Όπως βαδίζει η Γερμανία, έτσι βαδίζει και η Ευρώπη – κι αυτό αποτελεί μια πραγματική πρόκληση για τις ΗΠΑ. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η Δυτική Γερμανία ήταν ο πλέον κομβικής σημασίας Ευρωπαίος σύμμαχος της Αμερικής. Σήμερα, το Βερολίνο ηγείται ενός ευρωπαϊκού συνασπισμού που πιθανόν να κρατά στα χέρια του την κρίσιμη “ψήφο” στη γεωπολιτική “ψηφοφορία” για την ηγεμονία είτε των ΗΠΑ είτε της Κίνας.
Ωστόσο, η κυβέρνηση της καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ αναζητεί περισσότερο μια στρατηγική “ισαπόσταση” μεταξύ των δύο πλευρών παρά μια στρατηγική ευθυγράμμιση με μία εξ αυτών. Με αυτόν τον τρόπο, δημιουργεί μεγάλη αβεβαιότητα σχετικά με την ευρεία συμμαχία του ελεύθερου κόσμου που τόσο χρειάζονται οι ΗΠΑ.
Είναι δύσκολο να εκφράσει κανείς με λόγια τη στρατηγική σημασία της Γερμανίας. Το Βερολίνο δεν είναι σε καμία περίπτωση εφάμιλλο σε δύναμη με το Πεκίνο, ωστόσο, σε μια αναμέτρηση ΗΠΑ-Κίνας, η Ευρώπη αντιπροσωπεύει τη μεγαλύτερη εναπομένουσα συσσωμάτωση οικονομικής δύναμης, τεχνολογικής καινοτομίας, δημοκρατικών αξιών και στρατιωτικών δυνατοτήτων στον κόσμο.
Οποιαδήποτε στρατηγική των ΗΠΑ για τον περιορισμό της επιρροής της Κίνας σε διεθνείς οργανισμούς, την αντίσταση στον οικονομικό καταναγκασμό εκ μέρους της ή για τη διατήρηση της κυριαρχίας των δημοκρατιών σε τεχνολογίες από την τεχνητή νοημοσύνη έως τις τηλεπικοινωνίες των δικτύων 5G, απαιτεί ισχυρή διατλαντική συνεργασία.
Η υπονόμευση από Τραμπ και… Μέρκελ
Η Γερμανία μπορεί να “ξεκλειδώσει” αυτήν τη συνεργασία, δεδομένης της οικονομικής της κυριαρχίας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτός ήταν ένας βασικός λόγος για τον οποίο ο αντιφατικού χαρακτήρα ανταγωνισμός του Ντόναλντ Τραμπ έναντι της Μέρκελ έμοιαζε τόσο αυτοκαταστροφικός για τις ΗΠΑ.
Ωστόσο, ο Τραμπ δεν είχε το μονοπώλιο της καταστροφικής για τις διμερείες σχέσεις συμπεριφοράς. Τον Δεκέμβριο του 2020, η Μέρκελ προχώρησε στα γρήγορα σε μια επενδυτική συμφωνία Ευρώπης – Κίνας, ενώ αρνήθηκε επίσης να αποκλείσει την Huawei από τα δίκτυα 5G της Γερμανίας. Και οι δύο ήταν περίεργες αποφάσεις, λαμβάνοντας υπ’ όψιν όσα αποκάλυψε η πανδημία της Covid-19 σχετικά με την προθυμία της Κίνας να χρησιμοποιήσει πτυχές της οικονομικής αλληλεξάρτησης – όπως η παραγωγή βασικών φαρμακευτικών προϊόντων – ως γεωπολιτικά όπλα.
Αμφότερες οι αποφάσεις της γερμανικής κυβέρνησης έστρωσαν έτσι άσχημο “χαλί” για την άρτι αφιχθείσα κυβέρνηση Μπάιντεν, με τον πρόεδρο των ΗΠΑ να έχει σχεδιάσει να θέσει την αλληλεγγύη των δημοκρατικών χωρών στο επίκεντρο της στρατηγικής του έναντι της Κίνας. Αμφότερες αποκάλυψαν επίσης τη θεμελιώδη αμφιθυμία του Βερολίνου έναντι της αντιπαλότητας Ουάσινγκτον – Πεκίνου.
