Οι χρηματαγορές των αναδυόμενων οικονομιών, τις τελευταίες έξι εβδομάδες, έχουν αρχίσει να αναπληρώνουν μέρος των απωλειών που προκλήθηκαν από την πανδημική κρίση, εν μέσω αυξανόμενης αισιοδοξίας, ότι οι συγκεκριμένες οικονομίες μπορούν να περιορίσουν τις ζημίες που έχει προκαλέσει η διακοπή της οικονομικής δραστηριότητας και να επιστρέψουν σχετικά σύντομα στην προτέρα κατάστασή τους, αναφέρει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων.
Η αποφασιστικότητα της Ομοσπονδιακής Τράπεζας (Fed) των ΗΠΑ να λάβει άμεσα μέτρα ενίσχυσης της ρευστότητας της αμερικανικής οικονομίας έχει αποτρέψει, εμμέσως, μια χρηματοπιστωτική κρίση στις αναδυόμενες οικονομίες, παρά το ιστορικά υψηλό κεφαλαιακών εκροών ύψους 83 δισ. δολαρίων που σημειώθηκε τον περασμένο Μάρτιο.
Η εξέταση της πορείας εξέλιξης της εξάπλωσης του νέου κορωνοϊού έχει επικεντρωθεί, ως επί το πλείστον, στις οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες, χωρίς να δίνεται μεγάλη σημασία στις επιπτώσεις που μπορεί να υπάρξουν στις αναδυόμενες οικονομίες. Αξίζει να σημειωθεί, όμως, ότι αυξητικές τάσεις στον αριθμό των κρουσμάτων καταγράφονται στην Αφρική, στην Λατινική Αμερική και σε ορισμένες χώρες της Ασίας, ενώ ανησυχία προκαλεί η εξάπλωση του ιού σε χώρες, όπως η Βραζιλία, η Ινδία και η Τουρκία.
Στις νέες συνθήκες που δημιουργεί η πανδημική κρίση, οι συμμετέχοντες στις αγορές θα επιχειρήσουν επιλεκτικές τοποθετήσεις, καθώς αναζητούν έναν πειστικό χάρτη πορείας για την επιστροφή προς την κανονικότητα. Οι χώρες που θα κερδίσουν το επενδυτικό ενδιαφέρον θα είναι εκείνες που θα επιτύχουν να θέσουν σε επαναλειτουργία τις οικονομίες τους σχετικά γρήγορα, περιορίζοντας παράλληλα τον κίνδυνο εμφάνισης ενός νέου κύματος λοιμώξεων.
Οι επιπτώσεις της εξάπλωσης του νέου κορωνοϊού στην οικονομία της Τουρκίας
Σύμφωνα με το Johns Hopkins University (JHU), μέχρι τις 6 Μαΐου, ο αριθμός των καταγεγραμμένων κρουσμάτων από την πανδημία του κορωνοϊού σε ολόκληρο τον κόσμο ανερχόταν σε 3,7 εκατομμύρια, ενώ είχαν χάσει τη ζωή τους πάνω από 260.000 άτομα.
Μεταξύ των αναδυόμενων οικονομιών, η Τουρκία, η Βραζιλία και η Κίνα έχουν πληγεί περισσότερο από την εξάπλωση της υγειονομικής κρίσης. Ειδικότερα, η Τουρκία, σύμφωνα με το JHU, κατατασσόταν σε παγκόσμια κλίμακα όγδοη σε αριθμό κρουσμάτων (131.744) και δέκατη τρίτη σε αριθμό θανάτων (3.584). Έχοντας δεχτεί ένα βαρύ πλήγμα από την πανδημική κρίση που μαστίζει τον πλανήτη, η Τουρκία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια νέα οικονομική ύφεση, καθώς η εξάπλωση του κορωνοϊού αναμένεται στους επόμενους μήνες να επιβαρύνει σημαντικά τις εξαγωγές, τον τουρισμό και την εγχώρια ζήτηση.
Τα μέτρα που ελήφθησαν για την επιβράδυνση της εξάπλωσης του κορωνοϊού περιόρισαν σημαντικά την οικονομική δραστηριότητα στη χώρα, με αποτέλεσμα να κάνουμε λόγο για τη δεύτερη οικονομική ύφεση σε διάστημα μικρότερο των δύο ετών. Σοβαρό πλήγμα αναμένεται να υποστεί ο τουριστικός κλάδος, ο οποίος αντιπροσωπεύει περίπου το 12% του ΑΕΠ. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι τον Μάρτιο, οι αφίξεις τουριστών μειώθηκαν, σε ετήσια βάση, κατά 68%.
