Τον ανείπωτο εφιάλτη που βίωσε όταν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον 23χρονο γιο της νεκρό μέσα στη θάλασσα, προκειμένου να σώσει την κόρη της περιέγραψε σήμερα καταθέτοντας στη δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι, η κ. Αθηνά Μουτάφη καλώντας τους δικαστές να μην φανούν κατώτεροι των περιστάσεων όπως οι αρμόδιοι την μοιραία ημέρα της φονικής πυρκαγιάς. Η κατάθεση της γυναίκας συγκλόνισε, όπως συγκλόνισε και η κατάθεση της κόρης της Βασιλικής Μίχα, η οποία με λυγμούς αναφέρθηκε και εκείνη στην απώλεια του αδελφού της μεσοπέλαγα. Η σορός του, όπως είπε, ταυτοποιήθηκε ημέρες αργότερα.
Όπως κατέθεσε, η μητέρα αδικοχαμένου Βίκτωρα, εκείνη την ημέρα η ίδια, η κόρη της, ο γιος της και μια φίλη της βρέθηκαν στη θάλασσα προκειμένου να σωθούν από τον πύρινο εφιάλτη. «Μέχρι να μπούμε στη θάλασσα ήταν λες και ανοίξαμε μια πόρτα και βρεθήκαμε στην κόλαση... Κάποια στιγμή ο Βίκτωρας μου έλεγε δεν αισθάνεται καλά και πως θα πεθάνει .Μου λέγε «δεν θα αντέξω». Προσπαθούσα να τον ηρεμήσω», κατέθεσε η μάρτυρας για να συνεχίσει τη συγκλονιστική περιγραφή της: «Εκείνη την ώρα δεν βλέπαμε ούτε στεριά ούτε τίποτα. Μας κουκούλωναν τα κύματα. Λες και μας είχες ρίξει στην άβυσσο. Η έγνοια μου ήταν να μην χαθούμε».
Όπως ανέφερε έπειτα από δυο ώρες παραμονής στη θάλασσα η φίλης της, Αιμιλία, της έκανε ένα νεύμα λέγοντας της «πες στα παιδιά μου ότι τα αγαπάω πολύ». Η μάρτυρας συνέχισε: «Ο Βίκτωρας τα έβλεπε όλα αυτά και επιβάρυναν την κατάσταση του. Κάποια στιγμή η Αιμιλία εγκατέλειψε. Ήμουν σε κατάσταση πανικού. Ήθελα να τη βάλω έξω να τη δουν τα παιδιά της γιατί ήμουν σίγουρη ότι κάποιος θα έρθει να μας μαζέψει. Γι αυτό και δεν την άφηνα… Είδα τον Βίκτωρα μπρούμυτα να επιπλέει. Το γύρισα ανάσκελα και του μιλούσα και δεν απαντούσε. Ήταν μαύρος παντού. Ο χειρότερος εφιάλτης που φαντάζεστε εσείς οι γονείς, εγώ τον έβλεπα μπροστά μου… Ή θα πήγαινα μαζί του ή θα άφηνα τον Βίκτωρα να σώσω τη Βάσια. Δεν ξέρω πώς το έκανα μη με ρωτάτε. Λειτούργησε το μητρικό ένστικτο . Αποφάσισα να πάρω τη Βάσια και να φύγουμε. Δεν έχω λόγια να σας περιγράψω εκείνες τις στιγμές. Δεν υπάρχουν λέξεις στο ελληνικό λεξικό. Τελικά συνεχίσαμε .Τον άφησα και έφυγα. Ήθελα να ουρλιάξω... Ήθελα να βουτήξω στη θάλασσα να πάω να τον φέρω πίσω. Δεν το πίστευα αλλά της έλεγα θα τα καταφέρουμε. Έβγαλα το εσώρουχο μου και δέσαμε τους καρπούς μας για να μη χαθούμε. Μας πήγαιναν τα κύματα όπου ήθελαν. Στις τρεις ώρες μέσα στη θάλασσα έφυγε το παιδί μου …».
Κλαίγοντας με λυγμούς η αδελφή του 23χρονου, Βασιλική Μίχα, άρχισε την κατάθεσή της λέγοντας πως εκείνο το απόγευμα αιφνιδιάστηκαν από τη φωτιά και η ίδια, ο αδελφός της, η μητέρα τους και μια φίλη της μπήκαν στο αυτοκίνητο αλλά έπεσαν σε μποτιλιάρισμα. Στη συνέχεια κινήθηκαν προς τη θάλασσα που ήταν δίπλα τους με την φωτιά να τους ακολουθεί. Η κ. Μίχα είπε: «Δεν είχαμε άλλη επιλογή... Αν είχαμε καθυστερήσει να φύγουμε δύο τρία λεπτά η φωτιά θα μας είχε προλάβει και θα είχαμε καεί μέσα στο αυτοκίνητο. Δεν υπήρχε κάποιος να μας ειδοποιήσει ... Να χτυπήσει μια καμπάνα....Ένας να είχε ειδοποιήσει κάποιον θα είχαμε φύγει και τα πράγματα θα ήταν τελείως διαφορετικά.. Τα κουκουνάρια που καίγονταν έπεφταν πάνω μας. Και για να μην καούμε τρέχοντας μπήκαμε στο νερό … Μόλις αντιλήφθηκε ότι η Αιμιλία δεν ήταν στη ζωή ο αδελφός μου πανικοβλήθηκε. Μετά από δύο κύματα ο Βίκτωρας έφυγε. Ήταν γυρισμένος ανάποδα .Η μαμά μου δεν ξέρω πως άντεξε και το αντιμετώπισε. Τον γύρισε είδε το πρόσωπο του και ήταν μαύρος . Δεν το πίστευα ότι είχε φύγει. Μου έλεγε ο Βίκτωρας δεν είναι, πλέον, στη ζωή... Περίμενα κάποιον να έρθει. Τον κρατούσα. Μου είπε αν συνεχίσεις να τον κρατάς θα φύγεις και εσύ, θα φύγω και εγώ....».
Όπως είπε η μάρτυρας προκειμένου να μην χωριστεί με τη μητέρα της έδεσαν με ένα ρούχο τους καρπούς τους: «Είχαμε μόνο η μία τη άλλη και κοιτούσαμε τον ουρανό περιμένοντας κάποιος να μας πετάξει ένα σωσίβιο… Τρέμαμε από το κρύο και την κούραση. Γυρνάω και λέω στη μαμά μου... «Θα πεθάνουμε και εμείς;» Δεν μου απαντούσε... Το πρόσωπο της ήταν μαύρο...Ήξερα πως αν έφευγε η μάνα μου θα έφευγα και εγώ... Δεν θα τα κατάφερνα. Ένα καΐκι στις 11 το βράδυ τις βοήθησε πετώντας τους δυο σωσίβια. «Βοήθεια ,ελάτε από εδώ... Φωνάζαμε. Μας πέταξαν σωσίβια. Εκείνη την ώρα έκλαιγα. Δεν ήξερα τι έπρεπε να αισθανθώ. Είχα αφήσει πίσω μου τον αδερφό μου. Λες και με είχαν κόψει στα δύο...».
Συνεχίζοντας την κατάθεσή της η κ. Μίχα είπε: «Το σώμα του ήταν μέσα στη θάλασσα. Αυτό που ζήσαμε να περιμένουμε πάνω από ένα τηλέφωνο να μας πουν που βρίσκεται, δεν ξέρω... Σε ποιον άνθρωπο αξίζει κάτι τέτοιο, μαρτύριο...Προσευχόμαστε να βρεθεί το σώμα του. Την επόμενη Δευτέρα μας είπαν ότι είχε βρεθεί και έγινε και ταυτοποίηση. Δεν μπορέσαμε να τον δούμε να τον αποχαιρετήσουμε για τελευταία φορά. Τον αποχαιρετήσαμε μέσα σε ένα κλειστό φέρετρο. Στα πρώτα γενέθλια του αδερφού μου τη μητέρα μου την έπιασε κρίση πανικού γιατί δεν μπορούσε να το αντέξει. Είμαστε μισή ώρα μακριά από τη Βουλή, είμαστε μια ευρωπαϊκή χώρα εμείς; Που είναι το κράτος; Δεν ντρεπόμαστε λίγο; Ντροπή μας αυτά που γίνονται. Κάθε καλοκαίρι εγώ φοβάμαι πλέον για τη ζωή μου. Φοβάμαι να ζήσω τη ζωή μου σε αυτή τη χώρα γιατί ξέρω ότι δεν θα υπάρξει κανείς να με προστατεύει… Που ήταν οι αρμόδιοι ; Που βρίσκονταν; Αν συνέβαινε ένας πόλεμος ,σε όλους εσάς μιλάω, τι θα γινόταν...Το κράτος μας έχει πέσει σαν τραπουλόχαρτο ένα προς ένα. Αυτά που συνέβησαν είναι εγκληματικά. Έχετε ακούσει όλες τις μαρτυρίες των ανθρώπων που πνίγηκαν, κάηκαν ζωντανοί ουρλιάζοντας και όλα αυτά γιατί κανείς δεν έκανε τη δουλειά του. Ένας να είχε κάνει τη δουλειά του θα είχαν σωθεί οι περισσότεροι».