Οι Γερμανοί πολίτες μπορεί να μην εμπιστεύονται τον πρόεδρο της Κίνας, Σι Τζινπίνγκ και να εκφράζουν τη λύπη τους για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εκ μέρους της κυβέρνησής του, ωστόσο η Volkswagen και άλλες εταιρείες που ηγούνται μιας γερμανικής οικονομίας προσανατολισμένης στις εξαγωγές, είναι “εθισμένες” στην κινεζική αγορά. Η Μέρκελ και άλλοι Γερμανοί αξιωματούχοι παραμένουν πιστοί στη διατλαντική συμμαχία, ωστόσο ο Τραμπ – ο οποίος προχώρησε στη δική του εμπορική συμφωνία με το Πεκίνο μόλις πριν από έναν χρόνο – έχει κλονίσει σοβαρά την εμπιστοσύνη τους στο μέλλον της ηγεσίας των ΗΠΑ στον κόσμο.
Ψυχρός Πόλεμος vs. Ostpolitik
Η ιστορία ρίχνει επίσης εδώ μια σκιά: για πολλούς Γερμανούς, δεν ήταν η “ειρήνη μέσω της δύναμης”, αλλά η Ostpolitik (οικονομική και πολιτιστική προσέγγιση με το ανατολικό μπλοκ) που κέρδισε τον Ψυχρό Πόλεμο. Η ελπίδα ότι η οικονομική αλληλεπίδραση θα μπορούσε να “μαλακώσει” το Πεκίνο συνεχίζει να κυριαρχεί στο Βερολίνο, την ίδια ώρα που η Ουάσινγκτον έχει εγκαταλείψει εντελώς μια τέτοια προσέγγιση.
Η Γερμανία δεν θα υποστηρίξει την “οικοδόμηση μπλοκ” είτε από την Κίνα ή είτε από την Αμερική, έχει διακηρύξει η Μέρκελ: η Ευρώπη θα διατηρήσει τη συμμαχία της με την Ουάσινγκτον, ενώ ταυτόχρονα θα σχεδιάζει το δικό της αυτόνομο μονοπάτι όσον αφορά τη σχέση της με το Πεκίνο.
Σύμφωνα με τους επικριτές της, αυτή η στάση καταφέρνει να μοιάζει τόσο απελπιστικά αφελής, όσον αφορά τη φιλοδοξία της να κατευνάσει ένα καθεστώς που δεν επιδέχεται διόρθωσης, όσο και καταθλιπτικά κυνική, όσον αφορά την εργολαβική ανάθεση της σκληρής δουλειάς του ανταγωνισμού με την Κίνα στις ΗΠΑ. Για τον Σι, η στάση της Μέρκελ παρουσιάζεται ως αρκετά σημαντική ευκαιρία.
Η πολιτική της Κίνας όσον αφορά την Ευρώπη είναι ωφελιμιστική και έχει “αρπακτικά” χαρακτηριστικά. Επιδιώκει να χρησιμοποιήσει το διεθνές εμπόριο, τη μεταφορά τεχνολογίας και τις στρατηγικές επενδύσεις προκειμένου να ενισχύσει το άλμα της προς την κυριαρχία σε βασικούς κλάδους όπως η ρομποτική, η τεχνητή νοημοσύνη και το προηγμένο computing. Και, μολονότι η Ευρώπη δεν υπάρχει περίπτωση να ευθυγραμμιστεί με μια αυταρχική Κίνα, το Πεκίνο μπορεί να επιτύχει ένα αρκετά καλό – για το ίδιο – αποτέλεσμα, εμποδίζοντάς την από το να είναι ισχυρή, εσωτερικά συνεκτική και αποφασιστικά ευθυγραμμισμένη με τις ΗΠΑ.
