Από το βαν, όπως κατέθεσε η ίδια, κατέβηκε ένας άντρας ο οποίος την άρπαξε από το χέρι και της είπε «ελα μπες μέσα να σε πάρω σπίτι». Εκείνη τη στιγμή, μια ηλικιωμένη γυναίκα βλέπει το σκηνικό και βάζει τις φωνές με αποτέλεσμα ο δράστης να αφήσει την κοπέλα, και να επιστρέψει στο βαν το οποίο ανέπτυξε ταχύτητα και έφυγε.
Στη συνέχεια η κοπέλα εξήγησε στην οικογένεια της το περιστατικό και αφού πήγαν αρχικά στο Αστυνομικό Τμήμα του χωριού, στη συνέχεια κατευθύνθηκαν στο Αστυνομικό Τμήμα Λάρισας για την αναγνώριση του δράστη. Εκεί, οι αστυνομικοί της έδειξαν φωτογραφίες με την κοπέλα να εντοπίζει τον δράστη και στη συνέχεια να επιστρέφει στο ΑΤ του χωριού όπου οι αστυνομικοί είχαν ήδη καλέσει τον άντρα για να τον εμφανίσουν μπροστά της. Εκεί η κοπέλα αναγνώρισε για δεύτερη φορά τον κατηγορούμενο ο οποίος στη συνέχεια πρωτόδικα καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης τριών ετών με αναστολή.
Στην ερώτηση της προέδρου αν είναι σίγουρη ότι ο κατηγορούμενος είναι ο άντρας που επιχείρησε να την απαγάγει εκείνο το απόγευμα, η κοπέλα ήταν κατηγορηματική και τόνισε πως «δεν υπάρχει καμία αμφιβολία».
Στην απολογία του ο κατηγορούμενος υποστήριξε ότι εκείνο το απόγευμα ήταν σπίτι του και πως ουσιαστικά η κοπέλα «καθοδηγήθηκε» απο τους αστυνομικούς στην αναγνώριση του. Ο κατηγορούμενος τόνισε οτι επειδή ήταν κατηγορούμενος τότε για μια υπόθεση ναρκωτικών, έδινε υποχρεωτικά το παρών στο ΑΤ του χωριού. Εκεί, ήρθε σε προστριβή με έναν αστυνομικό και αυτός ήταν ο λόγος σύμφωνα με τον ίδιο που βρέθηκε κατηγορούμενος για απόπειρα αρπαγής ανηλίκου. Επεσήμανε επίσης πως η περιγραφή τότε του δράστη από την κοπέλα στους αστυνομικούς δεν ταίριαζε με τα δικά του χαρακτηριστικά.
Ο εισαγγελέας της έδρας ρώτησε στη συνέχεια τον κατηγορούμενο αν έχει να προσφέρει στο δικαστήριο κάποιο αποδεικτικό στοιχείο σχετικά με την παρουσία του εκείνο το απόγευμα. Ο κατηγορούμενος απάντησε αρνητικά, με τον εισαγγελέα να επισημαίνει στην αγόρευση του ότι αυτή η αδυναμία της απόδειξης σε σε συνδυασμό με την «ακλόνητη» κατάθεση της κοπέλας ότι αυτός είναι ο δράστης, είναι δύο στοιχεία που οδηγούν στην ενοχή του κατηγορουμένου.
Το δικαστήριο τελικά έκρινε με τη σειρά του ένοχο τον κατηγορούμενο επιβάλλοντας του ποινή φυλάκισης δύο ετών με τριετή αναστολή και την αναγνώριση του ελαφρυντικού της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη.