Η Γερμανία χρειάζεται έναν ειλικρινή διάλογο για τα πλεονάσματά της, όπως και η Ελλάδα χρειαζόταν έναν αντίστοιχο διάλογο για τα ελλείμματά της, επισημαίνει ο Γιάνης Βαρουφάκης σε άρθρο γνώμης στη DW ενόψει των εκλογών.
Ο εφησυχασμός είναι ο χειρότερος εχθρός μιας χώρας. Οι συμπατριώτες μου κάποτε είχαν αποχαυνωθεί με την λανθασμένη πεποίθηση ότι «τα καταφέραμε». Ήταν προφανώς μια ψευδαίσθηση, την οποία τώρα πληρώνουμε ακριβά. Φοβούμαι πολύ ότι και μια πλειοψηφία στη Γερμανία διακατέχεται σήμερα από την επικίνδυνη πεποίθηση ότι η Γερμανία «τα πηγαίνει καλά».
Η χλιαρή προεκλογική εκστρατεία στη Γερμανία αποτελεί μια αντανάκλαση της λανθασμένης αίσθησης ασφάλειας, η οποία δημιουργείται από τα τρία πλεονάσματα της Γερμανίας: Οι εταιρείες και τα νοικοκυριά αποταμιεύουν, οι τράπεζες της Φραγκφούρτης είναι γεμάτες με χρήματα που αποστέλλουν άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ακόμη και ο γερμανικός προϋπολογισμός εμφανίζει πλεόνασμα. Αλλά αυτά τα πλεονάσματα αποτελούν ένδειξη αδυναμίας, όχι ισχύος. Αποτελούν τον προάγγελο δυσχερειών, στο παρόν και το μέλλον, για τους Γερμανούς του σήμερα και του αύριο.
Η Γερμανία χρειάζεται έναν ειλικρινή δημόσιο διάλογο
Σκεφτείτε το λίγο: Ένα πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που ανέρχεται σήμερα σε σχεδόν 10% του εθνικού εισοδήματος, σημαίνει ότι η χώρα πρέπει να πάρει τις αποταμιεύσεις της και να τις στείλει στο εξωτερικό προκειμένου να τις επενδύσει σε χώρες με ελλείμματα. Είναι αυτό συνετό, ιδίως όταν το γερμανικό κεφάλαιο στο εξωτερικό δημιουργεί φούσκες, οι οποίες είναι βέβαιο ότι θα σκάσουν (όπως συνέβη στην Ισπανία και την Ελλάδα);
Επίσης, πόσο έξυπνο είναι να στηρίζεται μια χώρα στην εισροή κεφαλαίων στις τράπεζες της Φραγκφούρτης προκειμένου να καλύψουν τις αδυναμίες εξόφλησης πληρωμών τους, ειδικά όταν αυτό το τσουνάμι ξένου χρήματος κατακλύζει τη Γερμανία διότι οι Ιταλοί ή οι Γάλλοι κεφαλαιούχοι παύουν να ελπίζουν στις οικονομίες των δικών τους χωρών; Τέλος, πόσο λογικό είναι για το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών να θριαμβολογεί για ένα πλεόνασμα στον προϋπολογισμό που οφείλεται στα αρνητικά επιτόκια, τα οποία από την πλευρά τους α) συνθλίβουν τα γερμανικά συνταξιοδοτικά ταμεία και β) κάνουν τη γερμανίδα νοικοκυρά να χάνει την πίστη της στο γερμανικό πολιτικό κατεστημένο;
Η Γερμανία χρειάζεται έναν ειλικρινή διάλογο μεταξύ των πολιτών για το πώς θα αντιμετωπίσει τον κίνδυνο που συνιστούν τα πλεονάσματά της για τη γερμανική κοινωνία, ακριβώς όπως και η Ελλάδα χρειαζόταν έναν αντίστοιχο δημόσιο διάλογο, λίγο καιρό πριν, για την απειλή που συνιστούσαν τα δικά μας ελλείμματα. Σε τελική ανάλυση, για κάθε πλεόνασμα πρέπει να υπάρχει κάπου αλλού εντός μιας νομισματικής ένωσης ένα έλλειμμα. Το να διατυμπανίζει το πολιτικό κατεστημένο των CDU-CSU-SPD-FDP ότι αυτές οι ανισορροπίες είναι σημάδι οικονομικής ευρωστίας, μόνο και μόνο επειδή η Γερμανία έχει την ευλογία να βρίσκεται από τη μεριά του πλεονάσματος, ισοδυναμεί με την λανθασμένη παρουσίαση στο γερμανικό κοινό μιας πηγής προβλημάτων ως ένδειξης επιτυχίας.
Mηχανισμός «ανακύκλωσης» ελλειμμάτων-πλεονασμάτων
Ρίχνοντας μια ματιά στην ιστορία, η Γερμανία αναδείχθηκε στη θέση της πιο αξιοζήλευτης χώρας του κόσμου επειδή διέθετε ένα κοινωνικό συμβόλαιο, το οποίο προσέφερε στην εργατική της τάξη δυνατά εχέγγυα προστασίας (και θέσεις στα διοικητικά συμβούλια μεγάλων εταιρειών) με αντάλλαγμα ένα ευέλικτο, διεπόμενο από κανόνες, φιλελεύθερο περιβάλλον, μέσα στο οποίο οι επιχειρήσεις θα μπορούσαν να προχωρήσουν.
Αλλά αυτό ήταν εφικτό μόνο για όσο διάστημα οι ΗΠΑ διαχειρίζονταν το μακροοικονομικό περιβάλλον για λογαριασμό της Ευρώπης και φυσικά της Γερμανίας. Δυστυχώς, από την κρίση του 2008 και μετά, η Αμερική δεν μπορεί πια να διαδραματίσει αυτόν τον ρόλο κι έτσι η γερμανική εργατική τάξη, χρόνο με το χρόνο, μέρα με τη μέρα, βιώνει τη διάρρηξη του προστατευτικού της ιστού.
Επαφίεται πλέον στη Γερμανία και σε όλους εμάς τους υπόλοιπους Ευρωπαίους να χτίσουμε έναν λογικό μηχανισμό ανακύκλωσης των ελλειμμάτων και των πλεονασμάτων μας εντός της Ευρώπης. Εάν αποτύχουμε, θα αποτύχει η Ευρώπη, θα αποτύχει η Γερμανία και θα τεθεί σε κίνδυνο συνολικά ο πολιτισμός μας.
Κρίνοντας από τις προεκλογικές συζητήσεις, κανένα από τα κόμματα που μετέχουν στην κυβέρνηση δεν ενδιαφέρεται να μπει σε έναν τέτοιο ειλικρινή διάλογο. Ευτυχώς όμως υπάρχουν πολλά ευφυή στελέχη στα σημερινά κόμματα που αναγνωρίζουν τη σημασία αυτού του επαναπροσανατολισμού της γερμανικής πολιτικής. Τα μέλη του DiEM25 στη Γερμανία, του Κινήματος για τη Δημοκρατία στην Ευρώπη, εργάζονται πυρετωδώς για να συσπειρώσουν όλους αυτούς τους πολιτικούς παράγοντες σε ένα νέο πολιτικό κίνημα που θέτει στην ατζέντα του αυτό το κεντρικό ζήτημα. Αυτό χρειάζεται η Γερμανία. Αυτό χρειάζεται η Ευρώπη.