Η επίσκεψη του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στον Λευκό Οίκο στις 13 Νοεμβρίου μπορεί να θεωρηθεί ως νίκη για τον Ερντογάν με μια στενή, αλλά ουσιαστική έννοια.
Εν μέσω της απειλής των αμερικανικών κυρώσεων, η συνάντηση του Ερντογάν με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ έληξε με τον Τούρκο πρόεδρο να εκφράζει τις απαιτήσεις της Άγκυρας στο Οβάλ γραφείο και, προφανώς, να καταφέρνει να αποσοβήσει τα τιμωρητικά μέτρα των ΗΠΑ.
Η επίσκεψη του Ερντογάν δεν έλυσε βέβαια κανένα από τα μακροχρόνια διμερή ζητήματα μεταξύ των ΗΠΑ και της Τουρκίας και ο Ερντογάν –τον οποίον αντιμετωπίζουν με περιφρόνηση σχεδόν όλες οι ομοσπονδιακές υπηρεσίες των ΗΠΑ- δεν θα ήταν καλοδεχούμενος στην Ουάσινγκτον αν δεν είχε λάβει προσωπική πρόσκληση από τον Τραμπ. Άλλωστε, η Τουρκία δεν έχει και πολλούς φίλους πια στην πρωτεύουσα των ΗΠΑ, μετά την πρόσφατη εισβολή της στη βόρεια Συρία για να επιτεθεί στις στηριζόμενες από τις ΗΠΑ κουρδικές δυνάμεις μαχητών που πολεμούν το Ισλαμικό Κράτος, καθώς και μετά την αγορά του ρωσικού πυραυλικού συστήματος S-400 που πολλοί θεωρούν πως παραβιάζει τις δεσμεύσεις της Τουρκίας προς το ΝΑΤΟ.
Αντιθέτως, δεν είναι σαφές το τι κέρδισε ο Τραμπ από τα πολυάριθμα φωτογραφικά ενσταντανέ με έναν ηγέτη τον οποίον οι Αμερικανικοί κυβερνητικοί θεσμοί θεωρούν ευρύτατα ως αναξιόπιστο εταίρο στην καλύτερη περίπτωση, καθώς και αυταρχικό ηγέτη που έρχεται ορατά πιο κοντά στη Ρωσία σε βάρος των συμφερόντων της Δυτικής συμμαχίας.
Οι περισσότεροι παρατηρητές της Τουρκίας έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα πως η συμμαχία Τουρκίας-ΗΠΑ υπάρχει κατ’ όνομα μόνο και οπωσδήποτε δεν είναι ουσιαστική. Υπάρχουν πολλοί λόγοι να πιστεύουμε πως η Τουρκία και οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να απομακρύνονται χωρίς μια πιο ουσιαστική δέσμευση σε ζητήματα που διαιρούν τους δυο συμμάχους.
Ο Ερντογάν έφτασε στην Ουάσινγκτον με μια μακρά λίστα αιτημάτων, τα περισσότερα από τα οποία φάνηκε πως είχαν στόχο να διαφυλάξουν τον ίδιο και την κυβέρνησή του. Οι ανησυχίες πως οι ΗΠΑ θα δημοσιοποιούσαν ορισμένες από τις πιο αμφισβητήσιμες πηγές του τεράστιου προσωπικού πλούτου του Ερντογάν καθώς και το μέλλον της τουρκικής Halkbank, προφανώς βρίσκονταν στην κορυφή της λίστας.
Τον περασμένο μήνα, Αμερικάνοι εισαγγελείς της Νέας Υόρκης κατηγόρησαν την Halkbank για παραβίαση των αμερικανικών κυρώσεων στο Ιράν. Επιπλέον, ο Ερντογάν εξόργισε αξιωματούχους της αμερικανικής κυβέρνησης, καθώς και ομάδα αμερικανών γερουσιαστών που παραβρέθηκαν στη συνάντησή του στο Οβάλ Γραφείο με τον Τραμπ, όταν έδειξε βίντεο σε ένα iPad που παρουσίαζε τον Κούρδο ηγέτη των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων, Μαζλούμ Αμπντί, ως τρομοκράτη που θα πρέπει να συλληφθεί και να παραδοθεί στην Τουρκία, αντί να προσκαλείται στην Ουάσινγκτον.
Όταν ο Αμερικανός γερουσιαστής Λίντσεϊ Γκρέιχαμ αγνόησε αυτή την προπαγανδιστική πράξη, η προσοχή της συζήτησης στράφηκε στην αγορά των ρωσικών πυραυλικών συστημάτων S-400 από την Τουρκία. Από την κοινή ανακοίνωση που ακολούθησε τη συνάντηση του Τραμπ με τον Ερντογάν, είναι ξεκάθαρο πως οι ΗΠΑ ενδιαφέρονταν να στείλουν ένα βασικό μήνυμα στην Τουρκία: είτε θα βρει τρόπο -που να μπορεί να επιβεβαιωθεί - να βάλει «στο συρτάρι» τους S-400 και ως αντάλλαγμα να επανενταχθεί στο πρόγραμμα για τα μαχητικά F-35, ή θα πρέπει να περιμένει σοβαρές και εξουθενωτικές κυρώσεις.
