ΠΕΡΙΛΗΨΗ: Οι ακραίες αποκλίσεις του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν από τους δυτικούς δημοκρατικούς κανόνες οι κακοί υπολογισμοί και οι νέο-οθωμανικοί ελιγμοί του μεταξύ του ΝΑΤΟ και των μη νατοϊκών κρατικών παραγόντων έχουν στερήσει από την Τουρκία τη δυνατότητα πρόσβασης σε κρίσιμα μέσα αεράμυνας, μαχητικών αεροσκαφών, αρμάτων μάχης και άλλων συστημάτων σε μια εποχή που η Άγκυρα δίνει μηνύματα ότι θέλει να παίξει δυναμικά με τον αυξανόμενο αριθμό των περιφερειακών και άλλων αντιπάλων της, σύμφωνα με το άρθρο στο infognomonpolitics.gr
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η τουρκική κυβέρνηση έμαθε για πρώτη φορά, τη δεκαετία του 1990, να διαχειρίζεται εξοπλιστικά προγράμματα πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων ως μοχλό της εξωτερικής της πολιτικής:
Αγοράζουμε Γαλλικά (ή γερμανικά) για να ενισχύσουμε τη διαδικασία ένταξής μας στην ΕΕ·
Αγοράζουμε ισραηλινά προϊόντα για να ενισχύσουμε τη στρατηγική μας εταιρική σχέση·
Αγοράζουμε από τις ΗΠΑ για τη διατήρηση της αμερικανικής πολιτικής στήριξης, και ούτω καθεξής.
Σχεδόν τρεις δεκαετίες αργότερα, η Τουρκία δεν είναι πλέον ένας αγοραστής οπλικών συστημάτων «από το ράφι/off-the-shelf», αλλά τα θέματα εξωτερικής πολιτικής εξακολουθούν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στις αμυντικές προμήθειες και αντιστρόφως. Ωστόσο, τα σημαντικά λάθη και υπολογισμοί της εξωτερικής πολιτικής φαίνεται να έχουν στερήσει τον τουρκικό στρατό από κρίσιμα οπλικά συστήματα.
Είναι αλήθεια ότι η φιλόδοξη εκστρατεία του Προέδρου Recep Tayyip Erdoğan για τη σχεδίαση, την ανάπτυξη και την κατασκευή εγχώριων οπλικών συστημάτων έχει επιτύχει στην ενίσχυση της τοπικής αμυντικής βιομηχανίας, ιδίως στην παραγωγή εντυπωσιακά επιτυχημένων συστημάτων μη επανδρωμένων αεροχημάτων, ναυτικές πλατφόρμες, θωρακισμένα οχήματα και έξυπνα πυρομαχικά— τα οποία ήταν εισαγόμενα από ξένους προμηθευτές τη δεκαετία του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000.
Η Τουρκία μπορεί τώρα να καυχάται ότι έχει αναπτύξει εγχώριας κατασκευής πολεμικά πλοία μεταφοράς/εξυπηρέτησης ελικοπτέρων, εκπαιδευτικά αεροσκάφη και αποβατικά πλοία (τύπου landing platform dock), με τη μεταφορά και ενσωμάτωση, κατόπιν σχετικής αδείας, ξένης τεχνολογίας. Τα τοπικά παραγόμενα συστήματα καλύπτουν το 70% των αναγκών των Ενόπλων της Δυνάμεων, σε σύγκριση με το 35% το 2002. Κατά την ίδια περίοδο, ο αριθμός των εξοπλιστικών προγραμμάτων και αμυντικών προμηθειών αυξήθηκε από 66 σε περισσότερα από 700, ή αύξηση της αξίας των συμβολαίων από 5,5 δις δολάρια στα 70 δις δολάρια. Ομοίως, ο κύκλος εργασιών της αμυντικής και αεροδιαστημικής βιομηχανίας αυξήθηκε από λιγότερο από $1 δις σε πάνω από $9 δις, και οι εξαγωγές αυξήθηκαν από $ 248 εκατομμύρια σε $2.7 δις. Το 2019 υπήρχαν πέντε Τούρκοι κατασκευαστές όπλων στον παγκόσμιο κατάλογο των 100 κορυφαίων.
Οι αριθμοί αυτοί αντιπροσωπεύουν αναμφισβήτητα μια επιτυχημένη πορεία, αλλά σε αυτό το εντυπωσιακό κατά τα άλλα περιβάλλον, το σύστημα προμηθειών της Τουρκίας φαίνεται να έχει πέσει θύμα σημαντικών εσφαλμένων εκτιμήσεων ή κινήσεων εξωτερικής πολιτικής, ιδιαίτερα τα τελευταία πέντε χρόνια. Τα περισσότερα προβλήματα αφορούν σε τεχνολογίες στις οποίες οι βιομηχανικές δυνατότητες της Τουρκίας απέτυχαν να φθάσουν στο επιθυμητό τελικό προϊόν.
