Το 1935, στο Σίδνεϋ της Αυστραλίας οι επισκέπτες ενός ενυδρείου έγιναν μάρτυρες ενός άνευ προηγουμένου θεάματος: Ένας τεράστιος, πρόσφατα αιχμαλωτισμένος καρχαρίας έφτυσε ένα ανθρώπινο χέρι μπροστά στα μάτια του άναυδου κοινού. Ήταν η αρχή μιας πολύπλοκης έρευνας για δολοφονίες. Αστυνομικοί, ντετέκτιβ και ιστορικοί κλήθηκαν να εντοπίσουν τους ενόχους και να βρουν το κίνητρο του εγκλήματος. Ωστόσο, μετά από 85 χρόνια, η υπόθεση παραμένει ανεξιχνίαστη, ενώ όλοι οι ύποπτοι έχουν πεθάνει εδώ και καιρό. Ας ξετυλίξουμε το νήμα της αμφιλεγόμενης ιστορίας, μιας ιστορίας με πάμπολλες εκδοχές και ισάριθμες εικασίες.
Η μεγάλη ψαριά
Στα μέσα Απριλίου του 1935, ο ψαράς Μπερτ Χόμπσον, σε απόσταση μόνο τριών χιλιομέτρων από την παραλία Κούντζι, έπιασε έναν καρχαρία τίγρη μήκους τεσσάρων μέτρων. Το τεράστιο ζώο, βάρους ενός τόνου, μπλέχτηκε στα δίχτυα, ενώ έτρωγε ένα μικρότερο ψάρι. Ο Μπερτ και ο γιος του, με κάποιον τρόπο, κατάφεραν να βγάλουν τον καρχαρια στην ξηρά και στη συνέχεια σκέφτηκαν να τον πάνε στο τοπικό κέντρο διασκέδασης και ψυχαγωγίας όπου υπήρχε και το ενυδρείο Aquarium and Swimming Baths, ιδιοκτήτες του οποίου ήταν ο Μπερτ και ο αδελφός του, Τσάρλι.
Οι αδελφοί Χόμπσον θεώρησαν ότι με τη βοήθεια ενός τεράστιου καρχαρία τίγρη θα μπορούσαν να τραβήξουν την προσοχή του κοινού. Τα πράγματα δεν πήγαιναν πολύ καλά για αυτούς. Πρόσφατα οι Αρχές κατέστρεψαν την προβλήτα, στην οποία βρισκόταν ένας κινηματογράφος όπου χωρούσαν 1.400 θεατές, μια ευρύχωρη αίθουσα χορού, ένα εστιατόριο και μια ακόμη αίθουσα με μηχανήματα ηλεκτρονικών παιχνιδιών. Ως αποτέλεσμα, το κοινό επισκέπτονταν την παραλία πιο σπάνια, όποτε και το ενυδρείο, που βρισκόταν στην παραλία, είχε χάσει τη δημοτικότητά του.
Την πρώτη εβδομάδα, το σχέδιό τους λειτούργησε άψογα: Πλήθος κόσμου επισκεπτόταν το ενυδρείο προκειμένου να θαυμάσει το επικίνδυνο αρπακτικό ψάρι. Στη συνέχεια, έφτασε η Εθνική Ημέρα Μνήμης, που γιορτάζεται κάθε χρόνο στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία. Λόγω αργίας το ενυδρείο ήταν γεμάτο από τουρίστες και ντόπιους επισκέπτες.
Τις τελευταίες ημέρες, ωστόσο, ο καρχαρίας συμπεριφερόταν παράξενα, μερικές φορές επιθετικά. Προσπαθούσε επανειλημμένα να σπάσει τα τοιχώματα του ενυδρείου, και στη συνέχεια βυθιζόταν στον πάτο για να κάνει τον γύρο της περιμέτρου του ενυδρείου. Οι Χόμπσον καθησύχαζαν τους εαυτούς τους ότι απλώς το αρπακτικό ψάρι προσπαθούσε να προσαρμοστεί στο νέο του περιβάλλον.
Ο εμετός του καρχαρία έκρυβε κάτι αποτρόπαιο
Προς μεγάλη έκπληξη των επισκεπτών, στις 25 Απριλίου, περίπου στις 16:30, ο καρχαρίας άρχισε να κάνει εμετό. Ανάμεσα στους μάρτυρες ήταν ένας δημοσιογράφος της τοπικής εφημερίδας «The Sydney Morning Herald», ο οποίος είχε σκοπό να περιγράψει το νέο αξιοθέατο. Σύμφωνα με αυτόν, ένας δύσοσμος καστανός αφρός επέπλεε στην επιφάνεια του νερού. Μέσα του ο δημοσιογράφος διέκρινε ένα πουλί, έναν αρουραίο, βρωμιά και ένα ανθρώπινο χέρι με ένα σχοινί δεμένο στον καρπό του!
