Καθώς πλησιάζει η ημερομηνία της ιστορικής -όπως και νά’ χει- συνάντησης του Ντόναλντ Τραμπ με τον Κιμ Γιονγκ Ουν τα ανταλλάγματα που ζητάει η Πιονγιάνγκ από την Ουάσιγκτον γίνονται ολοένα και πιο ευδιάκριτα.
Η διακήρυξη του Βορειοκορεάτη δικτάτορα τον περασμένο Νοέμβριο ότι η χώρα του έχει αποκτήσει πυρηνικό οπλοστάσιο ήρθε μετά από μήνες επιτυχημένων πυρηνικών δοκιμών και δοκιμών βαλλιστικών πυραύλων.
Το κομμουνιστικό καθεστώς επιμένει ότι τα όπλα αυτά είναι αναγκαία ως αποτρεπτική δύναμη σε περίπτωση εισβολής των ΗΠΑ, που έχουν πολλαπλασιάσει τις πιέσεις προς την Πιονγιάνγκ κι έχουν ενισχύσει τις στρατιωτικές τους δυνάμεις στην περιοχή.
Πολιτικοί, οικονομικοί και λόγοι ασφαλείας πίσω από το «άνοιγμα» της Πιονγιάνγκ
Η Ουάσιγκτον θέτει την αποπυρηνικοποίηση ως προαπαιτούμενο για διάλογο με τη Βόρεια Κορέα. Η τελευταία, πάλι, έχει τρεις βασικούς λόγους που επιχειρεί το άνοιγμα: πολιτικούς, οικονομικούς και λόγους ασφαλείας. Εκείνο που επιδιώκει, σύμφωνα με τον πρώην αξιωματούχο του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών, Τζόελ Γουίτ και συνιδρυτή του 38 Νorth στο Αμερικανο-κορεατικό Ινστιτούτο του Πανεπιστημίου Johns Hopkins, είναι κάποιες κινήσεις προς την εξομάλυνση των διμερών σχέσεων Πιονγιάνγκ-Ουάσιγκτον, την έναρξη άρσης των οικονομικών κυρώσεων και τη διασφάλιση της παραμονής του καθεστώτος στην εξουσία με μια συνθήκη ειρήνης καθώς η Βόρεια Κορέα παραμένει από τεχνικής άποψης σε εμπόλεμη κατάσταση με τη Νότια Κορέα μετά τον πόλεμο της δεκαετίας του 1950.
Το διακύβευμα της συνάντησης κορυφής Τραμπ - Κιμ
Οι δύο χώρες της κορεατικής χερσονήσου επιχείρησαν εδώ και μερικούς μήνες -παραμονές και κατά τη διάρκεια των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων- μια προσέγγιση, αν και οι ΗΠΑ τηρούσαν όλα αυτό το διάστημα επιφυλακτική στάση και μάλιστα ενέτειναν την πίεση στην Πιοννγιάνγκ επιβάλλοντάς της νέες κυρώσεις. Οι διπλωματικές επαφές αντιπροσώπων του Νοτιοκορεάτη προέδρου με τον Κιμ απέδωσαν καρπούς και στις αρχές Μαρτίου η πρόσκληση του Βορειοκορεάτη δικτάτορα για τετ-α-τετ με τον Τραμπ έγινε αποδεκτή με τον πρόεδρο των ΗΠΑ να εκφράζει μάλιστα την επιθυμία η συνάντηση να γίνει μέχρι το Μάιο.
Ωστόσο, το διακύβευμα του ιστορικού αυτού τετ-α-τετ είναι πολύ υψηλό καθώς οι δύο άνδρες προσπαθούν να αποδείξουν την αξία τους ως ηγέτες. Οι δύο πλευρές θα πρέπει να εργαστούν σκληρά για να διασφαλίσουν ότι η συνάντηση θα προχωρήσει στην ουσία πέρα απ’ το θέαμα, εκτιμά η αναλύτρια της δεξαμενής σκέψης New America, Σούζαν ντι Μάτζιο: «Μια από τις ανησυχίες μου είναι τι θα γίνει αν η συνάντηση κορυφής δεν στεφθεί με επιτυχία. Τι θα γίνει αν αποτύχει; Θεωρώ ότι θα βλάψει -πιθανώς ανεπανόρθωτα- τις προοπτικές για μελλοντικές διπλωματικές κινήσεις», είπε επισημαίνοντας ότι στη χειρότερη περίπτωση ίσως φανεί αναπόφευκτη μια στρατιωτική αντιπαράθεση με τουλάχιστον ένα εκατομμύριο νεκρούς σε περίπτωση συμβατικού πολέμου και πολλά περισσότερα αν ακολουθήσει πυρηνική σύρραξη...