ΑΕΡΑΜΥΝΑ
Οι Ένοπλες Δυνάμεις της Τουρκίας αναγνώρισαν, για πρώτη φορά, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, την “άμεση ανάγκη της χώρας για Συστήματα Αντι-αεροπορικής και Αντι-πυραυλικής Άμυνας Μεγάλου Βεληνεκούς”. Η ανάγκη αυτή οδήγησε σε ένα στρατιωτικό πρόγραμμα με την ένδειξη “Υψίστης Προτεραιότητας”.
Το 2013 ο Ερντογάν αιφνιδίασε τους συμμάχους του στο ΝΑΤΟ όταν η κυβέρνησή του ανακοίνωσε ότι είχε επιλέξει την China Precision Machinery Import-Export Corporation (CPMIEC), μια Κινέζικη εταιρεία ως υποψήφια, για την ανάπτυξη & παραγωγή μιας Εξελιγμένης Αρχιτεκτονικής Σύστημα Αεράμυνας.
Το 2015 και υπό την πίεση της Δύσης, οι διαπραγματεύσεις για τη σύναψη σύμβασης με τη CPMIEC απέτυχαν και η Άγκυρα ζήτησε νέες προσφορές από τις ΗΠΑ (Patriot), την Ευρώπης (SAMP/T) και τη Ρωσία (S-400).
Η Άγκυρα αιφνιδίασε και πάλι τους δυτικούς συμμάχους της επιλέγοντας το ρωσικό σύστημα S-400, το οποίο αρχικά ισχυρίστηκε ότι θα μπορούσε να ενσωματωθεί στα αμερικανικά(κυρίως) και νατοϊκά ραντάρ που είναι ανεπτυγμένα στο τουρκικό έδαφος.
Αργότερα, Τούρκοι αξιωματούχοι αναγκάστηκαν να παραδεχθούν ότι οι S-400 μπορούν να αναπτυχθούν μόνο ως αυτόνομο σύστημα.
Το πρόγραμμα των 2,5 δις δολαρίων των S-400 θα γινόταν η αρχή μιας ευρείας, αποδοτικής και μακροπρόθεσμης στρατιωτικής συνεργασίας και προμηθειών μεταξύ Άγκυρας και Μόσχας.
Το 2019, παρά τις προειδοποιήσεις του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ, η Τουρκία παρέλαβε το ρωσικό σύστημα S-400. Ο Ερντογάν δήλωσε ότι η κυβέρνησή του θα διαπραγματευτεί μια δεύτερη παρτίδα S-400 και παράλληλα συζητά την απόκτηση του πιο προηγμένου Α/Α συστήματος S-500.
Τα κράτη μέλη του ΝΑΤΟ ελπίζουν ότι η Άγκυρα θα αφήσει το σύστημα S-400 σε υπόστεγα και δεν θα το καταστήσει ποτέ λειτουργικό, ωστόσο η Τουρκική κυβέρνηση επιμένει ότι το σύστημα θα τεθεί σε λειτουργία τον Απρίλιο του ίδιου .
Εάν συμβεί αυτό, η Τουρκία θα χρησιμοποιήσει ένα σύστημα αεράμυνας μεγάλου βεληνεκούς σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά την αναγνώριση της ανάγκης και την απόφαση να το προμηθευτεί με τη ένδειξη “ΕΠΕΙΓΟΝ”.
