Η δοξασία της «κακής πεθεράς» υπήρξε για πολλές δεκαετίες ένα στερεότυπο που χαρακτήριζε την ελληνική κοινωνία, με τα εγκλήματα που σχετίζονται με αυτόν τον ρόλο να έχουν πάντα μεγάλη πέραση στην κοινή γνώμη. Μια τέτοια περίπτωση που συζητήθηκε για αρκετά χρόνια στη χώρα μας και διατηρεί ακόμα και σήμερα τη θέση της στο πάνθεον των σημαντικών εγκλημάτων αφορά την υπόθεση της Αλεξάνδρας Μέρδη και της δολοφονίας με παραθείο του γαμπρού της. Το έγκλημα έγινε στις 18 Οκτωβρίου του 1960, όμως η αρχή της ιστορίας πηγαίνει οκτώ μήνες νωρίτερα, όταν συναντιούνται και ερωτεύονται παράφορα η κόρη της Μέρδη, η Μαρία, και ο Χρήστος Πρεβέντζας. Έπειτα από μια σύντομη γνωριμία και μέσα στην ερωτική τους παραζάλη, αποφασίζουν δύο μήνες αργότερα να παντρευτούν και να ζήσουν μαζί στο σπίτι που είχε δώσει η οικογένεια της νύφης στο χωριό Άγιος Ανδρέας της Αιτωλοακαρνανίας.
***
Πρόκειται για ένα από τα εγκλήματα που παρουσιάζονται στο βιβλίο «100 εγκλήματα στην Ελλάδα» που έχει κυκλοφορήσει μαζί με το ΘΕΜΑ της Κυριακής
***
Ο πρώτος καιρός πέρασε μέσα σε μια κατάσταση ευφορίας, με το ζευγάρι να απολαμβάνει την καινούρια του ζωή. Όμως πολύ σύντομα έγινε ξεκάθαρο ότι η μητέρα της νύφης δεν ήταν ευχαριστημένη με αυτή την εξέλιξη. Από ένα σημείο και πέρα άρχισαν να υπάρχουν έντονοι καβγάδες με τον Πρεβέντζα με την κόρη να παίρνει το μέρος της μητέρας της. Ο Πρεβέντζας προσπαθούσε να αποφεύγει αυτές τις προστριβές, περνώντας πολλές ώρες στις δουλειές στα χωράφια, όμως η πεθερά είχε βάλει πλέον σκοπό να απαλλαγεί από αυτόν.
***
Στις αρχές Νοεμβρίου του 1960 στέλνει με την κόρη της φαγητό στον γαμπρό της στα χωράφια. Ο Πρεβέντζας όντας ξεθεωμένος από τη δουλειά, τρώει με μεγάλη όρεξη τη φασολάδα, από την οποία η γυναίκα του δεν δοκίμασε. Προτού περάσει λίγη ώρα όμως αρχίζει να αισθάνεται παράξενα, να σφαδάζει από τους πόνους και τελικά να χάνει τη ζωή του. Μητέρα και κόρη προκάλεσαν μεγάλη αναταραχή στο χωριό, παίζοντας θέατρο και μοιρολογώντας τον χαμένο σύζυγο και γαμπρό, λέγοντας ότι αδυνατούσαν να κατανοήσουν πώς χάθηκε ένας τόσο υγιής λεβέντης. Οι περισσότεροι το απέδιδαν σε καρδιακή προσβολή και μάλλον έτσι θα έκλεινε η υπόθεση αν δεν υπήρχε ένας γιατρός που ήρθε από το Μεσολόγγι, ο οποίος είχε την προνοητικότητα να πάρει υλικό από τα σπλάχνα του αποθανόντος και να το στείλει στα εργαστήρια στην Αθήνα.
***
Οι μέρες περνούσαν και όλοι είχαν αρχίσει να πιστεύουν ότι ο άτυχος γαμπρός έχασε τη ζωή του από παθολογικά αίτια ή ότι πιθανόν να είχε φάει κάποιο δηλητηριώδες χόρτο. Οι δύο γυναίκες, έχοντας πιστέψει ότι είχαν διαπράξει το τέλειο έγκλημα, συνέχιζαν να ολοφύρονται για την απώλειά του όπου και αν βρίσκονταν. Όμως προτού κλείσει η χρονιά, ήρθαν τα αποτελέσματα από τα τοξικολογικά εργαστήρια του Πανεπιστημίου στην Αθήνα, τα οποία δεν άφηναν καμία αμφιβολία ότι επρόκειτο για δηλητηρίαση με παραθείο. Κι έτσι η Αστυνομία στράφηκε προς την οικογένεια, την πεθερά, την κόρη και τον πεθερό, τους οποίους ξεκίνησε να ανακρίνει. Στην αρχή χωρίς κάποιο αποτέλεσμα, όμως μετά από πίεση, η πεθερά «έσπασε» και ομολόγησε όσα είχε κάνει.
***
Άλλωστε υπήρχε κάτι ακόμα που την ενοχοποιούσε, καθώς στο σπίτι της είχε βρεθεί ποσότητα παραθείου, το οποίο όμως είχε πει ότι το είχε αγοράσει για τα χωράφια. Στην κατάθεσή της αποκαλύφθηκε και κάτι ακόμα: ότι με τον γαμπρό της είχε και κάποιες οικονομικές διαφορές, καθώς αμέσως μετά τον γάμο τον πίεζε να επιστρέψει το σπίτι που του είχαν δώσει ως προίκα και στον οποίο έμενε με την κόρη της. Στην κατάθεσή της επίσης προσπάθησε να βγάλει καθαρή την κόρη της, όμως οι αστυνομικοί δεν πείστηκαν και τις οδήγησαν και τις δύο στη φυλακή μέχρι να γίνει η δίκη.
***
Μια δίκη η οποία είχε πάρει πλέον διαστάσεις λόγω της «μέγαιρας πενθεράς», όπως την ανέφεραν οι εφημερίδες της εποχής, οι οποίες πληροφορούσαν το κοινό με λεπτομέρειες για τη δράση της 62χρονης Αλεξάνδρας Μέρδη και της 28χρονης κόρης της Μαρίας. Η δίκη ξεκίνησε στις 15 Μαΐου του 1961 στο Κακουργιοδικείο της Αμαλιάδας, που μετά την εξέταση πολλών μαρτύρων και κατοίκων του χωριού, αποφάσισε την καταδίκη εις θάνατον της πεθεράς για φόνο ιδιαζόντως απεχθή και την αθώωση της κόρης της. Όμως υπήρξε αίτηση αναίρεσης αυτής της απόφασης σε ότι αφορούσε την αθώωση της Μαρίας, κι έτσι έγινε και δεύτερη δίκη, στις 19 Μαρτίου του 1962, όπου η κόρη, η οποία δήλωνε ότι δεν είχε δοκιμάσει τη φασολάδα επειδή δεν πεινούσε, καταδικάστηκε σε κάθειρξη 15 ετών. Στις 4 Σεπτεμβρίου του 1962 γράφτηκε η τελευταία πράξη αυτού του δράματος με την εκτέλεση της Αλεξάνδρας Μέρδη στην περιοχή του Υμηττού. Ήταν η τρίτη από τις συνολικά τέσσερις Ελληνίδες που οδηγήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα μέχρι την οριστική κατάργηση της θανατικής ποινής.