Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου από την πόλη του Γκάντζα του Αζερμπαϊτζάν στις 28 Ιουλίου, ο πρόεδρος του τουρκικού κοινοβουλίου Μουσταφά Şentop, δήλωσε την ανάγκη επέκτασης της οικονομικής συνεργασίας μεταξύ Άγκυρας και Μπακού και δημιουργίας κοινού τουρκικού στρατού.
Η δήλωση του πολιτικού, έγινε ενόψει της επίσκεψης αντιπροσωπειών του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης της Τουρκίας (ΑΚΡ) στο Αζερμπαϊτζάν, που έδωσε πρόσθετο βάρος σε ένα μήνυμα, προς τους φιλοτουρκικούς κυρίαρχους κύκλους της πολιτικής ελίτ του Αζερμπαϊτζάν.
Εν τω μεταξύ, όχι μόνο περιφερειακοί, αλλά και δυτικοί έγκυροι ειδικοί είναι πεπεισμένοι ότι τέτοιες πρωτοβουλίες, σε συνδυασμό με τις συχνά αυξανόμενες επισκέψεις υψηλόβαθμων στελεχών της Τουρκίας στο Μπακού, επιβεβαιώνουν το γεγονός της ενίσχυσης της εξάρτησης του πολιτικού κατεστημένου του Αζερμπαϊτζάν, και προσωπικά του Προέδρου του Αζερμπαϊτζάν Ilham Αλίεφ, στην Άγκυρα.
Από αυτή την άποψη, το ερώτημα εάν το Αζερμπαϊτζάν θα σώσει την ανεξαρτησία του, σε θέματα διεθνών σχέσεων ή κυριαρχίας από τον «μεγαλύτερο αδελφό» της Τουρκίας, γίνεται πηγή εύλογης ανησυχίας μεταξύ πολιτικών επιστημόνων.
Η εξάρτηση του Αζερμπαϊτζάν από την Τουρκία, προφανώς, αυξάνεται σε όλους τους τομείς, στρατιωτικούς, οικονομικούς, κοινωνικούς και ανθρωπιστικούς. Οι ειδικοί επισημαίνουν μια ρητή φιλοδοξία της Άγκυρας να εδραιωθεί στο Αζερμπαϊτζάν, χρησιμοποιώντας μηχανισμούς όπως η πρόσφατα υπογεγραμμένη δήλωση Σούσα.
Μακροπρόθεσμα, η Τουρκία μπορεί να δημιουργήσει τη δική της στρατιωτική βάση στο έδαφος του Αζερμπαϊτζάν, (επίσης, αναπόφευκτα θα προκαλέσει σκληρή αντίδραση από τη Ρωσία).
Ως εκ τούτου, οι προοπτικές μετασχηματισμού του Αζερμπαϊτζάν ως ανάλογου της τουρκικής κυριαρχίας της Βόρειας Κύπρου, που στην πραγματικότητα μοιάζει περισσότερο με τουρκική επαρχία, γίνονται όλο και πιο διακριτές.
Ανώτερος ερευνητής στη Ρωσική Ακαδημία Επιστημών και πρόεδρος της Επιστημονικής Εταιρείας της Καυκάσικας, Alexander Krylov, θεωρεί ότι ένα τέτοιο σενάριο, «ταιριάζει οργανικά στην πολιτική της οικοδόμησης ενός συγκροτήματος εξαρτημένων κρατών ,που ακολουθεί ο Τούρκος πρόεδρος Ερντογάν από τη Βόρεια Αφρική στην Κίνα».
Ωστόσο, ο ειδικός συμβουλεύει να μην ξεχνάμε ότι «η αδίστακτη επιδίωξη του Ερντογάν, για την ανοικοδόμηση της πρώην εξουσίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είναι γεμάτη για την Άγκυρα με νέες συγκρούσεις και απρόβλεπτες επιπτώσεις».
Εξάλλου, η πραγματική απορρόφηση του Αζερμπαϊτζάν από την Τουρκία, έρχεται σε αντίθεση με τα συμφέροντα του Ιράν, το οποίο παραμένει ο βασικός παίκτης στην Υπερκαυκασία, μαζί με τους Τούρκους.
Η Τεχεράνη ανησυχεί ιδιαίτερα για το γεγονός ότι η Τουρκία, παίζει με την εθνική ταυτότητα με τους ανθρώπους της Κεντρικής Ασίας και του Καυκάσου, για να διευρύνει τη δική της επιρροή.
Συγκεκριμένα, το αζερμπαϊτζανικό εθνικιστικό ποίημα, που διαβάστηκε από τον Ερντογάν κατά τη διάρκεια στρατιωτικής παρέλασης στο Μπακού, αφιερωμένο στη νίκη του Αζερμπαϊτζάν επί της Αρμενίας το 2020, προκάλεσε σάλο. Το ποίημα περιέχει έκκληση για επανένωση, δύο ιρανικών επαρχιών με το Αζερμπαϊτζάν και προκάλεσε, έντονο εκνευρισμό στο Ιράν.
