Εξοργισμένοι είναι οι αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας μετά τον θάνατο του 31χρονου Αγαθάγγελου, του ειδικού φρουρού που έχασε την ζωή του μετά από κατάρρευση κτιρίου στο Πασαλιμάνι κατά τη διάρκεια οικοδομικών εργασιών.
Σε ανακοίνωσή της, η Πανελλήνια Ομοσπονδία Αξιωματικών Αστυνομίας (ΠΟΑΞΙΑ) τονίζει τις χαμηλότατες αποδοχές των αστυνομικών υπαλλήλων ενώ παράλληλα «εκτοξεύει» τα βέλη της κατά της πολιτείας και του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτης που δείχνουν απάθεια και αδιαφορία σχετικά με τα τεράστια προβλήματα του κλάδου, το κυριότερο από τα οποία είναι το ύψος του μισθού.
Ολόκληρη η ανακοίνωση της Ομοσπονδίας:
«Με αφορμή τον τραγικό θάνατο του νεαρού συναδέλφου μας Ειδικού Φρουρού που συμμετείχε σε οικοδομικές εργασίες κατεδάφισης παλαιού κτιρίου στον Πειραιά, εκφράζουμε τα ειλικρινή μας συλλυπητήρια στους συγγενείς και τους οικείους και ευχόμαστε η ψυχή του να βρει ανάπαυση και γαλήνη.
Ο θάνατος του Αγαθάγγελου είναι, όμως, τα αποκαλυπτήρια, και στο ευρύ κοινό πλέον, ενός φαινομένου που είναι γνωστό στους παροικούντες την μικρά πόλη Ιερουσαλήμ είτε αυτοί λέγονται αστυνομικοί είτε φυσική και πολιτική ηγεσία είτε πολιτικό σύστημα. Είναι οι αποδοχές των αστυνομικών και ιδίως αυτών που έχουν λίγα έτη υπηρεσίας και εργάζονται με μισθούς, οι οποίοι είναι κατά τι μεγαλύτεροι από τον κατώτατο μισθό που εξήγγειλε και νομοθέτησε εσχάτως η κυβέρνηση.
Είναι οι γλίσχρες αυτές αποδοχές που οδηγούν ένα μεγάλο μέρος από το αστυνομικό προσωπικό στην αναζήτηση δεύτερης ή και τρίτης εργασίας, κυρίως στο επίπεδο αυτών των επαγγελμάτων τα οποία χαρακτηρίζονται ως “χαμηλής εξειδίκευσης”, για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους και να ανταπεξέλθουν στα υψηλά κόστη διαβίωσης στα μεγάλα αστικά κέντρα και ιδιαίτερα στην Αττική.
Το κακό όμως δεν είναι το επίπεδο των αποδοχών αλλά είναι περισσότερο η απάθεια της Πολιτείας και της πολιτικής ηγεσίας σχετικά με το ύψος τους. Άλλοτε με λογική Μαρίας Αντουανέτας (“παίρνει λίγο παραπάνω απ΄ όσα ο δημόσιος υπάλληλος, 1.000, 1.200 ευρώ, ανάλογα με το χρόνο”) και άλλοτε με λογική διανομής γυαλιστερών καθρεφτών στους ιθαγενείς (οράτε αποσπάσεις με έξοδα δημοσίου) το πρόβλημα είτε “αποπροσωποιείται” είτε “δωροδοκείται” και προδήλως μπαίνει κάτω από το χαλί. Και κάποιοι θεωρούν ότι έτσι ξεχνιέται το πρόβλημα αλλά ταυτόχρονα βλέπουν μόνο τις παθογένειες της Αστυνομίας.
Χαίρονται να μισούν την Αστυνομία, ενώ, συγχρόνως, θέλουν να είναι αποτελεσματική. Τα λάθη της ΕΛ.ΑΣ. υποδεικνύονται συχνά με χαιρεκακία από τα ΜΜΕ, τείνουν να ερμηνεύονται απαξιωτικά για το Σώμα, και πολιτικοποιούνται με λάθος τρόπο – η κυβέρνηση να μειώσει το πολιτικό κόστος, η αντιπολίτευση να το μεγιστοποιήσει. Η πολιτική ηγεσία κάνει επικοινωνιακή διαχείριση της εικόνας και δεν αγγίζει τα θέματα που έχουν οικονομική επέκταση, η φυσική ηγεσία παρακολουθεί σιωπηρή αφού δεν είναι ανεξάρτητη όπως έπρεπε να είναι και να λογοδοτεί για τις πράξεις που έπρεπε να κάνει όντας ανεξάρτητη και το προσωπικό στενάζει υπεραπασχολούμενο, υποχρηματοδοτούμενο και κυρίως κακοπληρωμένο. Οι δε αποφάσεις των ανωτάτων δικαστηρίων παραμένουν ανεφάρμοστες και ξεχασμένες.
Το panic button του προσωπικού ηχεί κάθε μέρα αλλά μάλλον δεν ακούγεται από κανέναν. Αλλά, τι να πεις πλέον; Όπου φτωχός και η μοίρα του».