Ενώ οι επισκέπτες ψιθύριζαν με τρόμο, ο Χόμπσον κάλεσε την αστυνομία. Ένας ιατροδικαστής και ένας βιολόγος ειδικός σε καρχαρίες εξέτασαν τα λείψανα. Μπροστά τους βρισκόταν ένα αριστερό χέρι, στο εσωτερικό του βραχίονα του οποίου διακρινόταν ένα τατουάζ που απεικόνιζε δύο μποξέρ. Οι ειδικοί δεν βρήκαν κάποια σημάδια δαγκώματος, ενώ διαπίστωσαν ότι το χέρι είχε κοπεί με κάτι κοφτερό, όπως μαχαίρι. Έτσι, οι εγκληματολόγοι απέρριψαν την εκδοχή του θανάτου του άνδρα από τα δόντια του καρχαρία και ξεκίνησαν την έρευνα της μυστηριώδους δολοφονίας.
Η αστυνομία επέτρεψε στην εφημερίδα «Truth» να δημοσιεύσει την περιγραφή και τη φωτογραφία του χεριού που βρέθηκε. Είχαν σκοπό με τη βοήθεια των αναγνωστών να μάθουν πιο γρήγορα το όνομα του θύματος. Έτσι και έγινε. Ένας ντόπιος, ονόματι Έντουαρντ, αναγνώρισε το τατουάζ που απεικόνιζε δύο μποξέρ. Δήλωσε ότι το χέρι ανήκε στον αδερφό του, τον 45χρονο Τζέιμς Σμιθ. Σύμφωνα με τον Έντουαρντ, λίγες εβδομάδες νωρίτερα, ο αδερφός του είχε εξαφανιστεί δίχως να αφήσει κάποιο ίχνος.
Απάτες, χρήματα και μια μυστηριώδης συνάντηση
Ο Τζέιμς Σμιθ, με καταγωγή από το Λονδίνο, μετακόμισε στην Αυστραλία σε ηλικία 19 ετών, στη συνέχεια τον ακολούθησε ο 15χρονος αδερφός του Έντουαρντ. Εκείνη την εποχή, ο Τζέιμς εργαζόταν ως μπάρμαν και βοηθός στο κέντρο μπιλιάρδου. Ωστόσο, είχε όνειρο να γίνει επαγγελματίας μποξέρ και μάλιστα προπονούνταν για κάποιο χρονικό διάστημα. Παντρεύτηκε το 1916 και έγινε διαχειριστής του μπιλιάρδου. Τέσσερα χρόνια αργότερα, έγινε ιδιοκτήτης του μπιλιάρδου Rozelle Sports Club, όπου ξεκίνησε τα παράνομα στοιχήματα.
Μέσα σε πέντε χρόνια ο Τζέιμς κατάφερε να κερδίσει αρκετά χρήματα για να πληρώσει για τη μετακόμιση των υπολοίπων μελών της οικογένειάς του από το Λονδίνο στην Αυστραλία. Το 1925, πούλησε το μερίδιό του στο Rozelle Sports Club και ασχολήθηκε με τον τομέα της οικοδομής. Ο συνεργάτης του ήταν ο αρχιτέκτονας Ουίλιαμ Γιανγκ με εξαιρετικές διασυνδέσεις στα ανατολικά της πολιτείας της Νέας Νότιας Ουαλίας. Κατόπιν συμφωνίας, ο Γιανγκ έβρισκε πλούσιους πελάτες για την κατασκευή κατοικιών και ο Τζέιμς επέβλεπε ολόκληρη τη διαδικασία κατασκευής, κάτι που δεν είχε κάνει ποτέ πριν.
Επί τρία χρόνια, από το 1926 έως το 1929, ο Τζέιμς συμμετείχε σε ένα σχέδιο απάτης γύρω από την οικοδομή: Η εταιρεία του προσλάμβανε εργολάβους, ενώ μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής, δήλωνε πτώχευση και δεν τους πλήρωνε. Οι συνεργοί του πουλούσαν τα διαμερίσματα, έπαιρναν όλα τα κέρδη και δεν πλήρωναν ούτε τους χτίστες για την εργασία τους ούτε για τα οικοδομικά υλικά. Στην πραγματικότητα, η κατασκευή των κτιρίων δεν τους κόστιζε τίποτα.