Στο δικαστήριο κατέθεσε ακόμη και ο κ. Αναστάσιος Αθανασόπουλος ο οποίος στο Μάτι έχασε την ηλικιωμένη μητέρα του. Αναφέρθηκε διεξοδικά στις προσπάθειες που έκανε για να την βρει και συγκλόνισε όταν περιέγραψε ότι την αναγνώρισε από το δαχτυλίδι που φορούσε. Μεταξύ άλλων στην κατάθεσή του ο κ. Αθανασόπουλος είπε: «Στον έκτο και όγδοο όροφο του «Ευαγγελισμού» βρήκα σχεδόν όλη την πολυκατοικία που ζούσε η μάνα μου. Βρήκα μια φίλη της μάνας μου, η οποία μου είπε ότι προσπαθούσε να φύγει και κάπου τη χάσαμε. Θεώρησα ότι ήταν χρέος μου να γυρίσω σπίτι να ψάξω να τη βρω. Εκείνο το βράδυ αναζητώντας τη έχασα επτά κιλά υγρά, κάηκαν τα παπούτσια μου και ήμουν νε τις κάλτσες. Έφτασα ξανά στο σπίτι .Οι αστυνομικοί μου είπαν ότι είναι πολλοί οι καμένοι..Ψάχνοντας τους σάκους είδα ένα δαχτυλίδι στο χέρι. Εκείνη τη στιγμή πήρα φωτογραφία του νεκρού που κείτονταν μπροστά μου».
Ο κ. Αθανασόπουλος έδειξε μάλιστα τη φωτογραφία αυτή στους δικαστές και κατέθεσε πως την έστειλε στη σύζυγο του. Συγκεκριμένα ανέφερε: «Πήρα τηλέφωνο τη γυναίκα μου και της έστειλα μια φωτογραφία που ήταν σκληρή και μόλις είδε το δαχτυλίδι είδε ότι ήταν οι βέρες του παππού μου και του πατέρα μου που τα είχε ενώσει και της το είχε κάνει δώρο. ….Πέρα από τη δίκη που οφείλει μια Πολιτεία να κάνει για να δει ποιος φταίει , ο καθένας από εμάς κάνει μια δίκη μέσα του. Μέσα μου όλα αυτά τα χρόνια κάνω μια δίκη. Τολμώ να σας πω ότι σήμερα τέσσερα χρόνια μετά ευχαριστώ το Θεό που η μάνα μου έφυγε έτσι γιατί οι φίλες της που σώθηκαν βασανίζονται και θα βασανίζονται μέχρι να πεθάνουν χωρίς να μπορούν να έρθουν να σας πουν όσα βίωσαν …Υπήρξε κρατική αμέλεια, το κράτος δεν έκανε καλά τη δουλειά του και γι' αυτό το κατηγορώ… Η ευθύνη δεν τελειώνει στην αμέλεια… Η μάνα μου αν μπορούσε να φύγει θα είχε σωθεί. Ποιος είπε σε ποιους να οδηγήσουν όλα τα αυτοκίνητα στο Μάτι; Οφείλω να τα καταθέσω όλα αυτά για τη μνήμη της μητέρας μου».