Ως «αποκύημα της φαντασίας» χαρακτηρίζει την ιδέα της κοινωνικής αποστασιοποίησης στα αεροπορικά ταξίδια ένα δημοσίευμα των Financial Times, με τον αρθογράφο να επισημαίνει μάλιστα ότι, προκειμένου να εναρμονίσουν τους περιορισμούς με την αποδοτικότητα, οι αεροπορικές εταιρείες θα έπρεπε να αυξήσουν στο τριπλάσιο τις τιμές των εισιτηρίων!
«Ο Μάικλ Ο’ Λίρι, ο επικεφαλής της Ryanair με το μεγάλο στόμα, το έθεσε πιο εύστοχα απ’ όλους: η κοινωνική αποστασιοποίηση στα αεροπλάνα είναι κάτι το βλακώδες. Αυτό βέβαια δεν επηρεάζει ιδιαίτερα τους εκνευρισμένους παραθεριστές και τους ταξιδιώτες για επαγγελματικούς σκοπούς που θέλουν απεγνωσμένα να επισκεφθούν τις βίλες τους στη Νότια Γαλλία με το ίδιο κόστος με περσινά τους ταξίδια», αναφέρει το δημοσίευμα.
Όπως επισημαίνει ο αρθρογράφος, από βιοϊατρική και οικονομική σκοπιά, το να κρατάει μια εταιρεία άδεια τα μεσαία καθίσματα στα αεροπλάνα της είναι τελείως ανώφελο. «Ας υποθέσουμε – μια τραβηγμένη εικασία – ότι η κοινωνική αποστασιοποίηση θα μπορούσε να λειτουργήσει σε έναν περιορισμένο χώρο, ότι τα ανεξέλεγκτα νήπια θα παρέμεναν στη θέση τους και ότι όλοι θα σκούπιζαν τις βαλίτσες τους αφού τις κατέβαζαν από τον χώρο αποσκευών. Οι επιβάτες δεν θα μπορούσαν να βρίσκονται κοντά ούτε σε άτομα μπροστά τους ή πίσω τους. Σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις ειδικών του χώρου, αυτό σημαίνει επτά άδεια καθίσματα ανά επιβάτη», σημειώνει το δημοσίευμα.
«Ας πάρουμε για παράδειγμα ένα Boeing 747 με 345 θέσεις. Ας υποθέσουμε ότι μπορεί να κρατήσει όλα τα καθίσματα στην πρώτη θέση και τα μισά στην business class. Αν αφαιρέσουμε έξι στα εφτά καθίσματα από ό,τι απομένει (14 + 26 + 40 + 80) το αποτέλεσμα είναι ένα αεροπλάνο κατά τρία τέταρτα άδειο. Με τους ίδιους υπολογισμούς, ένα αεροπλάνο της Ryanair με 189 θέσεις θα κατέληγε μόλις με 35 διαθέσιμα καθίσματα, δηλαδή το 1/5 του αεροπλάνου», εξηγεί περαιτέρω ο αρθρογράφος.
Όπως διευκρινίζει, αυτοί είναι αριθμοί είναι κατά πολύ μικρότεροι από τον δείκτη πληρότητας του 70-75% που σύμφωνα με την IATA χρειάζονται οι αεροπορικές εταιρείες για να ισοσκελίσουν τα έσοδα με τις δαπάνες. «Η μείωση μισθών – ακόμα και με τις χιλιάδες περικοπές που ανακοινώνονται σχεδόν καθημερινά – δεν αρκούν για να καλύψουν ένα τόσο μεγάλο έλλειμμα. Σε έξι αεροπορικές εταιρείες, συμπεριλαμβανομένων των Virgin Atlantic και Lufthansa, απομένουν κάτω από πέντε μήνες ρευστότητας, σύμφωνα με αναλυτές του Redburn» συμπληρώνει το άρθρο.
Και συνεχίζει: «Προκειμένου να εναρμονίσουν τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης στα αεροπλάνα με την αποδοτικότητα, οι αεροπορικές εταιρείες θα έπρεπε να αυξήσουν στο τριπλάσιο της τιμές των εισιτηρίων. Έτσι, μια πτήση απλής μετάβασης από το Λονδίνο στο Δουβλίνο, που αυτή τη στιγμή η Ryainair προσφέρει στα 23,46 ευρώ, θα έπρεπε να εκτιναχθεί στα 70 ευρώ, μια καθόλου χαμηλή τιμή. Μία πτήση μετ’ επιστροφής για το δρομολόγιο Λονδίνο-Χονγκ Κονγκ της British Airways που αυτή τη στιγμή διαφημίζεται στις 551 λίρες, θα έπρεπε να φτάσει τις 1.600 λίρες. Φυσικά, όσο αυξάνονται οι τιμές, τόσο μειώνονται και οι επιβάτες».
Οι ανησυχητικοί αριθμοί δεν είναι κάτι καινούργιο για τις αεροπορικές εταιρείες, επισημαίνει ο αρθρογράφος. H παραδοχή του Warren Buffett ότι η αγάπη του για επενδύσεις στη συγκεκριμένη βιομηχανία ήταν εσφαλμένη είναι ένας δείκτης υστέρησης. Όταν η BA έκανε την πρεμιέρα της στο χρηματιστήριο το 1987, μετά από μια ταραχώδη περίοδο με ζημίες και νομικές διαμάχες, οι θεσμικοί επενδυτές του Ηνωμένοι Βασιλείου αντέδρασαν με «δίχως ενθουσιασμό». Η κρατική ανάλυση εκ των υστέρων κατέδειξε με πικρία ως υπεύθυνα τα σχόλια του Τύπου που παρουσίαζαν τις αεροπορικές εταιρείες ως μια επικίνδυνη μορφή επένδυσης.
«Όπως τότε έτσι και σήμερα απαιτείται ένας ακόμα γύρος εκτεταμένης αναδιάρθρωσης. Ορισμένα επώδυνα βήματα, όπως μαζικές περικοπές θέσεων εργασίας και πτωχεύσεις, έχουν ήδη ξεκινήσει. Έτσι θα διαμορφωθεί το σκηνικό για μια αργή ανάκαμψη, τουλάχιστον μέχρι να χτυπήσει η επόμενη κρίση», καταλήγει ο αρθρογράφος.