Αυτή ακριβώς είναι η λογική πίσω από πολλές κινεζικές πρωτοβουλίες. Αυτές κυμαίνονται από την καλλιέργεια σχέσεων με λιγότερο ευημερούσες χώρες της Ανατολικής και Νότιας Ευρώπης – μέσω δανείων, επενδύσεων και άλλων μέσων – και τη χρήση της προκύπτουσας μόχλευσης για την αποθάρρυνση των καταγγελιών για πολιτικές του Πεκίνου στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της Κίνας, έως και την επίκληση στις ευρωπαϊκές ευαισθησίες με διακηρύξεις – χωρίς βέβαια πρακτικό αντίκρισμα – στον πολυπολισμό και στη “φωτισμένη” διπλωματία γύρω από ζητήματα κλιματικής αλλαγής.
Γι’ αυτό ο Σι έτρεξε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία, ακόμη και παρέχοντας άνευ σημασίας υποσχέσεις για τη βελτίωση των κινεζικών εργασιακών πρακτικών, προκειμένου να σφραγίσει την επενδυτική συμφωνία προτού ο Μπάιντεν αναλάβει την εξουσία. Οι ΗΠΑ θέλουν να ενεργοποιήσουν την Ευρώπη ως σύμμαχο στον ανταγωνισμό τους με την Κίνα. Το Πεκίνο, αντίθετα, θέλει να εξουδετερώσει την Ευρώπη.
Έτσι, η στάση της Μέρκελ κάθε άλλο παρά διευκολύνει τον Μπάιντεν. Πιθανόν, επίσης, να μην εξυπηρετεί και τα ίδια τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της Ευρώπης. Η Γερμανία δεν αντιμετωπίζει καμία στρατιωτική απειλή από την Κίνα, και υπάρχουν τομείς – προστασία της ιδιωτικής ζωής, τεχνολογικά πρότυπα, ρύθμιση του Διαδικτύου – όπου οι ευρωπαϊκές και αμερικανικές προτιμήσεις και προτεραιότητες αποκλίνουν σημαντικά. Ούτε το Βερολίνο ούτε οι Βρυξέλλες, ωστόσο, θα προχωρήσουν ομαλά προς τα εμπρός αν μια χώρα που είναι εντελώς αντίθετη με τις φιλελεύθερες αξίες της ΕΕ και αντιλαμβάνεται την ισχύ με όρους παιχνιδιού μηδενικού αθροίσματος συνεχίσει να κερδίζει πόντους σε επίπεδο παγκόσμιας δύναμης. Αυτό είναι το στοιχείο που αναγνώρισε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποκαλώντας την Κίνα “συστημικό αντίπαλο”, με την πολιτική της ωστόσο να μην αντικατοπτρίζει με συνέπεια αυτή τη συνειδητοποίηση.
Υπάρχουν ευκαιρίες για βαθύτερη διατλαντική συνεργασία επάνω στο ζήτημα της Κίνας. Ο νέος μηχανισμός διαλογής επενδύσεων της ΕΕ, ο οποίος αποσκοπεί στην αποτροπή του ελέγχου εκ μέρους της Κίνας βασικών εταιρειών σε κομβικής σημασίας κλάδους, είναι εν μέρει μοντελοποιημένος στα πρότυπα της Επιτροπής Ξένων Επενδύσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το NATO, υπό τον γενικό γραμματέα Γενς Στόλτενμπεργκ, εστιάζει όλο και περισσότερο στην πρόκληση την οποία συνιστά η Κίνα. Η Κίνα, εξάλλου, απλώς δεν είναι αρκετά “γλυκιά” ώστε να διατηρήσει το ευρωπαϊκό της “παιχνίδι” σε δράση για πάντα: οι εμπορικές πρακτικές της, οι διώξεις των αντιφρονούντων και των μειονοτήτων και ο εκφοβισμός όσων την εγκαλούν για όλα τα παραπάνω θα δημιουργήσει αναπόφευκτα ευκαιρίες για συντονισμένη αντίδραση.
Ωστόσο, η γραμμή “όχι στα συμμαχικά μπλοκ” που ακολουθεί η Μέρκελ θα εξακολουθεί να αποτελεί εμπόδιο και αυτή η ιδέα, με βαθιές ρίζες στη γερμανική στρατηγική κουλτούρα και σκέψη, μπορεί να παραμείνει αμετάβλητη μετά την αποχώρησή της αργότερα εντός του έτους.
Η ενότητα της Δύσης είναι από μόνη της μια επίπονη εκστρατεία
Οι ΗΠΑ θα πρέπει επομένως να παίξουν το μακρόπνοο παιχνίδι της διαμόρφωσης του στρατηγικού “λογισμού” της Ευρώπης. Θα πρέπει να υποστηρίξουν ευρωπαϊκές χώρες που είναι πιο πρόθυμες να αντιπαρατεθούν με την Κίνα, είτε πρόκειται για τη Γαλλία του προέδρου Εμανουέλ Μακρόν (που συνδυάζει ένα ανεξάρτητο γκωλικό πνεύμα με μια αρκετά ξεκάθαρη αίσθηση της απειλής) και το Ηνωμένο Βασίλειο (το οποίο έχει στραφεί προς μια αντικινεζική γραμμή, αλλά είναι πλέον, δυστυχώς, έξω από την ΕΕ) είτε πρόκειται για τους Τσέχους ηγέτες που έχουν αντισταθεί στο Πεκίνο σε ζητήματα από την Covid-19 έως την Ταϊβάν.
Αξιωματούχοι της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας των ΗΠΑ θα πρέπει να ενισχύσουν και να δώσουν μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα στις φωνές των Γερμανών σκεπτικιστών έναντι της Κίνας, όπως ο Norbert Roettgen, επικεφαλής της επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Bundestag (σ.μ. Ομοσπονδιακή Δίαιτα, κάτω σώμα του γερμανικού κοινοβουλίου) και εταιρειών που είναι απογοητευμένες από τις δοσοληψίες και συγκρούσεις τους με το Πεκίνο.
Η Ουάσιγκτον μπορεί επίσης να δώσει έμφαση σε ζητήματα όπως οι προσπάθειες της Κίνας να καταστείλει την ελευθερία του λόγου εντός της Ευρώπης, τονίζοντας παράλληλα ότι οι διαφορές μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης – σε ζητήματα τεχνολογίας και άλλα πεδία – είναι μικρές σε σύγκριση με τον χάος που χωρίζει τον ελεύθερο κόσμο από ένα ιδιαίτερα φιλόδοξο αυταρχικό καθεστώς. Θα πρέπει να παραμείνει ευκίνητη και να ανταποκρίνειται με νέες πρωτοβουλίες, καθώς η κινεζική συμπεριφορά θα αποκαλύπτει σταδιακά ότι οι μακροπρόθεσμοι στόχοι του Πεκίνου είναι ασύμβατοι με εκείνους του Βερολίνου και των Βρυξελλών.
Πρέπει τέλος να ισορροπήσει έναν βασικό σεβασμό για την ποικιλομορφία – να μην αντιδρά δηλαδή υπερβολικά, με θυμό, απειλές και κυρώσεις κάθε φορά που η Γερμανία ακολουθεί πολιτικές που έρχονται σε αντίθεση με τα αμερικανικά συμφέροντα – με το να καθιστά ταυτόχρονα σαφές ότι ο βαθμός συνεργασίας που λαμβάνουν οι ΗΠΑ σχετικά με την κύρια πρόκληση για την ασφάλειά τους θα επηρεάζει αναπόφευκτα την ποιότητα της διατλαντικής σχέσης με την πάροδο του χρόνου.
Το έργο εδώ δεν είναι εντελώς διαφορετικό από εκείνο που αντιμετώπισαν οι ΗΠΑ κατά τον Ψυχρό Πόλεμο. Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους δεν βάδιζαν πάντα αδιάσπαστοι απέναντι στο Κρεμλίνο. Χρειάστηκε υπομονή, επιμονή και κάποια περιστασιακή πίεση για να επιτευχθεί η συνεργασία που οδήγησε στη νίκη. Αμερικανοί αξιωματούχοι σίγουρα θα ήθελαν η Γερμανία και η Ευρώπη να στοιχιστούν τάχιστα στο πλευρό της Αμερικής.
Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η δημιουργία της ενότητας του ελεύθερου κόσμου ενάντια σε έναν νέο αυταρχικό αντίπαλο θα είναι από μόνη της μία μακρά, επίπονη εκστρατεία.