Οι βασικοί πελάτες αυτών των εγκληματικών απατών ήταν ο Ρέντζιναλντ Χολμς και ο Άλμπερτ Στάναρντ.
Στην πορεία της έρευνας, οι ντετέκτιβ ανακάλυψαν ότι αυτόπτες μάρτυρες είδαν τον Σμιθ το βράδυ της 7ης Απριλίου στο ξενοδοχείο Cecil στο Κρόνουλ, μαζί με τον φίλο του, Πάτρικ Μπράντι, ειδικό στην πλαστογραφία. Οι φίλοι έπιναν και έπαιζαν χαρτιά. Στη συνέχεια, πήγαν στο εξοχικό σπίτι του Μπράντι, το οποίο βρισκόταν σε απόσταση δύο χιλιομέτρων από το ξενοδοχείο.
Ο ιδιοκτήτης του εξοχικού σπιτιού που ενοικίασε ο Μπράντι απευθύνθηκε αργότερα στην αστυνομία. Κατέθεσε ότι ο Μπράντι έφυγε βιαστικά από το ενοικιαζόμενο σπίτι. Ο δε ιδιοκτήτης, κατά τον έλεγχο που έκανε μέσα στο σπίτι, ανακάλυψε ότι ο Μπράντι είχε αλλάξει το στρώμα στο κρεβάτι, είχε αντικαταστήσει το υπάρχον μπαούλο και είχε πλύνει προσεκτικά τους τοίχους και τη βάρκα που βρισκόταν στο οικόπεδο.
Οι αστυνομικοί κατάφεραν να μιλήσουν με τον οδηγό ταξί, ο οποίος αργότερα εκείνο το βράδυ πήγε τον Μπράντι από το εξοχικό έως το σπίτι του Ρέντζιναλντ Χολμς, βόρεια του Σίδνεϋ. Σύμφωνα με τον οδηγό, ο πελάτης του ήταν αρκετά αγχωμένος και ταραγμένος. «Αναμφίβολα, φοβόταν» τόνισε ο οδηγός ταξί. Έτσι η αστυνομία εντόπισε τον κύριο ύποπτο για τη δολοφονία του Σμιθ.
Ύποπτοι για τη δολοφονία οι άλλοτε συνεργάτες
Ο Χολμς ήταν ένας αξιότιμος ναυπηγός και επιχειρηματίας, ενώ ταυτόχρονα οργάνωνε κρυφά εγκληματικές απάτες. Συχνά χρησιμοποιούσε τα πλοία του για μεταφορά κοκαΐνης, τσιγάρων και διάφορων προϊόντων λαθρεμπορίου. Ο Μπράντι και ο Σμιθ συμμετείχαν σε αυτές τις εγκληματικές πράξεις. Κατόπιν συνεννόησης με τον Χολμς, βύθιζαν και έβαζαν φωτιά στα πλοία του για να πάρει ο τελευταίος χρήματα από την ασφαλιστική εταιρεία. Οι ντετέκτιβ θεώρησαν ότι ο Χολμς, ο Μπράντι και ο Σμιθ ενδεχομένως να είχαν κάποιο σοβαρό καυγά όταν κάποιο από τα σχέδιά τους απέτυχε και οι ασφαλιστές αρνήθηκαν να πληρώσουν αποζημίωση.
Ο Μπράντι έφτιαχνε επιδέξια πλαστές επιταγές χρησιμοποιώντας τα ονόματα των πλούσιων πελατών του Χολμς και ο Σμιθ, μαζί με τον Χολμς, τις εξαργύρωνε μέσω των γραφείων τους. Σύμφωνα με μια άλλη ανεπίσημη εκδοχή, μία από αυτές τις απάτες απέτυχε και ο Σμιθ άρχισε να εκβιάζει τον Χολμς, απαιτώντας τα χρήματα.
Βάσει των συμπερασμάτων των αστυνομικών, ένας από τους άλλοτε συνεργάτες του σκότωσε τον Σμιθ με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο. Οι δύο ύποπτοι οδηγήθηκαν για ανάκριση στο τμήμα. Ο Μπράντι ήταν αυτός που κατηγορήθηκε για τη δολοφονία του Σμιθ και του ζήτησαν να παραδεχτεί την ενοχή του. Ο Χολμς, με τη σειρά του, ισχυριζόταν ότι δεν ήξερε ούτε τον Μπράντι ούτε τον Σμιθ. Τελικά τον άφησαν ελεύθερο λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων.
Τέσσερις μέρες αργότερα, ο Χολμς βγήκε στη θάλασσα με ένα σκάφος, στον Κόλπο Λεβέντερ, μέθυσε και αυτοπυροβολήθηκε στο κεφάλι. Σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, έπεσε στο νερό, γρήγορα όμως ανέκτησε τις αισθήσεις του και ξανανέβηκε πάνω στο σκάφος. Αποδείχθηκε ότι η σφαίρα μικρού διαμετρήματος τραυμάτισε λίγο μόνο το μέτωπό του. Οι μάρτυρες κάλεσαν την αστυνομία. Για τέσσερις ώρες ο Χολμς προσπαθούσε να ξεφύγει από τις Αρχές με το σκάφος του στο λιμάνι του Σίδνεϋ. Τελικά, παραιτήθηκε και επέτρεψε στους αξιωματικούς υπηρεσίας να τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο.
Ειλικρινής ομολογία
Αρχικά, ο Χολμς κατέθεσε ότι κάποιος μπήκε στο σπίτι του, του επιτέθηκε και προσπάθησε να τον πυροβολήσει. Στη συνέχεια, ο ίδιος κατάφερε να κρυφτεί από τους δράστες στο σκάφος. Όταν είδε από μακριά ένα άλλο σκάφος, σκέφτηκε ότι οι δράστες τον εντόπισαν και τον κυνηγούσαν.
Στην ανάκριση, ο Χολμς είπε επίσης ότι ο Μπράντι διαμέλισε το σώμα του Σμιθ στο εξοχικό του σπίτι και στη συνέχεια έριξε το μπαούλο με τα ανθρώπινα μέλη στον ωκεανό. Σύμφωνα με την κατάθεση, κράτησε το αριστερό χέρι του θύματος και το έφερε στον Χολμς. Ο Μπράντι απείλησε τον Χολμς ότι ο ίδιος θα είχε την ίδια μοίρα εάν δεν του έδινε τα χρήματα. Όποτε ο Χολμς αποφάσισε να τον πληρώσει.
Στη συνέχεια, ο Μπράντι υποτίθεται ότι έδεσε ένα βαρίδι στο χέρι του Σμιθ και το πέταξε στον ωκεανό για να το φάνε οι καρχαρίες. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, ο Μπράντι πήρε τα χρήματα και έφυγε, αφήνοντας το χέρι του Σμιθ στο σπίτι του Χολμς, ο οποίος το έριξε στον ωκεανό.
Ο Χολμς συμφώνησε να επαναλάβει την κατάθεσή του σε βάρος του Μπράντι, στο δικαστήριο στις 12 Ιουνίου. Ωστόσο, το βράδυ πριν την ακρόαση, τον πυροβόλησαν μέσα στο αυτοκίνητό του. Κάποιος δεν ήθελε να μιλήσει.
Ο Αυστραλός ιστορικός και συγγραφέας του βιβλίου «The Shark Arm Murders», Άλεξ Καστλς, παρουσίασε μια διαφορετική εκδοχή. Κατά την άποψή του, ο Χολμς προσέλαβε δολοφόνους ώστε φαινομενικά να τον σκοτώσουν. Το έκανε για να σώσει την οικογένειά του από τα προβλήματα που θα προέκυπταν αφού θα αποκαλύπτονταν όλα τα δικά του εγκλήματα. Η οικογένειά του έλαβε από την ασφαλιστική εταιρεία τα χρήματα που δικαιούταν λόγω του απροσδόκητου θανάτου του Χολμς. Σε περίπτωση αυτοκτονίας, η οικογένεια θα έμενε χωρίς αποζημίωση.
Μετά τον θάνατο του Χολμς, αποσύρθηκαν οι κατηγορίες σε βάρος του Μπράντι για τη δολοφονία του Σμιθ. Ο δικηγόρος του τόνισε ότι τα αποδεικτικά στοιχεία για τη συμμετοχή του στο έγκλημα ήταν έμμεσα. Δεδομένου ότι το σώμα του Σμιθ δεν βρέθηκε ποτέ, η υπεράσπιση του Μπράντι επισήμανε ότι δεν υπήρχαν στοιχεία ότι ήταν νεκρός.
Ο Μπράντι απελευθερώθηκε, δεν πρόλαβε όμως να φύγει από το κτίριο του δικαστηρίου, καθώς τον συνέλαβαν με την κατηγορία πλαστογράφησης εγγράφων. Μέχρι τον θάνατό του, αρνιόταν οποιαδήποτε συμμετοχή στην εξαφάνιση του Σμιθ.
Ωστόσο, η σορός του Σμιθ δεν βρέθηκε ποτέ. Ίσως τελικά κατάφερε να ξεφύγει από τους δράστες και να έζησε αρκετά χρόνια με το ένα χέρι.