Η τεχνολογία έχει μπει στη ζωή μας με στόχο να την κάνει καλύτερη και όπως ήταν αναμενόμενο αλλάζει και τα δεδομένα στην αγορά εργασίας.
Σταδιακή αύξηση σημειώνεται στη ζήτηση για επαγγελματίες που χειρίζονται ρομπότ κοινωνικής αρωγής, όπως εκείνα που χρησιμοποιούνται σε εκπαιδευτικές διαδικασίες ή υποστηρίζουν άτομα της τρίτης ηλικίας, παιδιά στο φάσμα του αυτισμού και ανθρώπους σε κέντρα ή μονάδες αποκατάστασης.
Ο πρόεδρος του Τμήματος Εκπαιδευτικής και Κοινωνικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας Νικόλαος Φαχαντίδης, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, κάνει λόγο για «νέες δυνατότητες σε επαγγελματίες όπως οι ψυχολόγοι, οι παιδαγωγοί γενικής εκπαίδευσης, οι ειδικοί παιδαγωγοί, οι εργοθεραπευτές, οι λογοθεραπευτές, οι παιδίατροι, οι ψυχίατροι, οι κοινωνικοί λειτουργοί αλλά και όσοι απασχολούνται στον κλάδο της γηριατρικής και σε κέντρα αποκατάστασης».
Σύμφωνα με τον ίδιο, τα ρομπότ αυτά αξιοποιούνται ώστε οι άνθρωποι να ξεπεράσουν τα εμπόδια που αντιμετωπίζουν ενώ ο σκοπός της χρήσης τους δεν είναι η αντικατάσταση του επαγγελματία. «Τα ρομπότ διευρύνουν τις δυνατότητες στον επαγγελματία να πετύχει καλύτερα αποτελέσματα ή να πετύχει πράγματα που πριν δεν μπορούσε καθώς τώρα είναι εφικτό να αξιοποιήσουν και εξ αποστάσεως τις νέες τεχνολογίες» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Τα οφέλη από την επέκταση της χρήσης των ρομπότ κοινωνικής αρωγής είναι διττά για τους εργαζόμενους και αφορούν αφενός μεν την εύρεση εργασίας, αφετέρου δε την επίτευξη καλύτερων αποτελεσμάτων στην εργασία τους. «Σχετικά με την εύρεση εργασίας, είναι επιθυμητό για τον μελλοντικό επαγγελματία να έχει τις σχετικές δεξιότητες και γνώσεις. Αυτός που γνωρίζει να χειρίζεται αυτά τα εργαλεία έχει μια μοναδικότητα. Στα χρόνια που περνάμε τώρα, αυτός ο άνθρωπος γίνεται περιζήτητος. Άλλωστε, δεν θα χάσουμε τι δουλειές μας από τις τεχνολογίες αλλά από τους ανθρώπους που ξέρουν να χρησιμοποιούν τις τεχνολογίες» σημειώνει.
Όσο για τα θετικά στοιχεία που προκύπτουν από τη χρήση των ρομπότ κοινωνικής αρωγής για ωφελούμενους αλλά και για επαγγελματίες, ο κ. Φαχαντίδης συμπεριλαμβάνει σε αυτά την παροχή ασφάλειας σε ένα θεραπευτικό περιβάλλον, τη βελτίωση της αλληλεπίδρασης με τους ανθρώπους, τη δημιουργία γνωστικών και συναισθηματικών ερεθισμάτων ώστε να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον θετικής διάθεσης, τη μείωση του στρες και την ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων. Σε κάθε περίπτωση, διευκρινίζει ότι ο ίδιος ο επαγγελματίας καθορίζει το πλαίσιο μιας δραστηριότητας στην οποία εμπλέκεται ένα ρομπότ και τη σχεδιάζει με τέτοιο τρόπο ώστε να πετύχει τους εκάστοτε επιθυμητούς στόχους.
Για παράδειγμα, η Μαργαρίτα, το κοινωνικό ρομπότ που σχεδιάστηκε και αναπτύχθηκε από το «Εργαστήριο Lires» του Τμήματος Εκπαιδευτικής και Κοινωνικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, μπορεί να βοηθήσει παιδιά στο φάσμα του αυτισμού να αναπτύξουν τη βλεμματική τους επαφή και να μειώσουν το άγχος τους την ώρα που αποχωρίζονται τους γονείς τους για να βρεθούν στον ίδιο χώρο με τον επαγγελματία. Μπορεί επίσης ο επαγγελματίας να χρησιμοποιήσει τη Μαργαρίτα, ως ενδιάμεσο στη σχέση του με ένα παιδί, ώστε να διαπραγματευτεί τη δραστηριότητα που θα ακολουθήσει.
Στην περίπτωση της αλληλεπίδρασης με άτομα κάθε ηλικίας που βρίσκονται σε διαδικασία αποκατάστασης, μετά από κάποιον τραυματισμό ή από κάποιο εγκεφαλικό επεισόδιο, η παρουσία ενός ρομπότ κοινωνικής αρωγής δημιουργεί μια συνθήκη παιχνιδιού, που βοηθά τους ανθρώπους να μην νιώθουν αβοήθητοι ενώ τους δίνει το πλεονέκτημα να εκπαιδεύσουν το ρομπότ να εκτελεί κάποιες ασκήσεις που τελικά βοηθούν τους ίδιους. «Σύμφωνα με την έρευνα που έχει γίνει, οι άνθρωποι είμαστε περισσότερο ανεκτικοί απέναντι στα κοινωνικά ρομπότ από ό,τι σε άλλους ανθρώπους ώστε να δεχτούμε παρατήρηση, χωρίς ένσταση και νιώθουμε ασφάλεια. Νιώθουμε ότι το ρομπότ δεν μας κρίνει, εφόσον η παρέμβαση είναι σχεδιασμένη κατάλληλα» σημειώνει.
Ο πρόεδρος του Τμήματος Εκπαιδευτικής και Κοινωνικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας υπογραμμίζει ότι στόχος της χρήσης των ρομπότ δεν είναι να υποκαταστήσουν τους ανθρώπους, ωστόσο τονίζει ότι υπάρχουν καταστάσεις στις οποίες βοηθούν σε μεγάλο βαθμό. «Υπάρχουν ηλικιωμένοι που βρίσκονται μόνοι στο σπίτι τους, σε ένα πλαίσιο μοναξιάς και ελάχιστης επικοινωνίας.
Αφού πρώτα διερευνηθούν όλες οι δυνατότητες προσωπικών επαφών των ανθρώπων αυτών με παιδιά, εγγόνια, γνωστούς ή οικεία πρόσωπα, στη συνέχεια μπορεί να εξεταστεί η δυνατότητα απόκτησης ενός κατοικιδίου και ως τελευταίο βήμα η χρήση ρομπότ, με την καθοδήγηση πάντα του επαγγελματία και όχι με τη μορφή απλώς ενός gadget, με σκοπό την πρόληψη της μελαγχολίας. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, τα κοινωνικά ρομπότ αλληλεπιδρούν με τους ηλικιωμένους και τους προσφέρουν γνωστικά και συναισθηματικά ερεθίσματα, δημιουργώντας θετική διάθεση και ενισχύοντας ανθρώπους που ζουν μόνοι» αναφέρει.