Η κυβέρνηση της Τουρκίας, προκειμένου να περιορίσει την εξάπλωση της νόσου Covid-19, έκλεισε τους χώρους εστίασης και τα σχολεία, απαγόρευσε τις διεθνείς πτήσεις, σταμάτησε τις μαζικές προσευχές και περιόρισε τις εγχώριες μετακινήσεις.
Επιπρόσθετα, στο πλαίσιο ενίσχυσης της οικονομικής δραστηριότητας, στις 18 Μαρτίου, ανακοίνωσε ένα πακέτο μέτρων ύψους 15,4 δισ. δολαρίων ΗΠΑ. Τα μέτρα αφορούσαν μείωση του ΦΠΑ σε ορισμένα είδη και αναστολή ασφαλιστικών πληρωμών σε πολλούς τομείς της οικονομίας για έξι μήνες. Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος των παροχών επικεντρώθηκε στις μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις που αναγκάστηκαν να κλείσουν και μόνο ένα πολύ μικρό ποσό στράφηκε προς τους εργαζόμενους. Συγκεκριμένα, προκειμένου να επωφεληθεί από το πρόγραμμα, ένας εργαζόμενος πρέπει να έχει εργαστεί τουλάχιστον 600 ημέρες τα τελευταία τρία χρόνια.
Τα συναλλαγματικά διαθέσιμα σε φθίνουσα πορεία
Η οικονομία της Τουρκίας, η 17η μεγαλύτερη παγκόσμια, αντιμετωπίζει αυξανόμενους κινδύνους, καθώς από την εμφάνιση του Covid-19 τα συναλλαγματικά της διαθέσιμα ακολουθούν φθίνουσα πορεία και έχουν υποστεί τις μεγαλύτερες απώλειες έναντι των υπολοίπων αναδυόμενων οικονομιών, ενώ το εθνικό νόμισμα (λίρα) δέχεται σημαντικές πιέσεις (Γράφημα 1). Ειδικότερα, τα συναλλαγματικά διαθέσιμα (περιλαμβανομένων και αξιογράφων σε ξένο νόμισμα) της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας (TCMB) υποχώρησαν στα 59 δισ. δολάρια ΗΠΑ, στο τέλος Μαρτίου, από 77 δισ. δολάρια ΗΠΑ, στην αρχή του έτους.
Η μείωσή τους κατά 18 δισ. δολάρια ΗΠΑ οφείλεται, κατά κύριο λόγο, σε παρεμβάσεις στην αγορά συναλλάγματος, με στόχο τη σταθεροποίηση της λίρας. Παράλληλα, η TCMB, προκειμένου να ενισχύσει τα συναλλαγματικά της διαθέσιμα, κατέφυγε στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα, για δανεισμό δολαρίων μέσω πράξεων ανταλλαγής νομισμάτων (currency swaps).
Αντίθετα, βελτιωμένη εμφανίζεται η εικόνα των αποθεμάτων χρυσού, καθώς, σύμφωνα με την TCMB, στο τέλος Μαρτίου, είχαν ανέλθει στα 31,4 δισ. δολάρια ΗΠΑ, από 27,1 δισ. δολάρια ΗΠΑ, στην αρχή του έτους. Η άνοδος των αποθεμάτων αποδίδεται, μερικώς, στην αύξηση της τιμής του πολύτιμου μετάλλου (περίπου 4%).
Η τουρκική λίρα σε συνεχή διολίσθηση
Αναμφισβήτητα, η πανδημική κρίση έχει προκαλέσει την εξασθένιση των νομισμάτων των αναδυόμενων οικονομιών, κυρίως εκείνων που έχουν μεγάλες χρηματοδοτικές ανάγκες σε ξένο νόμισμα. Μεταξύ των νομισμάτων που έχουν δεχτεί σημαντικές πιέσεις συγκαταλέγεται και η τουρκική λίρα. Το τουρκικό νόμισμα, από τα μέσα Φεβρουαρίου, περίοδο κατά την οποία άρχισε να εντείνεται η ανησυχία για την εξάπλωση του κορωνοϊού, έχει εισέλθει σε καθοδική πορεία έναντι του δολαρίου. Η συντονισμένη προσπάθεια των κρατικών τραπεζών αλλά και της TCMB να αποτρέψουν την αποδυνάμωση του εθνικού νομίσματος δεν έχει επιφέρει μέχρι σήμερα τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Η αποδυνάμωση της τουρκικής λίρας έναντι του δολαρίου και η μείωση των συναλλαγματικών αποθεμάτων
Η τουρκική λίρα, για πρώτη φορά μετά τη νομισματική κρίση του 2018, στις 4 Μαΐου διέσπασε το «ψυχολογικό» όριο των 7 λιρών ανά δολάριο και στην πορεία κατέγραψε νέο ιστορικά χαμηλό έναντι του δολαρίου. Ειδικότερα, το τουρκικό νόμισμα στις 7 Μαΐου άγγιξε ενδοσυνεδριακά έως και τις 7,2690 λίρες ανά δολάριο. Σημειώνεται ότι οι κρατικές τράπεζες έχουν διαθέσει σε παρεμβάσεις για περιορισμό της εξασθένισης της λίρας από τις αρχές του έτους μέχρι τα μέσα Απριλίου, σύμφωνα με στοιχεία της TCMB, περί τα 20 δισ. δολάρια ΗΠΑ, καθώς η τουρκική λίρα από την αρχή του έτους, έχει διολισθήσει έναντι του δολαρίου ΗΠΑ περίπου 20% και έναντι του ευρώ 16%.
