιο βαθμό η πολιτική τους ατζέντα, που είναι το κοντινότερο στη Γερμανία σε αυτό που λέμε «νεοφιλελεύθερισμό» θα μπορέσει να συνδυαστεί με αυτές των άλλων κομμάτων.
Η στασιμότητα της ακροδεξιάς
Η ακροδεξιά «Εναλλακτική για τη Γερμανία» κατάφερε να πάρει πάλι ένα διψήφιο ποσοστό, να κατοχυρώσει ισχυρή παρουσία, ιδίως στην Ανατολή και να μπορεί να έχει μια σίγουρη εκλογική βάση για την αντιμεταναστευτική και αντιπροσφυγική της ατζέντα. Ούτως ή άλλως γνώριζε ότι πολύ δύσκολα θα μπορούσε να έχει οποιαδήποτε συμμετοχή σε κυβερνητική λύση.
Η κρίση της Αριστεράς (Die Linke)
Η Αριστερά (Die Linke) κατάφερε να έχει ένα κακό αποτέλεσμα, επιτυγχάνοντας μια οριακή είσοδο στην Ομοσπονδιακή Βουλή. Αυτό σε μεγάλο βαθμό είχε να κάνει με τη αδυναμία που είχε το προηγούμενο διάστημα να ηγηθεί μεγάλων κινημάτων, να διεκδικήσει μέρος της κοινωνικής δυσαρέσκειας, ή να υπερβεί τα όρια τους παραδοσιακού κοινού και να αποκτήσει μεγαλύτερη γείωση στη νεολαία. Ταυτόχρονα με αυτό το αποτέλεσμα υπονόμευσε το βασικό πολιτικό σενάριο για τη διακυβέρνηση που θα τους περιλάμβανε, καθώς δεν «βγαίνει» αριθμητικά μια κυβέρνηση SPD – Πράσινοι – Die Linke.
Τα μετεκλογικά σενάρια
Όλα τα σενάρια παραπέμπουν σε μια τρικομματική κυβέρνηση συνασπισμού. Παρότι μαθηματικά φαντάζει εφικτή και μια επανάληψη του συνασπισμού που κυβέρνησε τα τελευταία χρόνια, δηλαδή του συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών, και τα δύο κόμματα θα ήθελαν να την αποφύγουν (όπως βέβαια ήθελαν να την αποφύγουν και το 2017, αλλά τα πράγματα εξελίχτηκαν διαφορετικά).
Επομένως δύο κυβερνητικοί συνασπισμοί φαντάζουν εφικτοί: Σοσιαλδημοκράτες – Πράσινοι – Φιλελεύθεροι Δημοκράτες – Πράσινοι και Χριστιανοδημοκράτες – Πράσινοι – Φιλελεύθεροι Δημοκράτες. Και επομένως είναι πολύ πιθανό να δούμε την πρώτη τρικομματική γερμανική κυβέρνηση.
Η συνεργασία των Σοσιαλδημοκρατών με τους Πρασίνους (που άλλωστε έχει δοκιμαστεί στο παρελθόν) φαντάζει αρκετά εφικτή, ιδίως από τη στιγμή που και τα δύο κόμματα μπορούν να συγκλίνουν στην ανάγκη αυξημένης δημόσια δαπάνης για το περιβάλλον και την κοινωνική δικαιοσύνη. Βεβαίως μένει να δούμε σε ποιο βαθμό οι Πράσινοι θα πιέσουν για μια «σκληρή» στάση απέναντι στη Ρωσία και την Κίνα γύρω από ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Από την άλλη, οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες επιμένουν πάντα σε λιγότερους φόρους και λιγότερο ρόλο του κράτους κάτι που κάνει πιο δύσκολη τη συνεργασία τόσο με τους Σοσιαλδημοκράτες όσο και τους Πρασίνους.
Θα μπορούσαν να έχουν ίσως μεγαλύτερη συνεννόηση με τους Χριστιανοδημοκράτες, που θα παλέψουν να πάρουν την καγκελαρία, όμως και πάλι η αναγκαστική συμπερίληψη των Πρασίνων θα δημιουργούσε το ίδιο πρόβλημα.
Από την άλλη μια συνεννόηση των Πρασίνων με τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες θα μπορούσε να αυξήσει τη διαπραγματευτική ισχύ και των δύο κομμάτων.
Όλα αυτά παραπέμπουν σε μια παρατεταμένη διαπραγμάτευση που σημαίνει ότι είναι πιθανό να περάσει αρκετός καιρός μέχρις τους διαμορφωθεί η νέα κυβέρνηση.
Μια κυβέρνηση που ούτως ή άλλως έχει μεγάλες προκλήσεις να αντιμετωπίσει: την Πράσινη Μετάβαση σε μια χώρα ταυτισμένη με τη βαριά βιομηχανία, τη διατήρηση της αντίληψης του κοινωνικού κράτους σε ένα νέο τοπίο, την επείγουσα αναμέτρηση με τα προβλήματα στις γερμανικής υποδομές, την ίδια τη συνοχή της γερμανικής κοινωνίας σε ένα τοπίο μεγαλύτερου κατακερματισμού και το νέο τοπίο που διαμορφώνει ο τρόπος που διαχειρίζεται την εξωτερική πολιτική της η κυβέρνηση Μπάιντεν.
Όλα αυτά βεβαίως θα έχουν αποτελέσματα και στην Ευρώπη. Μέχρι τώρα η ισχύς της Χριστιανοδημοκρατίας στη Γερμανία συνδυαζόταν με την αντίστοιχη πολιτική πρωτιά του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος στο Ευρωκοινοβούλιο. Παρότι όλα δείχνουν ότι η επόμενη γερμανική κυβέρνηση κυρίως θα ασχοληθεί με την ανασυγκρότηση της ίδια της γερμανικής οικονομίας και κοινωνίας παρά με την αναμόρφωση της Ευρώπης, εντούτοις το είδος της κυβέρνησης θα επηρεάσει και τις κατευθύνσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο σε μια περίοδο που και η Ευρώπη είναι επίσης σε ένα σταυροδρόμι.