Σε ποινή φυλάκισης 16 ετών καταδικάστηκε από το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης ο 40χρονος, σήμερα, Ρομά που πυροβόλησε με καραμπίνα στο κεφάλι και τραυμάτισε θανάσιμα τον 43χρονο γείτονά του, επειδή του έκανε παρατήρηση για την ένταση της μουσικής.
Η υπόθεση ανθρωποκτονίας που τελέστηκε για ασήμαντη αφορμή το βράδυ της 27ης Σεπτεμβρίου του 2018, στον οικισμό Ρομά που βρίσκεται στα υψώματα των Διαβατών, στη Θεσσαλονίκη, αναβίωσε στη δικαστική αίθουσα του τρίτου ορόφου, με τη σύζυγο και την κόρη του θύματος, η οποία τότε ήταν 16 ετών, να περιγράφουν στις καταθέσεις τους πώς έζησαν το αιματηρό επεισόδιο, τη στιγμή που ο άντρας έπεσε αναίσθητος μέσα στο σπίτι του, δημιουργώντας μια «λίμνη» αίματος μετά τον πυροβολισμό που δέχθηκε και τις απέλπιδες προσπάθειες να τον βοηθήσουν.
Ο κατηγορούμενος, ο οποίος επιστρέφει στη φυλακή μετά και τη δεύτερη καταδικαστική απόφαση, κρίθηκε ένοχος για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, τετελεσμένη και σε απόπειρα, παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία. Πρωτόδικα του είχε επιβληθεί συνολική ποινή φυλάκισης 25 ετών, για όλες τις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται και έκτοτε βρίσκεται στην φυλακή.
Ο ίδιος επιχείρησε να πείσει το δικαστήριο πως πυροβόλησε με τη καραμπίνα καθώς βρίσκονταν σε αυτοάμυνα και τραυματίστηκε πρώτος από το πιστόλι του θύματος, ενώ προέβαλε τον ισχυρισμό ότι ουδέποτε σημάδεψε και είχε σκοπό να τραυματίσει το θύμα, αλλά ήθελε μόνο να τον εκφοβίσει για να καταφέρει διαφύγει. Μάλιστα, στην απολογία του, ισχυρίστηκε ότι είχε καταναλώσει μεγάλη ποσότητα αλκοόλ εκείνο το βράδυ, ωστόσο ήταν σε θέση να αντιληφθεί τις πράξεις του και υποστήριξε ότι πήγε με την καραμπίνα στο σπίτι του 43χρονου για να τον εκφοβήσει και όχι για να τον σκοτώσει. Επίσης, αρνήθηκε ότι πυροβόλησε και κατά της συζύγου του θύματος, πράξη η οποία του αποδόθηκε και κρίθηκε, επίσης, ένοχος.
Το χρονικό
Το χέρι του δράστη φέρεται να «όπλισε» μία παρατήρηση που δέχθηκε από το θύμα, λίγες ημέρες νωρίτερα, για την ένταση της μουσικής που έπαιζε καθημερινά και σχεδόν όλες τις ώρες από τα ηχεία του σπιτιού του και ακούγονταν δυνατά έως και το σπίτι του 43χρονου που έμενε με την οικογένειά του σε απόσταση μικρότερη των 100 μέτρων. Μάλιστα, τρία εικοσιτετράωρα πριν το φονικό, θύμα και δράστης είχαν έναν έντονο διαπληκτισμό για αυτόν τον λόγο, ωστόσο με την παρέμβαση των ψυχραιμοτερων το θέμα έμοιαζε να έχει τελειώσει και κάνεις δεν περίμενε την κατάληξη που θα είχε.
Σύμφωνα με όσα έγιναν γνωστά κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, η οποία ξεκίνησε την Παρασκευή με τις καταθέσεις μαρτύρων και την απολογία του δράστη και αναμένεται να συνεχιστεί ξανά την Δευτέρα, όλα συνέβησαν όταν ο κατηγορούμενος κρατώντας την κυνηγητική καραμπίνα στα χέρια, πήγε στις 11 το βράδυ στο σπίτι του θύματος. Αφού χτύπησε την πόρτα και ζήτησε από τη σύζυγο του 43χρονου να του ανοίξει, όταν εκείνη αρνήθηκε, φέρεται να έσπασε με τον κοντάκι του όπλου το παράθυρο του σπιτιού και να πυροβόλησε αρχικά κατά της συζύγου του θύματος.
Η γυναίκα, όπως είπε στη κατάθεσή της, κατάφερε να καλυφθεί πίσω από τον καναπέ του σαλονιού, με αποτέλεσμα τα σκάγια να φτάσουν στη κουζίνα και να μη τραυματιστεί. Εκείνη τη στιγμή, βγήκε μέσα από το υπνοδωμάτιο ο σύζυγός της, ο οποίος, σύμφωνα με την ίδια κοιμόταν και με ένα πιστόλι έριξε μία φορά προς τον κατηγορούμενο από το σπασμένο παράθυρο και τον τραυμάτισε στην κοιλιακή χώρα. Δευτερόλεπτα αργότερα, ο 40χρονος τον πυροβόλησε με την κυνηγητική καραμπίνα στο κεφάλι, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί θανάσιμα.
