Το 40% της ελληνικής γης χρησιμοποιείται για την παραγωγή αγροτικών προϊόντων, αλλά εάν πας στο σούπερ μάρκετ θα βρεις ντομάτες… Βελγίου. Κι ένα ξενοδοχείο στην Κρήτη, σε έναν τόπο με πλούσια παραγωγή φρούτων, λαχανικών και φυσικά ελαιολάδου, αλλά και πολλών τυροκομικών προϊόντων, είναι πολύ πιθανόν να σερβίρει… αγγλικό πρωινό (English breakfast). Η ιστορία για τη μεγάλη κρυμμένη, «κλειδωμένη», αξία του ελληνικού αγροδιατροφικού τομέα, γνωστή και χιλιοειπωμένη. Ιστορία, όμως πάντα επίκαιρη ειδικά στις κρίσεις, όπως αυτή που βιώνουμε σήμερα, απόρροια αρχικά των παρενεργειών της πανδημίας στην παγκόσμια αγροτική και ζωική παραγωγή και εν συνεχεία της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Πέρα από τα όσα εμπειρικά αντιμετωπίζουν οι περισσότεροι καταναλωτές στο σούπερ μάρκετ ή στις διακοπές τους, τα επίσημα στοιχεία, όπως αυτά παρουσιάζονται στην πρόσφατη μελέτη της διαΝΕΟσις με τίτλο «Προοπτικές και ευκαιρίες για τον πρωτογενή τομέα στην Ελλάδα», αποκαλύπτουν επίσης σειρά ανισορροπιών στον εγχώριο πρωτογενή τομέα.
Το 2020 ήταν η πρώτη χρονιά την τελευταία δεκαετία κατά την οποία το ισοζύγιο του εμπορίου των αγροτικών προϊόντων ήταν θετικό, κάτι που οφείλεται κυρίως στο πλεόνασμα του ισοζυγίου των μεταποιημένων προϊόντων, τόσο ως προς τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης όσο και ως προς τον υπόλοιπο κόσμο. Ωστόσο, παρατηρείται την ίδια ώρα το εξής: ενώ η αξία των εξαγωγών αγροτικών προϊόντων σε τρίτες χώρες υπερβαίνει την αξία των εισαγωγών, συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο με τις χώρες της Ε.Ε. Παρότι τα 2/3 των εξαγωγών διοχετεύονται σε αγορές της Ε.Ε., συνεχίζουμε να έχουμε αρνητικό ισοζύγιο σε όλες τις επιμέρους κατηγορίες (π.χ. πρώτες ύλες, παρασκευάσματα τροφίμων, ποτά, μη εδώδιμα προϊόντα).
Αλλη ανισορροπία σχετίζεται με την κατανομή των ενισχύσεων, καθώς και με το κατά πόσον η ενασχόληση με τη γεωργία πολλαπλασιάζει το εισόδημα, πέραν των ενισχύσεων, ως δηλαδή επιχειρηματική δραστηριότητα.
Πάνω από το 70% των χρημάτων που δίνονται στην Ελλάδα στο πλαίσιο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) αντιστοιχεί στις άμεσες ενισχύσεις, ενώ μεγάλο είναι και το πλήθος των δικαιούχων, καθώς 88% των εκμεταλλεύσεων λαμβάνουν ενισχύσεις (έναντι 59% σε επίπεδο Ε.Ε.-«27»). Ωστόσο, η εξάρτηση από τις ενισχύσεις είναι εμφανής, καθώς οι άμεσες ενισχύσεις αποτελούν σχεδόν το 1/3 του εισοδήματος συντελεστών στη γεωργία, ενώ και η κατανομή δεν είναι ιδεατή, αφού το 1/5 των δικαιούχων νέμεται πάνω από το μισό ποσό των ενισχύσεων.
Καθοριστικό ρόλο στο χαμηλό εισόδημα των παραγωγών και την ίδια ώρα στις δυσανάλογα υψηλές τιμές για τους καταναλωτές διαδραματίζει ο χαμηλός βαθμός συνεργασίας των παραγωγών.
Ετσι, αν και το μερίδιο της πρωτογενούς παραγωγής στην αλυσίδα αξίας είναι 50%, οι ενήμεροι αγροτικοί συνεταιρισμοί είναι 1.114 και οι αναγνωρισμένες οργανώσεις παραγωγών 425, αριθμοί ιδιαιτέρως υψηλοί, το ποσοστό της παραγωγής που διακινείται μέσα από οργανώσεις παραγωγών είναι μόλις 8%, όταν στην Ισπανία είναι 72% και σε επίπεδο Ε.Ε.-«27» είναι 46%.
Μερικές από τις βασικές προτάσεις – κατευθύνσεις στρατηγικής που δίνουν οι συγγραφείς της μελέτης, Μαριάννα Σκυλακάκη και δρ Θεόδωρος Μπένος, είναι οι ακόλουθες:
Πιστοποίηση των ελληνικών προϊόντων αλλά και ενέργειες branding αυτών (διακριτό σήμα), έτσι ώστε να αποκτήσουν προστιθέμενη αξία και να αναγνωρίζονται στις διεθνείς αγορές έναντι αυτών των ανταγωνιστών. Η Ιταλία αποτελεί ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα χώρας που έχει προωθήσει τα προϊόντα της μέσω ισχυρού branding.
Ενίσχυση των συνεργασιών μεταξύ παραγωγών, αλλά και μεταξύ παραγωγών και των υπόλοιπων κρίκων της αλυσίδας αξίας μέσω της βελτίωσης του θεσμικού πλαισίου για τους συνεταιρισμούς και της παροχής κινήτρων, π.χ. για τη συμβολαιακή γεωργία.
Δημιουργία εύχρηστης ηλεκτρονικής πλατφόρμας που θα ενθαρρύνει τη συνεργασία, την εξωστρέφεια, την καινοτομία, αλλά και τη στροφή στην αγορά. Στην πλατφόρμα θα μπορούσαν να περιληφθούν, μεταξύ άλλων, πληροφορίες για μεθόδους καλλιέργειας, συνόψεις ερευνητικών προγραμμάτων που αφορούν τον κλάδο και συνδέσμους σε αυτά, εκπαιδευτική ύλη των δημόσιων ινστιτούτων επαγγελματικής κατάρτισης (ΙΕΚ), αλλά και ένα ηλεκτρονικό σύστημα «matching», που θα επιτρέπει σε ερευνητικά κέντρα και νεοφυείς επιχειρήσεις να συνεργαστούν με πρόθυμους παραγωγούς για την εφαρμογή νέων μεθόδων και πρακτικών που θα ενισχύσουν τον πειραματισμό και τη διάχυση της καινοτομίας.