Τα ορατά σημάδια του στρές μπορεί να είναι μερικές φορές σωτήρια. Όλοι θέλουν να απαλλαγούν τόσο από το στρες ή έστω από τα σημάδια που το εκδηλώνουν στους άλλους γύρω τους και καταβάλουν προσπάθεια να φανούν ψύχραιμοι. Ωστόσο όπως υποστηρίζουν ερευνητές τα ορατά σημάδια του στρες ενδέχεται να είναι συχνά ελκυστικά, δημιουργώντας στους άλλους την προδιάθεση της συμπάθειας και της φιλικής συμπεριφοράς. Κάτι ανάλογο υποστηρίζει ο Τζέιμι Γουαϊτχάους, ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Νότιγχαμ Τρεν στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Το ενδιαφέρον του Γουαϊτχάους για το στρες πηγάζει από την εξελικτική θεωρία. Το στρες συνοδεύεται από πολλές εσωτερικές αλλαγές στον οργανισμό μας οι οποίες μας βοηθούν να προετοιμάσουμε το σώμα μας ενόψει μιας πρόκλησης. Για παράδειγμα, η καρδιά χτυπάει δυνατά, βοηθώντας στην οξυγόνωση του εγκεφάλου και του σώματός μας, ώστε να μπορέσουμε να αντιδράσουμε με μεγαλύτερη ταχύτητα.
Είναι κατανοητό πως αυτές οι αλλαγές αποτελούν προσαρμοστική συμπεριφορά. Ωστόσο πολλά πρωτεύοντα, όταν στρεσάρονται, εμφανίζουν και χαρακτηριστικές «ανακατευθυνόμενες» συμπεριφορές, όπως αναφέρει το ertnews.gr. Για παράδειγμα, ξύνουν νευρικά το δέρμα τους, κάτι που δεν φαίνεται να εξυπηρετεί κάποιον σκοπό στη διαχείριση της κατάστασης που προκαλεί τη δυσφορία τους. Γιατί, λοιπόν, εξελίσσονται αυτές οι συμπεριφορές;
«Ανακατευθυνόμενες» συμπεριφορές
Μια πιθανή απάντηση είναι πως αυτές οι συμπεριφορές βοηθούν στην εξισορρόπηση κοινωνικών αλληλεπιδράσεων εντός της ομάδας. Οι ομάδες πρωτευόντων διακρίνονται συχνά από περίπλοκες σχέσεις, με συμμαχίες και καθιερωμένες ιεραρχίες. Μια συνάντηση με ένα δυνητικά εχθρικό άτομο, μπορεί να αποτελέσει σημαντική πηγή άγχους. Οι «ανακατευθυνόμενες» συμπεριφορές ίσως λειτουργούν ως ανεπαίσθητη ένδειξη της δυσφορίας που νιώθουν και μειώνει τον κίνδυνο μιας αχρείαστης αντιπαράθεσης. Για το άτομο που βρίσκεται πιο ψηλά στην ιεραρχία, ίσως χρειάζεται να «κόψει τον αέρα» στους πιο αναιδείς αντίπαλους του και όχι σ’ εκείνους που είναι αγχωμένοι.
Το 2017, ο Γουαϊτχάους βρήκε κάποια πρώτα στοιχεία που υποστηρίζουν αυτή την ιδέα. Παρακολουθώντας μια ομάδα 45 πιθήκων ρέζους στο Πούντα Σαντιάγο, στο Πουέρτο Ρίκο, βρήκε πως είχαν την τάση να ξύνονται νευρικά όταν βρίσκονταν κοντά σε υψηλότερα ιστάμενα άτομα και σχετικά άγνωστα, με τα οποία δεν είχαν ισχυρό κοινωνικό δεσμό. Αυτό, με τη σειρά του, φαινόταν ν’ αλλάζει τη φύση της αλληλεπίδρασης: ο άλλος πίθηκος φερόταν πιο φιλικά.
Παρακινούμενος από αυτά τα ευρήματα, ο Γουαϊτχάους αποφάσισε να εξετάσει εάν τα σημάδια του στρες μεταβάλλουν τις αντιδράσεις των άλλων προς εμάς, ίσως μέσω της ταύτισης.
Εκτός από το νευρικό ξύσιμο που παρατηρείται σε άλλα πρωτεύοντα, οι άνθρωποι έχουν πολλές αδιόρατες συμπεριφορές που συνδέονται με το άγχος: αγγίζουμε το πρόσωπο και τα μαλλιά μας, στραβώνουμε το στόμα μας, γλείφουμε τα χείλη και δαγκώνουμε τα νύχια μας. Όλα αυτά, ίσως σηματοδοτούν την ευαλωτότητα που νιώθουμε και προκαλούν μια πιο φιλική αντίδραση από τους άλλους.
