Η Σοφία Ιβανίδη και η κόρη της Εύα, ζουν στο Στεπανακέρτ, πρωτεύουσα του Ναγκόρνο Καραμπάχ και βρέθηκαν και αυτές όπως χιλιάδες άλλοι πολίτες στην καρδιά ενός νέου πολέμου στην περιοχή. Τρίτη και τέταρτη γενιά Ελλήνων του Πόντου είναι από τους λιγοστούς ελληνικής καταγωγής κατοίκους του Ναγκόρνο Καραμπάχ που έχουν απομείνει κυρίως στο χωριό Μεχμανά, που παλιότερα αποκαλείτο, «το ελληνικό χωρίο».
Η Σοφία Ιβανίδη, γεννήθηκε στο Γιούρι της Αρμενίας το 1974.
Ο πατέρας της ήταν Έλληνας από το Ναγκόρνο Καραμπάχ -ή Αρτσάχ όπως το λένε οι Αρμένιοι- και η μητέρα της Αρμένισσα. Ο παππούς της ήταν από Ελληνίδα μάνα και Έλληνα πατέρα από τον Πόντο που ήρθε αρχικά στην Γεωργία κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου και από την Γεωργία πέρασε στην Αρμενία.
Μετά σταδιακά άρχισαν να έρχονται και οι συγγενείς του παππού της και εγκαταστάθηκαν στο Ναγκόρνο Καραμπάχ όπου υπήρχαν ορυχεία χρυσού και κατά συνέπεια δουλειά για όλους.
Εγκαταστάθηκαν στο χωριό Μεχμανά και στη συνέχεια κι άλλοι Έλληνες από τον Πόντο άρχισαν να πηγαίνουν εκεί καθώς μάθαιναν ότι στην περιοχή υπάρχουν ορυχεία χρυσού και υπάρχει δουλειά.
Έτσι δημιουργήθηκε μια μεγάλη ελληνική κοινότητα που έφτασε να έχει δικό της σχολείο, εκκλησία και να κρατά τα ήθη και έθιμα του Πόντου.
Η ποντιακή διάλεκτος ακουγόταν για χρόνια στα βουνά του νότιου Καυκάσου.
Τώρα στο χωριό έχουν μείνει ελάχιστοι κάτοικοι ελληνικής καταγωγής και αυτό που θυμίζει ότι από αυτόν τον τόπο πέρασαν εκατοντάδες ελληνικές οικογένειες είναι το ελληνικό νεκροταφείο.
Οι μεγαλύτεροι ήρθαν στην Ελλάδα το 1993 κατά τη διάρκεια του πρώτου πολέμου. Ήταν η εποχή που το ελληνικό κράτος διευκόλυνε τους ομογενείς του Καυκάσου να φύγουν από τους τόπους που ζούσαν για δεκαετίες, καθώς εκείνη την εποχή βρίσκονταν σε εξέλιξη τουλάχιστον τρεις σοβαρές συρράξεις σε Αμπχαζία, Οσσετία και Καραμπάχ.
Η τότε ελληνική κυβέρνηση με την επιχείρηση «Χρυσόμαλλο Δέρας» μετέφερεα με ασφάλεια εκατοντάδες ομογενείς στην Ελλάδα.
Για τη Σοφία Ιβανίδη, ο πόλεμος που βρίσκεται σε εξέλιξη δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο.
«Ξύπνησα με το πρωί εκείνης της μέρας από το θόρυβο και τους κρότους. Καταλάβαμε αμέσως ότι ήταν βόμβες, ήταν κάτι που το περιμέναμε.
Κατάλαβα πολύ γρήγορα ότι έχει ξεκινήσει πόλεμος, έγιναν βέβαια και οι σχετικές ανακοινώσεις πάρα πολύ γρήγορα. Δεν υπήρξε πανικός γιατί δεν είναι η πρώτη φορά που έχουμε ζήσει κάτι ανάλογο.
Ειδικά εγώ έχω ζήσει και τον πόλεμο του 1992-93 και ξέρω πως είναι.
Η κόρη μου η Εύα φοβήθηκε πάρα πολύ, επειδή γι αυτήν ήταν η πρώτη φορά.
Στον πρώτο πόλεμο δεν είχε γεννηθεί και το 2016 όταν είχαμε ανάλογα γεγονότα βρισκόταν στο Γερεβάν όπου σπούδαζε».
Από τις πρώτες στιγμές, ο αντρικός πληθυσμός στο Καραμπάχ έσπευσε στις μονάδες του και στο μέτωπο.
Γυναίκες, ηλικιωμένοι και όσοι δεν είναι σε θέση να φέρουν όπλο, έμειναν πίσω.
«Όταν ξεκίνησε ο βομβαρδισμός, το πρωί, καταλάβαμε ότι κάτι θα πρέπει να κάνουμε στα μετόπισθεν ώστε να βοηθήσουμε στο μέτωπο. Δημιουργήσαμε ομάδες και πήγαμε να βοηθήσουμε στον εφοδιασμό, με τρόφιμα και νερό.
Μείναμε περίπου 10 μέρες στο Στεπανακέρτ αλλά στη συνέχεια, όταν άλλαξε το είδος του βομβαρδισμού, με πυραύλους και βόμβες διασποράς, μαζέψαμε ότι μπορούσαμε και φύγαμε.
Είδα ότι η κόρη μου η Εύα δεν μπορούσε να αντέξει την πίεση και από το φόβο άρχισε να έχει κάποιος κάποια ψυχοσωματικά συμπτώματα. Γι’ αυτό αποφάσισα να φύγουμε».
Οι άντρες που είναι ικανοί να πολεμήσουν έχουν μείνει όλοι στο Νακγόρνο Καραμπάχ και στους δρόμους γίνονται έλεγχοι που αφήνουν μόνο τις γυναίκες να βγουν από τα σύνορα.
Μέχρι σήμερα περίπου 70.000 κάτοικοι του Ναγκόρνο Καραμπάχ έχουν φύγει και έχουν βρει καταλύματα κυρίως στο Γερεβάν στο Γκορίς που είναι κοντά στα σύνορα ή σε άλλες πόλεις.
«Το σώμα μου και το μυαλό μου είναι καθημερινά στον τόπο μου. Μπορώ να φύγω οποιαδήποτε στιγμή και να επιστρέψω. Αν η κόρη μου θελήσει να μείνει στο Γερεβάν μπορεί να μείνει, εγώ όμως θα γυρίσω πίσω γιατί ξέρω ότι θα είμαι χρήσιμη εκεί» λέει η Σοφία Ιβανίδη.
Και πώς είναι να ζει κανείς σε μία περιοχή του πλανήτη η οποία δεν είναι αναγνωρισμένη και έχει πάντοτε το φόβο του πολέμου;
«Δεν είμαστε οι μόνοι που ζούμε σε μια χώρα που δεν είναι αναγνωρισμένη. Νιώθω ότι ζούμε στα πάτρια εδάφη μας. Αυτό μας δίνει δύναμη».
Η κόρη της Εύα λέει ότι "αν μετά τον πόλεμο δεν αλλάξει κάτι και δεν αλλάξει η κατάσταση του Ναγκόρνο Καραμπάχ τότε νομίζω ότι αργά ή γρήγορα όλα θα επαναληφθούν. Με αυτόν τον τρόπο θέλουν να μας κάνουν να φύγουμε από τον τόπο μας"