Κατά τη διάρκεια του 2022, δηλαδή του τελευταίου έτους για το οποίο η ΕΛΣΤΑΤ έχει σχηματίσει ολοκληρωμένη στατιστική εικόνα, επιβεβαιώθηκε η τάση μείωσης του ελληνικού πληθυσμού. Οι γεννήσεις ήταν μειωμένες κατά 10,31% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Σε απόλυτους αριθμούς, το 2022 γεννήθηκαν 76.541 παιδιά -και, προοπτικά, νέοι Έλληνες πολίτες- ήτοι 8.805 λιγότερα από τα 85.346 παιδιά που καταγράφηκαν στα ληξιαρχεία ανά την επικράτεια το 2021.
Μάλιστα, το σύνολο των γεννήσεων του 2022 κατέρριψε κάθε προηγούμενο αρνητικό ρεκόρ για τη χώρα μας από το 1955, καθώς για πρώτη φορά από τότε που τηρούνται επίσημα και έγκυρα στατιστικά στοιχεία, καταγράφηκαν λιγότερες από 80.000 γεννήσεις ετησίως στην Ελλάδα.
Το πιο δυσοίωνο στοιχείο είναι όμως ότι τα τελευταία 67 χρόνια οι γεννήσεις στην Ελλάδα βαίνουν σταδιακά μειούμενες. Η δε καθοδική τάση γίνεται πιο έντονη τα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα μετά από το 2008, μια χρονική περίοδο που χαρακτηρίστηκε από την οικονομική κρίση, τόσο παγκοσμίως όσο -και ίσως πολύ πιο επώδυνα για την πλειονότητα των πολιτών- στην Ελλάδα. Έτσι, ενώ τη δεκαετία των '00s εκδηλώθηκε μια αναλαμπή αύξησης των γεννήσεων, από το 2008 και εξής ο πληθυσμιακός κατήφορος κυριαρχεί. Και προβληματίζει, βεβαίως, θέτοντας επιτακτικά ακόμη και ζήτημα ύπαρξης της Ελλάδας στο βάθος του χρόνου.
Την ως άνω, εξαιρετικά ανησυχητική εικόνα, με τη σαφή πληθυσμιακή συρρίκνωση της χώρας, αποτυπώνει εναργώς σε μια διεξοδική επιστημονική μελέτη με τίτλο «Υπογεννητικότητα και Θνησιμότητα στην Ελλάδα», την οποίαν εκπόνησαν ο καθηγητής Κωνσταντίνος Ζοπουνίδης (Ακαδημαϊκός, Βασιλική Ακαδημία Οικονομικών & Χρηματοοικονομικών, Βασιλική Ευρωπαϊκή Ακαδημία των Διδακτόρων Ισπανίας, Επίτιμος Δρ. ΑΠΘ, Πολυτεχνείο Κρήτης & Audencia Business School στη Γαλλία), ο Δρ. Δημήτρης Μπατάκης (Πολυτεχνείο Κρήτης, Εργαστήριο Financial Engineering, Μ.Sc. LSE International Health Policy, M.Sc. Health Economics and Management) και ο Μανώλης Καρακώστας (M.Sc. Διοίκησης Επιχειρήσεων Επαγγελματίας Υγείας – Ερευνητής).
Η συγκριτική παρατήρηση και η αντιπαραβολή του ρυθμού γεννήσεων με τον αντίστοιχο των θανάτων, εικονογραφεί με ακόμη μεγαλύτερη ακρίβεια το μέγεθος του προβλήματος. Διότι, βάσει των στατιστικών στοιχείων, καθίσταται σαφές ότι από το 2010 το ισοζύγιο γεννήσεων/θανάτων είναι μονίμως αρνητικό, έχοντας σταθερά αυξητικές τάσεις.
Όπως σημειώνουν χαρακτηριστικά οι ερευνητές «ανά μέσο όρο πενταετίας από το 1955, ο αριθμός των θανάτων συνεχώς αυξάνεται. Μάλιστα, την τριετία 2020-2022 η αύξηση είναι αισθητά μεγαλύτερη από την αντίστοιχη των προηγούμενων χρονικών περιόδων. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως αυτό οφείλεται στην πανδημία του κορονοϊού, για τα έτη 2021 και 2022, όμως η εκτίναξη των θανάτων στους 131.084 το 2020 από τους 124.954 που ήταν το 2019, μαρτυρά πως το πρόβλημα είναι βαθύτερο».
Σύμφωνα με το protothema.gr, άμεση συνέπεια της υστέρησης των γεννήσεων έναντι των θανάτων, είναι ότι η Ελλάδα γερνά. Μέσα σε 50 χρόνια οι Έλληνες ηλικίας έως 14 ετών μειώθηκαν κατά 11,3%: Το 1971 ήταν 25,4% επί του συνόλου του πληθυσμού, ενώ το 2021 μετρήθηκαν μόλις στο 14,1%. Ταυτόχρονα, αντιστρόφως ανάλογη είναι η πορεία των ηλικιωμένων. Η πληθυσμιακή ομάδα των ατόμων άνω των 65 ετών αυξήθηκε σχεδόν όσο μειώθηκαν οι νέοι, με 11,7%.
Ως προς τη σύγκριση με ό,τι ισχύει παγκοσμίως, η μελέτη διαπιστώνει ότι, ως προς την γήρανση του πληθυσμού, η Ελλάδα βρίσκεται στην 6η θέση παγκοσμίως, με το 22,8% των κατοίκων της να είναι ηλικίας άνω των 65 ετών. Έως το 2050, αυτή η πληθυσμιακή ομάδα θα περιλαμβάνει το 34,5% των κατοίκων, φέρνοντας την χώρα μας στην 7η θέση του σχετικού καταλόγου.
Εξυπακούεται ότι όταν αυξάνονται οι ηλικιωμένοι και μειώνονται οι νεότεροι, πολλαπλασιάζονται οι θάνατοι. Και η περιδίνηση προς την εξαφάνιση, καθώς επιταχύνει συν τω χρόνω, από ένα ορισμένο χρονικό σημείο και μετά, καθίσταται μη αναστρέψιμη. Παράλληλα, θα πρέπει να λάβει κανείς υπόψιν του ότι πχ στην Αφρική παρατηρείται τα τελευταία χρόνια αντίστροφη τάση, με τον εκεί πληθυσμό να αυξάνεται, τον ηλικιακό μέσον όρο να πέφτει κ.ο.κ.
Εύλογα, λοιπόν, διατυπώνεται η υπόθεση ότι η Ελλάδα θα είναι όλο και πιο ευάλωτη στο μέλλον, όλο και πιο ανίσχυρη να αντισταθεί σε κύματα μετανάστευσης από τον διεθνή περίγυρο. Η προοπτική «κατάκτησης» της Ελλάδας από φύλα διαφορετικής εθνοτικής, θρησκευτικής, πολιτισμικής κ.λπ. προέλευσης, δεν είναι μια εθνικιστικού και αντιδραστικού τύπου κινδυνολογία. Δεν προκύπτει από ιδεολογικές, ρατσιστικές επί της ουσίας, φοβίες ή προκαταλήψεις. Είναι απλώς μια πραγματικότητα που αποτυπώνεται στα ψυχρά στατιστικά στοιχεία και επιβεβαιώνεται από μελέτες όπως η συγκεκριμένη.