Τον σκότωσε επειδή του έκανε παρατήρηση για τη μουσική
Όπως κατέθεσε η σύζυγος του θύματος, η οποία ήταν αυτόπτης μάρτυρας του περιστατικού, ο λόγος που ο κατηγορούμενος σκότωσε τον σύζυγό της ήταν γιατί λίγες ημέρες νωρίτερα του έκανε παρατήρηση για τη μουσική που έβαζε στη διαπασών από το σπίτι του και ενοχλούσε όλη τη γειτονιά του οικισμού. Μάλιστα, το θύμα του είχε κάνει επαναλλελημένες παρατηρήσεις, ενώ την τελευταία φορά τον χτύπησε με σφαλιάρα στο πρόσωπο, μετά από λεκτικό διαπληκτισμό.
Περιγράφοντας όσα έγιναν το μοιραίο βράδυ, η μάρτυρας ανέφερε πως «ο κατηγορούμενος ήρθε στο σπίτι μας για να σκοτώσει. Πέρασαν τρεις ημέρες από τον καβγά για τη μουσική, μάζεψε πόσα άτομα και ήρθε στις 11 το βράδυ στο σπίτι μας. Χτύπησε την πόρτα και εγώ ρώτησα "ποιος είναι". Μου λέει "άνοιξε ο γαμπρός είμαι", όμως κατάλαβα από τη φωνή του ότι ήταν αυτός. Ο σύζυγος κοιμόταν και του είπα να φύγει και να έρθει το πρωί για να μιλήσουν», κατέθεσε.
Ο κατηγορούμενος, ωστόσο, δεν έφυγε αλλά περπάτησε λίγα βήματα, έσπασε το παράθυρο και πυροβόλησε στο εσωτερικό του σπιτιού όπου βρίσκονταν η γυναίκα. «Πυροβόλησε σε εμένα, με σημαδεύε από τα δύο μέτρα. Έσκυψα κάτω και τα σκάγια έφυγαν στη κουζίνα, έσπασαν τα πάντα. Ήμουν σκυμμένη στον καναπέ, βγήκε ο άντρας μου, νόμιζε ότι χτύπησε εμένα με το όπλο. Δεν ήξερα ότι κρατούσε και αυτός όπλο όταν βγήκε, ήμουν σκυμμένη κάτω. Έβγαλε το κεφάλι του έξω από το σπασμένο παράθυρο για να δει αν έφυγαν και τον φάγανε», σημείωσε η γυναίκα.
Η ίδια ανέφερε στο δικαστήριο πως μετά το περιστατικό για τη μουσική, ο κατηγορούμενος απείλησε ότι θα σκοτώσει το θύμα και την οικογένειά του, ωστόσο παρενέβη η γειτονιά και είχε δώσει τον λόγο του πως δεν θα υπάρξει συνέχεια στο συμβάν. «Έναν λόγο που ποτέ δεν κράτησε», όπως είπε στο δικαστήριο.
«Ο άντρας μου έβγαλε ολόκληρο το κεφάλι από το παράθυρο του σπιτιού, έριξε και αυτός με το όπλο και μετά τον σκότωσε. Τον πυροβόλησε μια φορά και τα σκάγια τον βρήκαν στο κεφάλι, έπεσε πίσω γεμάτος αίματα. Με τον γαμπρό μου και τα παιδιά τον πήγαμε στο κέντρο Υγείας και μετά στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ. Τρεις ημέρες μετά κατέληξε», πρόσθεσε.
Στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ μεταφέρθηκε και ο κατηγορούμενος ο οποίος έφερε τραύμα από σφαίρα στην κοιλιακή χώρα, ενώ κατά την έρευνα της αστυνομίας στον τόπο που εξελίχθηκε το αιματηρό περιστατικό, εντοπίστηκαν κάλυκες και σκάγια από τα δύο όπλα.
«Είδα τον μπαμπά μου σε λίμνη αίματος και την μητέρα μου από πάνω του»
Η κόρη του θύματος που τότε ήταν 16 ετών, βρίσκονταν στο υπνοδωμάτιο όταν εξελίχθηκε το περιστατικό και αντίκρισε τον πατέρα της μέσα σε λίμνη αίματος, μετά τη βολή που δέχθηκε στο κεφάλι.
Περιγράφοντας στο δικαστήριο τι συνέβη εκείνο το βράδυ, ανέφερε αρχικά ότι εκείνη και τα δύο αδέλφια της βρίσκονταν στο σπίτι και λίγα λεπτά πριν από την τραγωδία η μητέρα της τους είχε βάλει για ύπνο.
«Μας έβαλε για ύπνο η μαμά, θα έσβηνε τα φώτα και θα πήγαινε στο υπνοδωμάτιο. Η πόρτα του δωματίου μου ήταν ανοιχτή. Άκουσα χτυπήματα στην εξώπορτα και τη μαμά μου να λέει "φύγε". Μετά άκουσα το παράθυρο να σπάει και τον πυροβολισμό, ενώ είδα τον πατέρα μου να πετάγεται από το κρεβάτι», περιέγραψε η 22χρονη.