ΤΟ ΜΑΧΗΤΙΚΟ Α/Φ ΕΠΟΜΕΝΗΣ ΓΕΝΙΑΣ
Στα μέσα της δεκαετίας του 2000, η υπερβολικά φιλόδοξη γραφειοκρατική διαδικασία αμυντικών προμηθειών της κυβέρνησης Ερντογάν άρχισε να καλλιεργεί την ιδέα του σχεδιασμού και της κατασκευής ενός “100% Τουρκικού Μαχητικού Αεροσκάφους” για να τερματίσει την εξάρτηση της Τουρκίας από τη δύση και ειδικότερα τους αμερικανούς προμηθευτές. Τα κεφάλαια διατέθηκαν και το πρόγραμμα TF-X εγκαινιάσθηκε με μεγάλες τυμπανοκρουσίες. Το πρώτο εγχώριο τουρκικό μαχητικό αεροσκάφος επρόκειτο να είναι στον αέρα το 2023, ταυτόχρονα με τον εορτασμό των εκατό χρόνων της Τουρκικής Δημοκρατίας. Και ενώ η Τουρκική Αεροδιαστημική Βιομηχανία Tusaş (TAI) προχωρούσε βαθύτερα στο πρόγραμμα TF-X, οι επικρατούσες συνθήκες κατέστησαν σαφές ότι το εγχείρημα και η επιθυμία να είναι στον αέρα ένα 100% τουρκικό αεροσκάφος μέχρι το 2023, ήταν «όνειρο θερινής νυκτός»
Η TAI υπέγραψε προκαταρκτική συμφωνία σχεδιασμού με τη British Aerospace για το “100% τουρκικό” αεροσκάφος. Αλλά το σχεδιαζόμενο αεροσκάφος δεν έχει κινητήρα. Η Τουρκία έπρεπε να αναζητήσει ξένο προμηθευτή κινητήρων. Έτσι οι αρμόδιοι για τις δημόσιες συμβάσεις αναγκάστηκαν να μετακινήσουν σιωπηλά τον στόχο παραγωγής από το 2023 στην περίοδο 2025-26. Οι αναλυτές δε πιστεύουν ότι ακόμη και το 2030 θα μπορούσε να θεωρηθεί ως υπερβολικά αισιόδοξος χρόνος. Σύμφωνα με ορισμένους άλλους αναλυτές, ο πιο ρεαλιστικός στόχος είναι “ποτέ”.
Ενώ η Τουρκία επένδυε στο TF–X, είχε παράλληλα γίνει μέλος της πολυεθνικής, υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, κοινοπραξίας που σχεδίαζε την ανάπτυξη του μαχητικού Α/Φ F-35 Lightning II της επόμενης γενιάς.
Αργότερα (2019) και καθώς η Τουρκία, ως μέλος του ΝΑΤΟ, επέμενε να παραλάβει και να εντάξει στο δυναμικό της τορωσικό σύστημα αεράμυνας (S-400), η συμμετοχή της στο πρόγραμμα F-35 (Joint StrikeFighter) ανεστάλη.
Τα δύο πρώτα F-35 που κατασκευάστηκαν για την Τουρκική Πολεμική Αεροπορία παραμένουν σε μια τοποθεσία στις ΗΠΑ.
Η Άγκυρα δήλωσε ότι θα μηνύσει την κοινοπραξία για να πάρει πίσω τα χρήματά της και θα παραπέμψει το θέμα στη διεθνή διαιτησία για επίλυση. Ωστόσο, σύμφωνα με την πολυεθνική σύμβαση ανάπτυξης του F-35, κανένα μέλος της κοινοπραξίας δεν μπορεί να αναπέμψει μια απόφασή της στη διεθνή διαιτησία.
Αυτή είναι μια νομικά δεσμευτική ρήτρα της σύμβαση που υπέγραψε και η Τουρκία και δεν μπορεί να την παραβιάσει.
Ο Ερντογάν απάντησε ανακοινώνοντας ότι η Τουρκία είναι πρόθυμη να αλλάξει τη στάση της προς την κοινοπραξία και να αγοράσει το Su-35 ή το πιο προηγμένο μαχητικό su-57 από τη Ρωσία, το νέο στρατιωτικό εταίρο της. Αυτό είναι άλλο ένα λάθος. Η Μόσχα αρχικά δήλωσε ότι είναι έτοιμη να πουλήσει μαχητικά αεροσκάφη στην Τουρκία, εννοώντας ωστόσο ότι πουλάει από τα διαθέσιμα [ but by “sell” it means “off-the-shelf,”] και χωρίς τη δέσμευση μεταφοράς τεχνολογίας.Υπόψη, στο πρόγραμμα των F-35, η Τουρκία ήταν ισότιμος εταίρος.
Η κατάσταση χειροτερεύει καθώς Τουρκία και Ρωσία έχουν εξαιρετικά αποκλίνοντα συμφέροντα στη Συρία. Οι αγεφύρωτες διαφορές τους σχετικά με το μέλλον αυτού του αραβικού κράτους έχουν φέρει την Άγκυρα και τη Μόσχα σε μια στρατιωτική κρίση για τη στρατηγικής σημασίας πόλη της Ιντλίμπ, όπου οι συριακές δυνάμεις, με τη ρωσική αεροπορική υποστήριξη, σκότωσαν 34 Τούρκους στρατιώτες στις 29 Φεβρουαρίου.
Το περιστατικό αυτό θύμισε έντονα στην Άγκυρα την πικρή αλήθεια ότι υπάρχουν όρια σε οποιαδήποτε τουρκο-ρωσική συνεργασία.
Η Άγκυρα δεν γνωρίζει αν θα πρέπει να ενεργοποιήσει το σύστημα S-400 ή, αν πράγματι μπορεί να εμπιστευτεί τους Ρώσους. Θα πουλήσουν οι Ρώσοι μαχητικά Α/Φ; θα παραχωρήσουν τεχνολογία στην Τουρκία; Ή μήπως η Άγκυρα έχει επενδύσει πάρα πολλά σ’ αυτή την αναδυόμενη σχέση με τη Ρωσία; Ή, ήταν πάρα πολύ καλά για να είναι αληθινά; Πιθανόν!!!
ΑΡΜΑ ΜΑΧΗΣ ΕΠΟΜΕΝΗΣ ΓΕΝΙΑΣ
Ένα από τα πιο φιλόδοξα “100% τουρκικά” εξοπλιστικά προγράμματα είναι το Altay, το πρώτο εγχώριο άρμα μάχης της Τουρκίας. Όταν μια ιδιωτική τουρκική εταιρεία κατασκεύασε τέσσερα πρωτότυπα του Altay, η κυβέρνηση του Ερντογάν ανέθεσε τη σύμβαση για την παραγωγή μεγάλου αριθμού αρμάτων, αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων, σε έναν από τους επιχειρηματικούς φίλους του.
Σε τεχνολογικό επίπεδο, αυτό το πρώτο τουρκικό άρμα μάχης έχει ένα σοβαρό πρόβλημα: δεν έχει κινητήρα και σύστημα μετάδοσης. Αυτά δεν είναι εύκολο να επιλυθούν.
Κατά τα τελευταία δύο χρόνια, στελέχη του προγράμματος Altay κινούνται από τον έναν στον άλλο ξένο προμηθευτή των συστημάτων ισχύος και μετάδοσης, χωρίς επιτυχία. Το Altay σχεδιάστηκε αρχικά για να λειτουργήσει με ένα γερμανικό συγκρότημα ισχύος και μετάδοσης. Αλλά δυστυχώς για την Άγκυρα, η Γερμανία αρνείται επίμονα να εκδώσει άδειες εξαγωγής για τα κρίσιμα αυτά μέρη που θα επέτρεπαν στο Altay να παρουσιασθεί στο πεδίο της μάχης. Αυτό οφείλεται στο γεγονός του διευρυνόμενου δημοκρατικού ελλείμματος της Τουρκίας, το οποίο έχει προκαλέσει την ευρωπαϊκή δυσπιστία. Ο Ερντογάν πίστευε ότι θα μπορούσε να έχει « το σκύλο χορτάτο και την πίτα ολόκληρη» και ταυτόχρονα να διοικεί την Τουρκία με «δικτατορικά», να κάνει την Τουρκία μέλος της ΕΕ και να έχει πρόσβαση σε κρίσιμα οπλικά συστήματα που κατασκευάζονται στα δημοκρατικά κράτη του κόσμου.
Το πρόγραμμα Altay, όπως και το πρόγραμμα της Α/Α Άμυνας, χρονολογείται κι αυτό στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Εάν συμβεί κάποιο θαύμα και η μαζική παραγωγή του Altay ξεκινήσει το 2020, οι πρώτες παραδόσεις δε θα μπορέσουν να γίνουν νωρίτερα από το 2024. Με άλλα λόγια, όπως και στην περίπτωση του συστήματος αεράμυνας, η Τουρκία θα διαθέτει εγχώρια παραγόμενα άρματα μάχης μετά από τρεις δεκαετίες αφότου αποφάσισε ότι τα χρειάζεται.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Οι τολμηρές αποκλίσεις του Ερντογάν από τους δυτικούς δημοκρατικούς κανόνες, οι κακές εκτιμήσεις και οι νεοθωμανικοί ελιγμοί μεταξύ του ΝΑΤΟ και των μη νατοϊκών κρατικών παραγόντων έχουν οδηγήσει την Τουρκία στην κατάσταση αυτή, να στερείται (προς το παρόν) συστήματος Αεράμυνας, Μαχητικών Αεροσκαφών, Αρμάτων Μάχης και άλλα συστήματα σε μια εποχή που η Άγκυρα επισημαίνει με κάθε τρόπο ότι θέλει να παίξει «σκληρό παιχνίδι» με έναν αυξανόμενο αριθμό περιφερειακών και άλλων αντιπάλων.
*Burak Bekdil is an Ankara-based columnist. He regularly writes for the Gatestone Institute and Defense News and is a fellow at the Middle East Forum. He is also a founder of the Ankara-based think tank Sigma.
**Original Title: Turkey’s Foreign Policy Blunders Deprive It of Critical Arms Systems
***Source: https://besacenter.org/perspectives-papers/turkey-nato-weapons/
**** Επίτιμος Δκτης 1ης ΣΤΡΑΤΙΑΣ,Τέως Αρχηγός ΓΕΕΦ