Η TCMB, στην προσπάθεια να καταστήσει δυσκολότερη την κερδοσκοπία στην τουρκική λίρα, αποφάσισε να περιορίσει το ποσό των λιρών που μπορούν να διαθέσουν οι τουρκικές τράπεζες σε ξένους επενδυτές και τράπεζες, ενώ απαγόρευσε σε τρεις τράπεζες του εξωτερικού (Citigroup, BNP Paribas, UBS), για λίγες ημέρες, τη διενέργεια συναλλαγών σε τουρκική λίρα. Παράλληλα, επέκτεινε τον ορισμό χειραγώγησης των συναλλαγών στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Οι συναλλαγές που δημιουργούν παραπλανητική τιμολόγηση ή διατηρούν τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων σε ακραία ή τεχνητά επίπεδα θεωρούνται, πλέον, ότι παραβιάζουν το νόμο.
Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι στην αδυναμία της τουρκικής λίρας έχει συμβάλει επίσης και ο διευκολυντικός χαρακτήρας της νομισματικής πολιτικής που ακολουθεί η TCMB. Η τελευταία προέβη στις 22 Απριλίου στην όγδοη μείωση του βασικού της επιτοκίου, από τον Ιούλιο 2019 και στην τέταρτη, από την αρχή του έτους. Ειδικότερα, η Επιτροπή Νομισματικής Πολιτικής προέβη σε μείωση του βασικού της επιτοκίου κατά 100 μονάδες βάσης, στο 8,75%. Η TCMB επέλεξε να «αγνοήσει» τις πληθωριστικές πιέσεις που προκαλεί η εξασθένιση της λίρας, προκειμένου να ενισχύσει τη ρευστότητα στην πραγματική οικονομία. Σημειώνεται ότι από τον Σεπτέμβριο 2018 μέχρι σήμερα, η Τράπεζα της Τουρκίας έχει μειώσει συνολικά κατά 1.525 μονάδες βάσης το βασικό της επιτόκιο, το οποίο προσαρμοσμένο με βάση τον πληθωρισμό (Απρίλιος: 10,94%) είναι στην πραγματικότητα αρνητικό και μάλιστα από τα χαμηλότερα διεθνώς, με αποτέλεσμα τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις της Τουρκίας να μετατρέπουν τις αποταμιεύσεις τους σε δολάρια, ενώ οι ξένοι επενδυτές να εγκαταλείπουν τα τουρκικά αξιόγραφα.
Παρόλα αυτά, οι πιέσεις που δέχεται η τουρκική λίρα αποδίδονται και σε μακροοικονομικά χαρακτηριστικά, όπως η διατήρηση του πληθωρισμού σε σχετικά υψηλά επίπεδα (>10%), η αύξηση της ανεργίας (13,8%) και η εξασθένιση του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης. Παράλληλα, οι διαρθρωτικές αδυναμίες της τουρκικής οικονομίας, καθώς και οι ανησυχίες για τη φθίνουσα πορεία των συναλλαγματικών διαθεσίμων αναμένεται να συνεχίσουν να δοκιμάζουν τις αντοχές της τουρκικής λίρας.
Η επιχειρηματική και η καταναλωτική εμπιστοσύνη κλονίζονται
Η πορεία του δείκτη υπεύθυνων προμηθειών (PMI) για τη μεταποίηση επιβεβαιώνει τη ζοφερή εικόνα της τουρκικής οικονομίας, καθώς τον Απρίλιο υποχώρησε στις 33,4 μονάδες, από 48,1 τον προηγούμενο μήνα, καταγράφοντας την ισχυρότερη συρρίκνωση της εργοστασιακής δραστηριότητας από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Η αρνητική εικόνα της βιομηχανίας αντικατοπτρίζεται και στο ποσοστό χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας, το οποίο μειώθηκε σε 61,6% τον Απρίλιο, από 75,3% τον Μάρτιο. Η πλειονότητα των εργοστασίων αυτοκινήτων και υφασμάτων έχει σταματήσει την παραγωγική δραστηριότητα, κυρίως λόγω ακυρωμένων παραγγελιών από την Ευρώπη.