Μεταξύ σφύρας και άκμονος
Για το θέμα των S-400, ο Ερντογάν αντιμετωπίζει ένα ενδιαφέρον δίλημμα, και καλείται να λάβει μια απόφαση με σημαντικές επιπτώσεις. Πέραν της απώλειας της αξιοπιστίας της, η Τουρκία θα δυσκολευτεί να ακυρώσει την αγορά των S-400. Από προηγούμενη εμπειρία, ο Ερντογάν γνωρίζει πολύ καλά πως το να εξοργίσει τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν είναι ένα ευαίσθητο ζήτημα, και υπάρχουν αξιόπιστες αναφορές που υποδηλώνουν πως ο Πούτιν θα μπορούσε να δημοσιοποιήσει έναν θησαυρό με ντροπιαστικό και ενοχοποιητικό υλικό που θα έδειχνε τις αμφιλεγόμενες οικονομικές συναλλαγές και τις διεθνείς σχέσεις του Ερντογάν και της οικογένειάς του. Ο Πούτιν θα μπορούσε επίσης να τιμωρήσει οικονομικά την Τουρκία, τερματίζοντας τις υφιστάμενες εμπορικές και τουριστικές συμφωνίες που είναι ζωτικής σημασίας για την ευρωστία της τουρκικής οικονομίας.
Στον αντίποδα, εάν δεν ικανοποιηθεί η Ουάσινγκτον στο θέμα των S-400, θα μπορούσε να εξαπολύσει μπαράζ κυρώσεων. Για την ώρα, οι ΗΠΑ φαίνεται πως έδωσαν στην Τουρκία την ευκαιρία να σκεφτεί καλά το θέμα και να ενεργήσει αναλόγως. Ως έχει, η υπόθεση κατά της Halkbank και το προτεινόμενο ψήφισμα στην Γερουσία των ΗΠΑ για την αναγνώριση της σφαγής των Αρμενίων από τους Οθωμανούς Τούρκους ως γενοκτονίας (η Βουλή των Αντιπροσώπων υπερψήφισε παρόμοιο ψήφισμα τον περασμένο μήνα), μπήκαν «στον πάγο» ως ένδειξη καλής θέλησης και σήμα πως οι ΗΠΑ σοβαρά ενδιαφέρονται να επαναφέρουν την Τουρκία στις αγκάλες της Δύσης.
Όσο επιθετική και αξιόπιστη μπορεί να είναι η θέση των ΗΠΑ, ορισμένοι Αμερικανοί αξιωματούχοι ανησυχούν πως αν πιέσουν υπερβολικά την Τουρκία και την τιμωρήσουν με κυρώσεις, θα την οδηγήσουν βαθύτερα στην ανοικτή αγκαλιά της Ρωσίας. Αν και η Τουρκία λίγους φίλους έχει στα υπουργεία Άμυνας και Εξωτερικών των ΗΠΑ, ωστόσο κανένας δεν θέλει η Τουρκία επισήμως να περάσει στο Ρωσικό στρατόπεδο.
Ενας κουρασμένος και ανασφαλής ηγέτης
Παρατηρώντας τον Ερντογάν, φαίνεται πως η ύβρις όλο και περισσότερο κρύβει την έλλειψη αυτοπεποίθησης, ενώ η ανασφάλεια επισκιάζει την 17χρονη διακυβέρνησή του. Λίγο πριν την προγραμματισμένη επίσκεψή του στην Οάσινγκτον, ο Ερντογάν εκφώνησε μια διάρκειας 36 λεπτών ομιλία για την 81η επέτειο από τον θάνατο του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, του ιδρυτή της σύγχρονης τουρκικής Δημοκρατίας.
Υποβάθμισε τα επιτεύγματα της δημοκρατίας για να επικεντρωθεί αντιθέτως σε μια σειρά ανακριβώς παρατηρήσεων ότι οι επιτυχίες της σύγχρονης Τουρκίας βασίζονται στην κληρονομιά του προκατόχου της, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Πέραν της έλλειψης ιστορικής γνώσης και της μικροδιαφοροποίησης, προφανώς ο Ερντογάν κατάλαβε πως το Οθωμανικό κράτος δεν θα επέτρεπε ποτέ σε κάποιον με το δικό του κοινό παρελθόν να καταλάβει μια θέση ισχύος στην κυβέρνηση, πόσω μάλλον να γίνει αρχηγός κράτους.
Ο Ερντογάν δεν θα πρέπει, όμως, να υποτιμάται. Είναι μετρ στην τακτική και έχει την ικανότητα και τη βούληση να αλλάξει τη δημόσια συζήτηση και το πολιτικό κλίμα προς το συμφέρον του. Τα τελευταία περίπου έξι χρόνια, έχει χρησιμοποιήσει αυτή τη δεξιότητα αποκλειστικά και μόνο για την αυτοσυντήρησή του. Μένει να φανεί αν μπορεί να χρησιμοποιήσει τις δεξιότητές του και την επιρροή του για να εξυπηρετήσει τα εθνικά συμφέροντα της χώρας του.
euro2day.gr