«Είδα τον μπαμπά μου πεσμένο, μέσα στα αίματα και την μαμά μου να έχει πέσει επάνω του. Στάθηκα στην πόρτα και είδα τον κατηγορούμενο να φεύγει με άλλα δύο άτομα με το κόκκινο αυτοκίνητο που έχει. Αυτός οδηγούσε και έφυγαν με μεγάλη ταχύτητα. Από πίσω ακολουθούσε και άλλο αμάξι. Δεν άκουσα άλλους πυροβολισμούς μόλις βγήκα έξω», κατέθεσε, μεταξύ άλλων.
«Είναι ψέματα ότι ενοχλούσε η μουσική μου - Δεν πυροβόλησα πρώτος»
Στην απολογία του ο κατηγορούμενος ζήτησε συγγνώμη από την οικογένεια του θύματος και τόνισε ότι είναι ψέματα ότι η μουσική που έπαιζε από τα ηχεία του ενοχλούσε όλη τη γειτονιά.
Μιλώντας για το περιστατικό που προηγήθηκε λίγες ημέρες πριν τη δολοφονία, είπε ότι το θύμα τον κάλεσε στο τηλέφωνο και τον παρακάλεσε να χαμηλώσει τη μουσική καθώς δεν μπορούσε να κοιμηθεί το παιδί του.
«Στις 4 τα ξημερώματα με πήρε τηλέφωνο. Τότε ακύρωσα το ένα ηχείο, χαμήλωσα εντελώς τη φωνή και συζητούσα στο σπίτι με τον φίλο μου. Στις 9 μπήκα μέσα στο σπίτι με το γιο μου, 2,5 χρόνων παιδί, το κρατούσα και έπαιζα. Ήρθε χωρίς να τον βλέπω και μου έριξε μπουνιά πισώπλατα και μου έπεσε το μωρό από τα χέρια με αποτέλεσμα να χτυπήσει. Γύρισα και είδα αυτόν, δύο άτομα έτρεξαν επάνω του για να τον κρατήσουν. Φύγανε και τον ακολούθησα, τον ρώτησα τι του έκανα. Πετάχτηκε και μου έδωσε δεύτερη μπουνιά έξω από το σπίτι του», είπε, μιλώντας για το πρώτο περιστατικό.
Σχετικά με την ημέρα του αιματηρού επεισοδίου, ανέφερε ότι από τις 6 το απόγευμα έπινε αλκοόλ στο σπίτι του μαζί με συγγενικά του πρόσωπα, ωστόσο δεν μπορούσε να ξεπεράσει το προηγούμενο επεισόδιο με το θύμα.
«Ήπιαμε 70 μπουκάλια μπύρας μέχρι τις 10 το βράδυ. Έφυγαν οι φίλοι και εγώ συνέχισα να πίνω μόνος. Τότε σκέφτηκα τι έγινε εκείνη την ημέρα με τις μπουνιές. Αναρωτιόμουν γιατί το έκανε αυτό το πράγμα. Πήρα την καραμπίνα μου και πήγα προς το σπίτι του. Ήθελα να τον φωνάξω για να μη έρθει ξανά να πειράξει εμένα και την οικογένειά μου. Ήθελα να τον τρομάξω. Ρίχναμε πολλές φορές στο κυνήγι και σε άλλες περιπτώσεις. Είχε δύο σφαίρες μέσα το όπλο. Ανέβηκα τα σκαλοπάτια και είδα ότι στο σπίτι ήταν όλα τα φώτα σβηστά. Πήγα κοντά στο παράθυρο και άκουσα δύο πυροβολισμούς. Δεν πρόλαβα να χτυπήσω τίποτα, μόνο φώναζα. Δε ξέρω ποιος έριξε το παράθυρο. Με πυροβόλησε με το όπλο. Δεν ήξερα αν είχε όπλο, δεν τον είχα δει ποτέ», ανέφερε στη κατάθεσή του, ενώ αρνήθηκε ότι έσπασε πρώτος το παράθυρο και πυροβόλησε κατά της γυναίκας.
«Ο ένας πυροβολισμός με πέτυχε κοντά στο θώρακα και η άλλη σφαίρα πήγε στο κούφωμα. Μετά το χτύπημα που έφαγα, πυροβόλησα μια φορά για εκφοβισμό για να μπορέσω να φύγω και επειδή είναι αυτόματη η καραμπίνα έφυγε και η δεύτερη σφαίρα. Δεν έριξα στη γυναίκα, είναι ψέματα. Αν ήθελα να την πετύχω δε θα πυροβολούσα πάνω στη γωνία. Η σφαίρα τον πέτυχε στο κεφάλι ενώ ήταν μέσα στο σπίτι», είπε, μεταξύ άλλων, σημειώνοντας ότι στο σπίτι είχε σκοτάδι και δεν έβλεπε αν υπήρχε μέσα κάποιος άνθρωπος.