Αυτό το βήμα θα πρέπει να θεωρηθεί, όχι μόνο ως τεχνητός σχηματισμός μιας τεταμένης κατάστασης στις σχέσεις μεταξύ Μπακού και Τεχεράνης, αλλά και ως κίνητρο των αυτονομιστικών συναισθημάτων, μεταξύ των εθνοτικών Αζέρων στο Ιράν, που αποτελούν περίπου το ένα τρίτο του ιρανικού πληθυσμού.
Είναι ως επί το πλείστον, ενσωματωμένα στην ιρανική κοινωνία και δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι ο ανώτατος ηγέτης του Ιράν, Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, είναι εθνικός Αζέρος.
Ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, ο πολιτικός αναλυτής Roland Benedikter, σχολιάζοντας την τρέχουσα κατάσταση, τόνισε ότι «το Αζερμπαϊτζάν συνεχίζει να εξαρτάται όλο και περισσότερο από την Τουρκία κάθε χρόνο».
Σύμφωνα με τον ίδιο, η Άγκυρα θεωρεί το Μπακού ως εργαλείο ενάντια στον αιώνιο περιφερειακό αντίπαλό τους, το Ιράν και αυτό επηρεάζει αρνητικά τις σχέσεις Αζερμπαϊτζάν-Ιράν και την περιφερειακή σταθερότητα.
Ως αποτέλεσμα, γίνεται προφανές τώρα ότι το Αζερμπαϊτζάν αναγκάζεται να ακολουθήσει τις πολιτικές της Τουρκίας, στις σχέσεις του με το Ιράν και με άλλες χώρες, με την επιμονή του Ερντογάν.
Ταυτόχρονα, η διαδικασία απορρόφησης του γειτονικού κράτους από την Άγκυρα, έχει επιταχυνθεί σημαντικά και μπορεί να οδηγήσει στο εγγύς μέλλον στην απώλεια της εθνικής ταυτότητας του Αζερμπαϊτζάν και, επιπλέον, τμήματα διεθνώς αναγνωρισμένου εδάφους.
Πρέπει να αναφερθεί ότι το Πανεπιστήμιο Kadir Has, που κάνει έρευνες κάθε χρόνο για το πώς αντιλαμβάνονται οι Τούρκοι πολίτες, τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής το Αζερμπαϊτζάν κατακτά σταθερά την πρώτη θέση ως προς το ποια χώρα είναι ένας φίλος της Τουρκίας. Στη έρευνα του 2020 το 65,2% των ερωτηθέντων απάντησε ότι θεωρεί το Αζερμπαϊτζάν ως μια χώρα φιλικά προς την Τουρκία, ποσοστό υψηλότερο από αυτό για την «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου», το Ουζμπεκιστάν, το Πακιστάν και το Κατάρ.
Μεγάλο βαθμό σε αυτό παίζει προφανώς η γλωσσική συγγένεια. Η Αζέρικη γλώσσα ,κατατάσσεται στις τουρκικές γλώσσες και οι Αζέροι είναι τουρκικό φύλο, όπως και οι Ουζμπέκοι.
Βέβαια τα πραγματικά πολιτισμικά είναι κάπως διαφορετικά. Ιστορικά, οι Αζέροι, που είναι σιίτες και όχι σουνίτες όπως οι Τούρκοι, είχαν μεγάλους δεσμούς με το Ιράν. Μάλιστα, το σημερινό Αζερμπαϊτζάν είναι αποτέλεσμα των Ρωσοπερσικών πολέμων του 1813 και του 1828, που σήμαιναν ότι ένα σημαντικό μέρος του Αζερμπαϊτζάν, πέρασε στη Ρωσική Αυτοκρατορία, αυτό που έναν αιώνα μετά θα αποτελέσει τη Σοσιαλιστική Σοβιετική Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν.
Οι στενές οικονομικές σχέσεις
Οι δύο χώρες πάντως έχουν στενές οικονομικές σχέσεις. Η κρατική εταιρεία πετρελαίου του Αζερμπαϊτζάν, η SOCAR είναι ο μεγαλύτερος ξένος επενδυτής στην Τουρκία: από το 2008 έχει κάνει επενδύσεις συνολικού ύψους 16,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Αυτές περιλαμβάνουν την αγορά του ιδιωτικοποιημένου πετροχημικού συμπλέγματος Petkim, την κατασκευή του διυλιστηρίου STAR αλλά και το σχέδιο συνεργασίας της SOCAR και της BP, για την κατασκευή νέου πετροχημικού συμπλέγματος του Mercury.
Επιπλέον από το τουρκικό έδαφος, περνούν σημαντικοί αγωγοί για το αζέρικο φυσικό αέριο. Η διασύνδεση του αγωγού TANAP και με τον αγωγό TAP, θα επιτρέψει τη μεταφορά μεγάλων ποσοτήτων αερίου απευθείας στην ευρωπαϊκή αγορά.