Τα ευρήματα της έρευνας
Για να δει αν ισχύει κάτι τέτοιο, η ομάδα του Γουαϊτχάους ζήτησε από 23 συμμετέχοντες να υποβληθούν στο «Trier Social Stress Test».
Πρόκειται για μια στρεσογόνα δοκιμασία, κατά την οποία οι συμμετέχοντες πρέπει να δώσουν μια εικονική συνέντευξη για θέση εργασίας, να μιλήσουν επί τρία λεπτά σχετικά με τους λόγους για τους οποίους είναι οι ιδανικοί υποψήφιοι και να υποβληθούν σε μαθηματικό τεστ.Στη συνέχεια, ζητήθηκε από άλλους 133 συμμετέχοντες να αξιολογήσουν τα βίντεο των ψεύτικων συνεντεύξεων, απαντώντας σε ερωτήσεις σχετικά με το πόσο αγχωμένο φαινόταν το εκάστοτε πρόσωπο και πόσο συμπαθές τους ήταν. Στο μεταξύ, ψυχολόγοι μετρούσαν πόσες φορές οι συμμετέχοντες εμφάνιζαν μη λεκτικά σημάδια στρες.
Όπως περίμενε ο Γουαϊτχάους, εκείνοι που αξιολόγησαν τα βίντεο μπόρεσαν να προβλέψουν πόσο αγχωμένοι ένιωθαν οι συνεντευξιαζόμενοι μέσω των χαρακτηριστικών μη λεκτικών μηνυμάτων. Το πιο σημαντικό είναι πως οι εντυπώσεις αυτές στη συνέχεια επηρέασαν την κρίση των βαθμολογητών σχετικά με το πόσο αρεστοί ήταν οι συνεντευξιαζόμενοι. Όσο περισσότερα σημάδια στρες εμφάνιζαν, τόσο πιο συμπαθείς ήταν στα άτομα που έβλεπαν τα βίντεο.
«Αυτό σημαίνει πως αυτές οι συμπεριφορές δεν είναι απλώς περιττά υποπροϊόντα του στρες, αλλά επιτελούν επικοινωνιακή λειτουργία», λέει ο Γουάιτχάους.
Το «κοκκίνισμα»
Η μελέτη του Γουαϊτχαους συνάδει με πειράματα που εξετάζουν την επίδραση την οποία έχει ένα πρόσωπο που κοκκινίζει από ντροπή. Πολλοί νιώθουν άβολα που γίνεται τόσο έκδηλη η ντροπή που νιώθουν. Ωστόσο, όπως οι νευρικές κινήσεις που μελέτησε ο Γουαϊτχάους, το κόκκινο πρόσωπο μπορεί στην πραγματικότητα να βελτιώσει τον τρόπο με τον οποίο μας βλέπουν οι άλλοι.
Αυτό εξετάζει μια πρόσφατη έρευνα του Κρίστοφερ Θόρστενσον, επίκουρου καθηγητή του Ινστιτούτου Τεχνολογίας Ρότσεστερ στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης. Σε μια σειρά πειραμάτων, παρουσίασε στους συμμετέχοντες φωτογραφίες με πρόσωπα κόκκινα από ντροπή, συνοδευόμενες από περιγραφές κοινωνικά άβολων καταστάσεων.
Στη συνέχεια τους έκανε ερωτήσεις όπως «Αποκαλύπτεται πως αυτά τα άτομα λένε ψέματα. Ποιο πρόσωπο φανερώνει μεγαλύτερη ντροπή;» και «Αυτά τα άτομα ζητούν συγγνώμη που αντέγραψαν σε διαγώνισμα. Ποιο είναι το πιο ειλικρινές;»
Ο Θόρστενσον ανακάλυψε πως ένα ελαφρύ κοκκίνισμα στο πρόσωπο αύξανε τη βαθμολογία των συμμετεχόντων ως προς την κλίμακα ντροπής και ειλικρίνειας, καθώς και την πιθανότητα να συγχωρήσουν το άτομο για την παράβαση που έκανε. «Ενεργοποιεί τη συγχώρεση», αναφέρει.
Επιπλέον, αντίθετα με άλλα μη λεκτικά σημάδια, όπως εκφράσεις του προσώπου, δεν είναι εύκολο κάποιος να υποκριθεί πως κοκκίνησε. Γι’ αυτόν τον λόγο θεωρείται σημάδι ειλικρίνειας, το οποίο, με τη σειρά του, μας κάνει πιο συμπαθείς. Είτε δαγκώνουμε νευρικά τα χείλη μας είτε λάμπουμε σαν φωτεινή επιγραφή, το να εκφράζουμε τα συναισθήματά μας ωφελεί.
Το άγχος στο γραφείο
Η Λία Μάγιο, επίκουρη καθηγήτρια στο Κέντρο Κοινωνικής Νευροεπιστήμης του Πανεπιστημίου Λινσόπινγκ στη Σουηδία, είναι ενθουσιασμένη με τα αποτελέσματα της έρευνας του Γουαϊτχάους. Η δική της έρευνα εξετάζει τις χαρακτηριστικές εκφράσεις του προσώπου που συνδέονται με το στρες. Έχει την αίσθηση πως οι αντιδράσεις των άλλων σε μη λεκτικά μας μηνύματα εξαρτάται από τις εκάστοτε συνθήκες.
Για κάποιον που μας παρακολουθεί να δίνουμε μια ομιλία ή να κάνουμε μια παρουσίαση, είναι φανερό για ποιο λόγο είμαστε αγχωμένοι. Η επίγνωση αυτής της συνθήκης κάνει τους άλλους να νιώσουν μεγαλύτερη κατανόηση. «Σε αυτή την περίπτωση, μπορεί να προκληθεί η αντίδραση “φροντίδας και σύνδεσης”(tend-and-befriend)», σημειώνει η Μάγιο.
Όμως, οι αντιδράσεις μπορεί να διαφέρουν εάν κάποιος μας δει σκυθρωπούς και νευρικούς στο γραφείο, χωρίς να έχει πληροφορίες σχετικά με την αιτία της ανησυχίας μας, προσθέτει η Μάγιο. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι παρατηρητές μπορεί να εκλάβουν τα σημάδια του στρες ως εχθρικότητα ή θυμό. Τότε ίσως απαιτούνται περαιτέρω διευκρινήσεις για να αποκωδικοποιήσουν σωστά τις πληροφορίες.
Απαλλαγή από το στρες της παρουσίασης
Είναι φανερό πως δεν πρέπει να προχωρούμε σε γενικεύσεις με βάση αυτή την έρευνα. Ωστόσο, ο Γουαϊτχαους ελπίζει πως η έρευνά του μπορεί τουλάχιστον να προσφέρει λίγη ανακούφιση σε όποιον αγχώνεται ενόψει μιας παρουσίασης ή μιας συνέντευξης για θέση εργασίας. «Αυτό που μπορούμε κρατήσουμε από αυτή τη μελέτη είναι πως κάποιες φορές δεν πειράζει να έχουμε άγχος και να το δείχνουμε. Δεν χρειάζεται να προσπαθείτε πολύ σκληρά να το καταπιέσετε», αναφέρει χαρακτηριστικά. Εφόσον μπορείτε να επιδείξετε τις γνώσεις και τις ικανότητές σας, δεν πρόκειται να σας κρίνουν αυστηρά επειδή δεν καταφέρατε να κρύψετε το άγχος σας.
Όταν επιτρέπετε στα συναισθήματά σας να εκδηλώνονται, ίσως νιώσετε πως η όλη εμπειρία είναι λιγότερο δύσκολη. Ο Γουαϊτχάους επισημαίνει μια άλλη μελέτη, σύμφωνα με την οποία όσοι εκφράζουν πιο ανοιχτά το άγχος τους, τείνουν να ξεπερνούν τη δυσφορία που νιώθουν πιο γρήγορα από εκείνους που το κρύβουν. Σε αυτό ίσως συμβάλλει η αλλαγή στάσης των άλλων.
«Οι συμπεριφορές που φανερώνουν άγχος, ίσως προκαλούν στους άλλους τη διάθεση για συνεργασία, κάτι που με τη σειρά του βοηθάει το άτομο να ξεπεράσει το στρες πολύ πιο γρήγορα», σημειώνει ο Γουαϊτχάους.
Επιπλέον, υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις πως η νοοτροπία μας για το στρες μπορεί να καθορίσει τις συνέπειές του. Τα άτομα που θεωρούν ότι ενεργοποιεί, έχουν την τάση να αποδίδουν καλύτερα σε πιο απαιτητικές εργασίες από εκείνους που το φοβούνται κι εκτιμούν πως μας παραλύει.
Ωστόσο, η αναγνώριση της κοινωνικής αξίας του ίσως να είναι ένας ακόμα λόγος να δούμε τη δυσφορία που νιώθουμε λίγο πιο θετικά.