Το χιόνι έπεφτε πυκνό και η ορατότητα ήταν πολύ κακή, όμως αυτό μάλλον ήταν το τελευταίο που απασχολούσε το πλήρωμα και τους επιβάτες του Αμερικανικού κατασκοπευτικού αεροπλάνου Bombardier E-11A.
Η λέξη «μάλλον» είναι αναγκαία αφού εκείνο το βράδυ της 27ης Ιανουαρίου φέρεται να σφραγίστηκε για πάντα η μοίρα του Μάικλ Ντε Άντρεα, του «σκοτεινού» πρίγκιπα της CIA.
Ήταν αυτός που αφού βρήκε, μεθόδευσε κατόπιν την εκτέλεση του Ιρανού στρατηγού Καζέμ Σουλεϊμανί με αμερικανικό μη επανδρωμένο αεροσκάφος (drone).
Από αυτό εκτοξεύτηκαν οι ρουκέτες που διέλυσαν τα δύο θωρακισμένα αυτοκίνητα, στο ένα εκ των οποίων επέβαινε ο στρατηγός, τα οποία αναχωρούσαν από το αεροδρόμιο της Βαγδάτης.
Μια πόλη που γνώριζε πολύ καλά αυτός ο μυστηριώδης επιτελικός της CIA που θεωρούνταν κορυφαίος στην «δουλειά» του, ίσως επειδή όπως έχει γραφτεί ήταν αδίστακτος, αφού είχε υπηρετήσει εκεί.
Κινούμενος πάντα στην σκιά της ανωνυμίας, έγινε έξαλλος όταν οι New York Times αποκάλυψαν πριν από πέντε χρόνια το όνομα του, όταν ανέλαβε επικεφαλής της υπηρεσίας για το Ιράν.
Ηγετικά στελέχη της CIA είχαν ζητήσει επιτακτικά από την εφημερίδα να μην δημοσιοποιηθεί το όνομα του ανθρώπου που για πολλούς, προαλειφόταν ακόμη και για διευθυντής της.
Μόνο που εκείνο το βράδυ της Δευτέρας 27 Ιανουαρίου, η μοίρα, η ατυχία ή κάποιοι άλλοι είχαν διαφορετική άποψη για τον «Αγιατολάχ Μάικ».
Ο αόρατος κατάσκοπος
Την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, στους κύκλους των μυστικών υπηρεσιών της Δύσης ο Μάρκους Βολφ, ο διαβόητος αρχηγός της Στάζι είχε κερδίσει τον τίτλο «ο άνθρωπος χωρίς πρόσωπο».
Πέρασαν τριάντα ολόκληρα χρόνια για να βρεθεί τελικά μία φωτογραφία του Ανατολικογερμανού αρχικατάσκοπου, κι αυτό είναι ίσως το μόνο κοινό που έχει με τον Ντε Άντρεα.
Από την ημέρα που εντάχθηκε στους κόλπους της CIA, μέχρι σήμερα δεν υπάρχει καμία επίσημη φωτογραφία για τον άνθρωπο που ηγήθηκε στο κυνηγητό του Οσάμα Μπιν Λάντεν.
Μεγαλωμένος στην Βόρεια Βιρτζίνια, από μια τυπική αστική οικογένεια μέλη της οποίας εργάζονταν στην CIA για δύο γενιές, το μέλλον του είχε μάλλον προδιαγραφεί.
Μπήκε στην υπηρεσία το 1979, πέρασε από διάφορα στάδια εκπαίδευσης και φυσικά από το περιβόητο Camp Peary -εκεί όπου οι μελλοντικοί υπηρεσιακοί πράκτορες εκπαιδεύονται στα όπλα, την παρακολούθηση, τις τακτικές ανάκρισης, τα σενάρια διαφυγής, την απαγωγή υπόπτων και φυσικά την εμπλοκή με όπλα.
Δεν ήταν καλός, για την ακρίβεια ήταν μέτριος αλλά αυτό δεν στάθηκε εμπόδιο κατά την διάρκεια της διαδρομής του στον θολό κόσμο της κατασκοπείας.
Η πρώτη του μετάθεση ήταν στην Αφρική για την ακρίβεια στο Νταρ Ελ Σαλάμ της Τανζανίας και ακολούθησαν το Κάιρο και η Βαγδάτη.
