Ειδικότερα, όπως εξηγεί ο σεισμολόγος, λόγω του πολύ μικρού εστιακού βάθους του σεισμού στη Μιανμάρ, δημιουργήθηκε μια ειδική κατηγορία σεισμικών κυμάτων, τα επιφανειακά κύματα, τα οποία έχουν πολύ μεγάλες περιόδους και διαδίδονται στην επιφάνεια του εδάφους σε πολύ μεγάλες αποστάσεις.
Έτσι, ακόμα και μακρινοί σεισμοί μεγέθους 7,5 έως 8 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ μπορούν να επηρεάσουν στην Ελλάδα τα πολύ ψηλά κτήρια, μεγάλες γέφυρες, αγωγούς παροχής φυσικού αερίου, ανεμογεννήτριες και άλλες κατασκευές, σύμφωνα με τον κ. Τσελέντη.
Ο κίνδυνος για την Ελλάδα
Με ανάρτησή του στο Facebook, ο γνωστός σεισμολόγος εξηγεί πώς επηρεάστηκε η πρωτεύουσα της Ταϊλάνδης παρά το γεγονός ότι βρίσκεται σε απόσταση 1.400 χλμ. από το επίκεντρο της δόνησης και πώς αυτό μπορεί να συμβεί και σε περιοχές της Ελλάδας σε περίπτωση σεισμού στο ελληνικό τόξο (νότια της Κρήτης, στην περιοχή σύγκρουσης της Ευρασιατικής με την Αφρικανική πλάκα).
Όπως εξηγεί ο κ. Τσελέντης, τα σεισμικά κύματα που διαδίδονται σε μεγάλες αποστάσεις χάνουν τις υψηλές συχνότητές τους, με αποτέλεσμα να παραμένουν χαμηλόσυχνα και να έχουν μεγάλες περιόδους ταλάντωσης. Αυτό οδηγεί στον συντονισμό των ψηλών κτηρίων, όπως οι ουρανοξύστες, οι γέφυρες, αλλά και εγκαταστάσεις όπως αγωγοί φυσικού αερίου και ανεμογεννήτριες, που έχουν ανάλογες ιδιοπεριόδους.
Χαρακτηριστικό είναι το φαινόμενο των επιφανειακών κυμάτων που, εξαιτίας του μικρού εστιακού βάθους των σεισμών, μπορούν να διαδοθούν σε τεράστιες αποστάσεις, μεταφέροντας χαμηλόσυχνη αλλά διαρκή ταλάντωση. Στη Μιανμάρ, αυτή η ταλάντωση είχε καταστροφικά αποτελέσματα σε ψηλά κτήρια, παρά την απόσταση από το επίκεντρο, αναφέρει.
Οι σεισμοί της Αθήνας και των Κυθήρων
Ο Άκης Τσελέντης υπενθυμίζει ότι παρόμοια φαινόμενα έχουν καταγραφεί και στην Ελλάδα. Στον σεισμό των Κυθήρων το 2006, παρά την απόσταση άνω των 200 χλμ. από την Αθήνα, καταγράφηκαν ταλαντώσεις σε ψηλά κτήρια, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις έπεσαν αντικείμενα από ράφια.
Ακόμη, φέρνει παραδείγματα από τους δύο μεγάλους σεισμούς της Αττικής: το 1981, όπου επλήγησαν κυρίως οι τελευταίοι όροφοι των πολυώροφων κτηρίων, και το 1999, όπου επηρεάστηκαν περισσότερο μονοκατοικίες και τα πρώτα επίπεδα πολυκατοικιών, φανερώνοντας τη διαφορά στη φύση των δονήσεων.
Η ανάλυση του Τσελέντη καταλήγει με σαφή προειδοποίηση: σεισμοί μεγέθους 7,5 έως 8 Ρίχτερ στο ελληνικό τόξο είναι πιθανοί και ενδέχεται να επηρεάσουν υποδομές πολύ μακριά από το επίκεντρο, αν δεν ληφθούν υπόψη οι ιδιαίτερες απαιτήσεις σεισμικής θωράκισης μεγάλων κατασκευών.
Τέλος, στο ερώτημα εάν κινδυνεύει η χώρα μας από αντίστοιχους μακρινούς σεισμούς που μπορεί σε βάθος χρόνου να συμβούν στο ελληνικό τόξο, ο κ. Τσελέντης, ξεκαθαρίζει «δυστυχώς, ναι».
Αναλυτικά η ανάρτηση του Άκη Τσελέντη: