Οι ασφαλίσεις υγείας που παρέχονται από τις ασφαλιστικές εταιρείες είναι ένα σημαντικό βοήθημα για κάθε άτομο που θέλει να αποκτήσει ένα τέτοιο πρόγραμμα. Αυτές οι ασφάλειες στηρίζουν την υγεία του ασφαλισμένου στις δύσκολες στιγμές, διασφαλίζοντας πρόσβαση σε γιατρούς, θεραπείες, επεμβάσεις και ανοίγουν τις πόρτες στα ιδιωτικά νοσοκομεία, τόσο σε περιπτώσεις επείγουσας ανάγκης όσο και για μακροχρόνια νοσηλεία.
Ωστόσο, παρά την αυξανόμενη ζήτηση και χρήση των ασφαλιστικών προγραμμάτων υγείας, τα τελευταία χρόνια τίθεται όλο και πιο έντονα το θέμα του κόστους αυτών των προγραμμάτων. Οι τιμές τους αυξάνονται συνεχώς, καθιστώντας τα προγράμματα ακριβότερα και αποθαρρύνοντας πολλούς από την απόκτηση ή και τη διατήρηση των συμβολαίων που είχαν αγοράσει στο παρελθόν.
Ας εξετάσουμε αναλυτικά πώς διαμορφώνεται το κόστος των προγραμμάτων υγείας και ποιες είναι οι αιτίες της αύξησής του. Αρχικά, πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι ασφαλιστικές εταιρείες δεν παρέχουν δικές τους υπηρεσίες υγείας. Αντίθετα, ανταποκρίνονται στις ανάγκες των πελατών τους καλύπτοντας το κόστος των υπηρεσιών υγείας που αυτοί λαμβάνουν ως ασφαλισμένοι. Δηλαδή, η ιδιωτική ασφάλιση λειτουργεί ως διαχειριστής των ασφαλίστρων υγείας, συγκεντρώνοντας τα χρήματα και πληρώνοντας το κόστος περίθαλψης των ασφαλισμένων.
Τα συνολικά χρήματα που πληρώνουν οι ασφαλιστικές εταιρείες κάθε χρόνο στα ιδιωτικά νοσοκομεία λόγω των προγραμμάτων υγείας καθορίζουν το ύψος των ασφαλίστρων. Όταν αυξάνεται το κόστος των παροχών από τα ιδιωτικά νοσοκομεία, αυτό πιέζει προς αύξηση και του ετήσιου κόστους των ασφαλιστικών προγραμμάτων. Κάθε ασφαλιστική εταιρεία διαπραγματεύεται ανεξάρτητα τις τιμές χρέωσης του κάθε νοσοκομείου για τις παρεχόμενες υπηρεσίες υγείας και, με βάση το αποτέλεσμα αυτών των διαπραγματεύσεων, διαμορφώνει το κόστος των προγραμμάτων υγείας.
Η σημαντική αύξηση που σημειώνεται τα τελευταία χρόνια στον αριθμό των νοσηλειών καθώς και στη σοβαρότητα των περιστατικών, σε συνδυασμό με τον πληθωρισμό, αυξάνουν διαρκώς το κόστος της ιδιωτικής υγείας. Οι ασφαλιστικές εταιρείες πληρώνουν περισσότερα και, συνεπώς, οδηγούνται σε αυξήσεις των ετήσιων ασφαλίστρων.
Επιπλέον, τα ασφάλιστρα υγείας επιβαρύνονται με τον ΦΠΑ 24% στις υπηρεσίες υγείας, καθώς και με τον φόρο ασφαλίστρων 15%. Αυτοί οι δύο φόροι επιβαρύνουν το μεικτό ασφάλιστρο που τελικά πληρώνει ο κάθε ασφαλισμένος. Οι εκπρόσωποι της ιδιωτικής ασφάλισης επιδιώκουν την άρση ή τη μείωση αυτών των φόρων για να καταστήσουν τα προγράμματα πιο προσιτά.
Από την παραπάνω ανάλυση, γίνεται κατανοητό ότι όσο αυξάνονται οι υπηρεσίες υγείας και συνεχίζουν να υπάρχουν οι δύο φόροι, οι ανατιμήσεις των προγραμμάτων υγείας είναι αναπόφευκτες. Αυτό επηρεάζει τόσο τους πολίτες όσο και τους ασφαλιστές, που δυσκολεύονται στην πώληση των προγραμμάτων καθώς οι τιμές τους αυξάνονται. Το θέμα χρειάζεται επαναπροσδιορισμό και πρέπει να βρεθεί κάποια λύση ώστε μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού να μπορεί να αποκτήσει αυτό το χρήσιμο ασφαλιστικό προϊόν.