Η ιστορία των πρώτων εισαγωγικών εξετάσεων ξεκινάει τον Σεπτέμβριο του 1964, ως θεσμός με το Βασιλικό Διάταγμα 378/1964 (ΦΕΚ 111), επί κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή δικαίωμα συμμετοχής έχουν οι έχοντες ενδεικτικό Β’ Τάξης πάσης φύσεως Λυκείου και απόφοιτοι της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Τότε ο υφυπουργός Παιδείας Λουκής Ακρίτας και ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Ευάγγελος Παπανούτσος αποφάσισαν να οργανωθεί ένα αδιάβλητο σύστημα εθνικών εξετάσεων για την εισαγωγή στα πανεπιστήμια.
Οι δυσκολίες του ηλεκτρονικού συστήματος και ο μεγαλύτερος υπολογιστής του δημοσίου
Οσο παράξενο και αν ακούγεται σήμερα, ίσως το μεγαλύτερο πρόβλημα για τις πρώτες εξετάσεις του 1964 ήταν ο τρόπος διαχείρισης των βαθμών που έλαβαν οι υποψήφιοι, σε σχέση με τις προτιμήσεις των υποψηφίων, για να αποφασισθούν οι πίνακες εισακτέων σε κάθε πανεπιστημιακό τμήμα και μάλιστα σε πολύ λιγότερα τμήματα από όσα έχουμε σήμερα και με σύνολο υποψηφίων που έφθαναν τις 40.000 περίπου.
Ολη αυτή η διαδικασία, λοιπόν, έπρεπε να διεκπεραιωθεί με τον μεγαλύτερο ηλεκτρονικό υπολογιστή που διέθετε τότε στη δημόσια διοίκηση η Ελλάδα, ο οποίος ανήκε στην Εθνική Στατιστική Υπηρεσία και ήταν ένας υπολογιστής IBM 1401 με 41 Kbytes, που καταλάμβανε ένα χώρο 200 τ.μ. και λειτουργούσε με διάτρητες καρτέλες και μαγνητικές ταινίες.
Η ομάδα των 2ο προγραμματιστών
To μεγάλο πρόβλημα ήταν η εύρεση του ανθρώπου που θα οργάνωνε και θα διεκπεραίωνε αυτό το τεράστιο για την εποχή έργο, δηλαδή ενός ανθρώπου με υπολογιστικές, οργανωτικές και διοικητικές γνώσεις. Ο άνθρωπος αυτός ήταν ο Χρήστος Γκούβης, μαζί με μια ομάδα 20 προγραμματιστών και χειριστών Η/Υ.
Οπως περιγράφεται σε μελέτη του Εθνικού Οργανισμού Εξετάσεων, η οποία βασίστηκε σε πληροφορίες και υλικό από το προσωπικό αρχείο του Χρήστου Γκούβη, το 1964 έγιναν για πρώτη φορά κοινές εισιτήριες εξετάσεις για όλα τα ΑΕΙ, οι οποίες διενεργήθηκαν κεντρικά από το υπουργείο Παιδείας, με θέματα κοινά για όλους τους υποψηφίους.
Μέχρι το 1963, οι εισαγωγικές εξετάσεις διοργανώνονταν από κάθε εκπαιδευτικό ίδρυμα ξεχωριστά. Κάθε υποψήφιος μπορούσε να λάβει μέρος σε όσες εξετάσεις ήθελε, εφόσον δεν συνέπιπταν οι ημερομηνίες διεξαγωγής τους, και αν πετύχαινε σε περισσότερες από μία σχολές, αναγκαστικά επέλεγε τη μία από αυτές.
Τέτοια ήταν η πολυπλοκότητα του συστήματος, που χρειάστηκαν περίπου τρεις μήνες για να εκδοθούν τα οριστικά αποτελέσματα.
Οι πρώτες πανελλήνιες με το νέο σύστημα
Με το σύστημα που εισήχθη το 1964, οι απόφοιτοι του λυκείου είχαν δικαίωμα συμμετοχής στις εξετάσεις για τα πανεπιστήμια και τις παιδαγωγικές ακαδημίες, ενώ οι απόφοιτοι των τεχνικών λυκείων διεκδικούσαν τις θέσεις στις σχολές των υπομηχανικών. Οι υποψήφιοι μπορούσαν να διαγωνίζονται για σχολές δύο ομάδων. Για την εισαγωγή μετρούσε μόνο ο μέσος όρος των γραπτών. Η τελική βαθμολογία ήταν το άθροισμα των γινομένων του κάθε βαθμού του γραπτού επί τον συντελεστή του. Επιτυχών εθεωρείτο όποιος συγκέντρωνε συνολικό βαθμό 190.
Η εφαρμογή αυτού του συστήματος θα ήταν ατελέσφορη χωρίς την επεξεργασία και έκδοση των αποτελεσμάτων μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή.
Ηδη από το 1963, η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδας (ΕΣΥΕ) είχε προμηθευθεί τον πρώτο ηλεκτρονικό υπολογιστή στη δημόσια διοίκηση, τον οποίο διέθεσε στο υπουργείο Παιδείας για τη διεξαγωγή των Εθνικών Εξετάσεων. Με αυτόν τον τρόπο οι εξετάσεις κατοχυρώνονταν ως αδιάβλητες και αξιοκρατικές. Επιπλέον, δινόταν η ευχέρεια στους εξεταζομένους να είναι υποψήφιοι για όλες τις σχολές της Ελλάδας, εφόσον τις είχαν επιλέξει στο μηχανογραφικό τους. Ουσιαστικά, ο υπολογιστής αυτός λειτουργούσε ως scanner, διαβάζοντας τις διάτρητες καρτέλες με τα στοιχεία, τη βαθμολογία και τις προτιμήσεις των μαθητών.
Σημαντική ήταν η συμβολή του μαθηματικού της ΕΣΥΕ Χαραλάμπους Σιαδήμα, άμεσου συνεργάτη του Χρήστου Γκούβη, ο οποίος κλήθηκε να αντιμετωπίσει το μείζον μαθηματικό πρόβλημα που τέθηκε τότε, τη συσχέτιση τριών παραγόντων: της βαθμολογίας των υποψηφίων, των προτιμήσεών τους και του αριθμού εισακτέων ανά σχολή.
Εως σήμερα, το σύστημα έκδοσης βασίζεται στη συσχέτιση αυτών των τριών παραγόντων και αποτελεί την κορυφαία διαδικασία για τον μηχανισμό του υπουργείου Παιδείας. Eίναι σαν να δίνει και αυτό κάθε Ιούλιο τις δικές του ετήσιες πανελλαδικές εξετάσεις.