Τα δηλητηριώδη φίδια σκοτώνουν κάθε χρόνο περίπου 63.400 ανθρώπους, τους περισσότερους στη Νότια Ασία και ιδίως στην Ινδία. Πάντως η παγκόσμια θνησιμότητα από δάγκωμα φιδιού έχει μειωθεί κατά περίπου 36% από το 1990, σύμφωνα με μια νέα διεθνή επιστημονική μελέτη.
Οι ερευνητές του αυστραλιανού Πανεπιστημίου Τζέημς Κουκ, με επικεφαλής τον καθηγητή Ρίτσαρντ Φράνκλιν, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο επιστημονικό περιοδικό «Nature Communications», δεν ευελπιστούν πάντως ότι θα επιτευχθεί ο στόχος του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) να έχει μειωθεί στο μισό ο αριθμός των θανάτων από φίδια έως το 2030.
Αυτό αποδίδεται κυρίως στην ανεπαρκή εκπαίδευση των κατοίκων και στην έλλειψη κατάλληλων φαρμάκων στις αναπτυσσόμενες χώρες, ιδίως στις αγροτικές περιοχές τους. Μάλιστα, λόγω της διαχρονικής αύξησης του παγκόσμιου πληθυσμού, αναμένεται ότι σε απόλυτο αριθμό οι ετήσιοι θάνατοι από φίδια θα αυξηθούν παγκοσμίως σε πάνω από 68.000 έως το 2050.
Οι περισσότεροι ετήσιοι θάνατοι καταγράφονται στην Ινδία (51.100 το 2019 ή περίπου το 80% του συνόλου), στο Πακιστάν (2.070), στη Νιγηρία (1.460) και στη Δημοκρατία του Κονγκό (545). Γενικότερα, η ευρύτερη περιοχή της Νότιας Ασίας, από το Αφγανιστάν έως τη Σρι Λάνκα, είναι η πιο επικίνδυνη για θανατηφόρες συναντήσεις με φίδια, ενώ ακολουθεί η υποσαχάρια και κεντρική Αφρική. Στην Ινδία η θνησιμότητα υπολογίστηκε σε τέσσερις θανάτους από δάγκωμα φιδιού ανά 100.000 ανθρώπους, έναντι 0,8 θανάτων/100.000 που είναι ο μέσος παγκόσμιος όρος.
Οι ερευνητές επεσήμαναν ότι η πιθανότητα θανάτου αυξάνει αν δεν χορηγηθεί φάρμακο κατά του δηλητηρίου του φιδιού μέσα στις πρώτες έξι ώρες από το δάγκωμα. Όμως, στη Ν.Ασία και στην Κ.Αφρική πολλά θύματα φιδιών αναζητούν βοήθεια σε παραδοσιακούς θεραπευτές και μάγους, ενώ συχνά και τα νοσοκομεία δεν διαθέτουν την αναγκαία θεραπεία, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται.