Στην έκδοση έξι ενταλμάτων σύλληψης για επιθέσεις που συνδέονται με την οπαδική βία προχώρησε για πρώτη φορά η Δικαιοσύνη. Μετά την έρευνα που διενεργήθηκε, υπό την εποπτεία του αθλητικού εισαγγελέα Κώστα Σπυρόπουλου, σε εκτέλεση της παραγγελίας που είχε δοθεί από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασίλειο Πλιώτα και τον αρμόδιο αντεισαγγελέα του Ανωτάτου Δικαστηρίου Ζαχαρία Κοκκινάκη, ασκήθηκε ποινική δίωξη για συνολικά 18 αδικήματα, πέντε εκ των οποίων κακουργήματα ενώ εκδόθηκαν έξι εντάλματα σύλληψης.
Μέχρι αυτή την ώρα έχουν συλληφθεί τέσσερα άτομα ενώ διαφεύγουν της σύλληψης άλλα δυο.
Το κατηγορητήριο που έχει σχηματιστεί σε βάρος τους περιλαμβάνει αδικήματα όπως συγκρότηση, ένταξη και διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης, ληστείες, εκρήξεις κατοχή εκρηκτικών βαριές σκοπούμενες σωματικές βλάβες, επικίνδυνες σωματικές βλάβες, παράβαση του νόμου περί όπλων, φθορά ξένης ιδιοκτησίας και εμπρησμούς.
Σύμφωνα με πληροφορίες από τα στοιχεία της προανακριτικής έρευνας ως αρχηγός της εγκληματικής οργάνωσης φέρεται να είναι μια 27χρονη γυναίκα, η οποία στο παρελθόν έχει κατηγορηθεί για παραβάσεις της αθλητικής νομοθεσίας. Η μεγάλη αυτή έρευνα της εισαγγελίας συνεχίζεται προς κάθε κατεύθυνση, καθώς στο «μικροσκόπιο» της Δικαιοσύνης βρίσκονται και επιθέσεις οπαδών και άλλων ομάδων εκτός από αυτών του Παναθηναϊκού που αφορά η πρώτη δικογραφία.
Η εγκληματική οργάνωση φέρεται να είχε συσταθεί και να δρούσε από τον Απρίλιο του 2019 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2021 στην Αθήνα και τον Πειραιά. Μέλη της είχε οπαδούς του Παναθηναϊκού που πραγματοποίησαν περίπου 15 επιθέσεις σε συνδέσμους του Ολυμπιακού, σε καταστήματα και οχήματα.
Σύμφωνα με πληροφορίες θύματα των επιθέσεων σε άλλες περιπτώσεις έχουν αναγνωρίσει τους δράστες ενώ σε άλλες περιπτώσεις έχουν περιγράψεις αυτούς καθώς τις περισσότερες φορές, τελούσαν τις αξιόποινες πράξεις φορώντας κακουλές και έχοντας καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους. Σημαντικό ρόλο στη στοιχειοθέτηση των κατηγοριών και στην έκδοση των ενταλμάτων σύλληψης, έπαιξε η άρση του τηλεφωνικού απορρήτου καθώς μέσα από τους διαλόγους και τις τηλεφωνικές συνομιλίες των κατηγορουμένων προέκυπτε η μεταξύ τους συνεννόηση για τα χτυπήματα που ακολούθησαν.