Ερωτεύθηκε την μουσουλμάνα Φαρίντα και για να μπορέσει να την παντρευτεί ασπάστηκε τον Ισλαμισμό και αυτή ήταν ίσως η μοναδική παραχώρηση που έκανε στην ζωή του.
Φανατικός καπνιστής, επιθετικός χαρακτήρας και ιδιαίτερα αθυρόστομος, ο Ντε Άντρεα άρχισε να χτίζει σταδιακά τον μύθο του μετά το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου.
Επίμονος, μεθοδικός και πάνω απ’ όλα αποτελεσματικός ηγήθηκε του απόρρητου προγράμματος βασανιστηρίων της CIA στα μυστικά στρατόπεδα ανά τον κόσμο, ενώ συντόνισε εκατοντάδες επιθέσεις με drone κατά εκατοντάδων στόχων.
Αδιαφορώντας για τις ζωές αμάχων-εικάζεται ότι χάθηκαν χιλιάδες-οι συνάδελφοι του στην υπηρεσία που δεν τον συμπαθούσαν του χάρισαν άλλο ένα παρατσούκλι, αποκαλώντας τον «Ο νεκροθάφτης».
Από την κορυφή στον θάνατο
Παρότι πολλοί είχαν θέμα με την δουλειά του, ο Μάικλ Ντε Άντρεα δεν έδινε δεκάρα για την γνώμη τους, ενώ οι ανώτεροι του, φρόντισαν να τον επιβραβεύσουν για την καλή του «δουλειά».
Το 2006 ανέλαβε επικεφαλής του Αντιτρομοκρατικού τομέα της CIA και ήταν αυτός που κυνήγησε λυσσαλέα τον Οσάμα Μπιν Λάντεν.
Συνέχισε τις επιχειρήσεις με τα drone σε Πακιστάν και Υεμένη και την ημέρα που οι Seals εκτέλεσαν τον Οσάμα Μπιν Λάντεν στο Αμπόταμπαντ του Πακιστάν, ήταν ίσως οι πιο ευτυχισμένος κατάσκοπος στον κόσμο.
Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, τον έχρισε επικεφαλής του τομέα της CIA για το Ιράν, γνωρίζοντας τι ήταν ικανός να κάνει ο σκοτεινός πρίγκιπας της κεντρικής υπηρεσίας πληροφοριών των ΗΠΑ.
Μέχρι το 2015 οι δημοσιογράφοι τον ήξεραν με το κωδικό όνομα «Ρότζερ» και οι Times ήταν η εφημερίδα που αποφάσισε να το δημοσιοποιήσει.
Κανείς πλην ανωτέρων του στην υπηρεσία, δεν γνώριζε για ποιο λόγο ο Ντε Άντρεα αποφάσισε να επιβιβαστεί στο κατασκοπευτικό Bombardier εκείνη την Δευτέρα του περασμένου Γενάρη.
Πρώην εμπειρότατα στελέχη Δυτικών υπηρεσιών πληροφοριών πιστεύουν ότι για να πάρει ο ίδιος μέρος έστω και από αέρος στην επιχείρηση κάτι πολύ σημαντικό ετοίμαζε.
Η πτώση του αεροπλάνου έγινε γνωστή μετά από λίγες ώρες όταν οι Ταλιμπάν έφτασαν στην βραχώδη περιοχή της συντριβής, ενώ αμέσως μετά άρχισαν να διαρρέουν συγκεχυμένες πληροφορίες.
Ιράν και Αφγανιστάν επιμένουν ότι Αγιατολαχ Μάικ ήταν ανάμεσα στους νεκρούς, ενώ οι ΗΠΑ περιορίστηκαν στο να επιβεβαιώσουν την συντριβή του κατασκοπευτικού και να δώσουν στην δημοσιότητα τα ονόματα των δύο πιλότων.
Στελέχη του Λευκού Οίκου και αξιωματούχοι της CIA αρνήθηκαν να επιβεβαιώσουν ή έστω να διαψεύσουν τον θάνατο του «σκοτεινού πρίγκιπα», ο οποίος είχε αναδιπλώμενο κρεβάτι στο γραφείο του, ώστε να κοιμάται εκεί αν χρειαζόταν.
Κάποιοι λένε ότι το είχε πάρει μαζί του όταν έφυγε για το Αφγανιστάν για την τελευταία-όπως όλα δείχνουν-αποστολή του, που τελείωσε με μια συντριβή σε χιονισμένη βουνοκορφή του Αφγανιστάν.