Επιπλέον ένδειξη για τις δυσχερείς οικονομικές συνθήκες που επικρατούν στη χώρα αποτελεί και η απότομη πτώση του δείκτη επιχειρηματικής εμπιστοσύνης στις 66,8 μονάδες τον Απρίλιο, από 99,7 μονάδες τον προηγούμενο μήνα, καταγράφοντας τη χαμηλότερη μέτρηση από τον Φεβρουάριο του 2009.
Παρόμοιο κλίμα επικρατεί και στην πλευρά της ζήτησης. Ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης υποχώρησε στο ιστορικά χαμηλό επίπεδο των 54,9 μονάδων τον Απρίλιο, από 58,2 μονάδες τον προηγούμενο μήνα, καθώς η Τουρκία αποτελεί την περισσότερο πληττόμενη χώρα από την εξάπλωση του κορωνοϊού, εκτός Ευρώπης ή Ηνωμένων Πολιτειών. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Τουρκικού Στατιστικού Ινστιτούτου (TurkStat), τον Μάρτιο, οι εξαγωγές υποχώρησαν στα 13,4 δισ. δολάρια ΗΠΑ, καταγράφοντας μείωση 17,8%, σε ετήσια βάση, με την Γερμανία να αποτελεί το μεγαλύτερο εξαγωγικό προορισμό, καθώς η αξία των εξαγώγιμων προϊόντων άγγιξε τα 1,2 δισ. δολάρια ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιταλία αποτελούν τους άλλους μεγαλύτερους εξαγωγικούς προορισμούς, με 880 εκατ. δολάρια ΗΠΑ, 801 εκατ. δολάρια ΗΠΑ και 541 εκατ. δολάρια ΗΠΑ, αντίστοιχα.
Σημειώνεται ότι την περίοδο Ιανουαρίου-Μαρτίου 2020, το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου ήταν 12,9 δισ. δολάρια ΗΠΑ, ήτοι αυξημένο κατά 117% σε σύγκριση με την ίδια περίοδο πέρυσι.
Το ενδεχόμενο προσφυγής στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο
Οι μεγάλες ανάγκες για εξωτερική χρηματοδότηση -ο ιδιωτικός τομέας της χώρας έχει δανειακές υποχρεώσεις ύψους 185,5 δισ. δολαρίων ΗΠΑ (TCMB Feb.2020)-, οι απώλειες των συναλλαγματικών διαθεσίμων και η χαμηλή αξιοπιστία της ακολουθούμενης νομισματικής πολιτικής καθιστούν ευάλωτη την οικονομία της Τουρκίας, ενώ ενισχύουν την έντονη φημολογία ότι η χώρα θα αναγκαστεί να προσφύγει στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ).
Ωστόσο, σε δημοσκόπηση της Istanbul Economy Research, με δείγμα 1.537 ατόμων από 12 τουρκικές περιφέρειες που διεξήχθη τον περασμένο μήνα, το 69,2% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι αντιτίθεται στη λήψη πιστωτικού ορίου από το ΔΝΤ για την ενίσχυση της οικονομίας.
Σημειώνεται ότι το ΔΝΤ (World Economic Outlook, April 2020) αναμένει ότι η τουρκική οικονομία, εξαιτίας της πανδημίας, θα συρρικνωθεί κατά 5% το 2020, ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (European Economic Forecast, Spring 2020) κατά 5,4% αντίστοιχα.
Ως εναλλακτική λύση για να αποφευχθεί η προσφυγή στο ΔΝΤ, η TCMΒ αναζητά γραμμές πράξεων ανταλλαγής νομισμάτων (currency swaps) από άλλες κεντρικές τράπεζες και ειδικότερα από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed), προκειμένου να ενισχύσει τη ρευστότητά της. Σημειώνεται ότι η Fed προσέφερε προσωρινές γραμμές στήριξης στις κεντρικές τράπεζες της Βραζιλίας, της Νότιας Κορέας και του Μεξικού, με στόχο να ενισχύσει τις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Ωστόσο, δεν είναι ξεκάθαρο κατά πόσο η Fed στην παρούσα χρονική στιγμή θα επιθυμούσε να ενισχύσει το έργο της TCMΒ, με δεδομένη την έντονη πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ των δύο χωρών τα δύο τελευταία έτη.