Ένα αγαπημένο ακριβό πουκάμισο, πολυφορεμένο λόγω της ιδιαίτερης προτίμησης και μία διαφημιστική αφίσα στην αρχή της Βασιλέως Ηρακλείου στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, που υπόσχεται να το κάνει καινούργιο. Στον όγδοο όροφο της πολυκατοικίας είναι η βιοτεχνία του Γεράσιμου Μπατσιούλα, ο οποίος, αφού κοιτάξει προσεκτικά το ρούχο, προτείνει αμέσως μία σειρά από γιακάδες προς αντικατάσταση στο κατάλληλο μέγεθος, ύφασμα, χρώμα και σχέδιο που επιθυμεί ο πελάτης.
Από τα χέρια του Γεράσιμου Μπατσιούλα έχουν περάσει εκατομμύρια γιακάδες… χωρίς τα πουκάμισα, αφού η επιχείρησή του ειδικεύεται στην κατασκευή του συγκεκριμένου μέρους του εν λόγω ενδύματος. Σχεδόν μισό αιώνα, είναι ένας από τους μετρημένους στα δάχτυλα που φτιάχνουν γιακάδες στη Θεσσαλονίκη και ο μοναδικός που από τότε που η κρίση χτύπησε τον κλάδο του, ασχολείται με την αντικατάστασή τους.
«Ένα πουκάμισο φθείρεται πρώτα στον γιακά, κυρίως από την τριβή με τα γένια. Σε κάποιες περιπτώσεις είναι “καταπονημένες” και οι μανσέτες του. Εδώ, μπορούμε να τα αντικαταστήσουμε και τα δύο», δηλώνει ο ιδιοκτήτης της βιοτεχνίας στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων. Νέοι γιακάδες στο ίδιο χρώμα ταιριάζουν αρμονικά στο παλιό πουκάμισο κάνοντάς το να μοιάζει καινούργιο ή άλλοι σε διαφορετικό χρώμα και σχέδιο κάνουν την αντίθεση που θα ανανεώσει αλλά και θα μεταμορφώσει το αγαπημένο ένδυμα του ιδιοκτήτη του. «Κάποιοι, πιο συντηρητικοί, θέλουν απλώς να διασώσουν το ρούχο τους. Κάποιοι, πιο τολμηροί όμως, επιλέγουν να συνδυάσουν ένα ριγέ πουκάμισο με μονόχρωμο γιακά ή το αντίθετο για να το κάνουν πιο μοντέρνο», εξηγεί ο κ. Μπατσιούλας.
Η βιοτεχνία του Γεράσιμου Μπατσιούλα λειτουργεί από το 1978. Τις πρώτες δεκαετίες λειτουργίας της παρήγαγε μισό εκατομμύριο γιακάδες τη χρονιά, προκειμένου να προμηθεύσει τις δεκάδες βιοτεχνίες με τις οποίες συνεργαζόταν. «Το πουκάμισο, όταν ετοιμάζεται είναι σε κομμάτια, που στο τέλος “συναρμολογούνται”.
Οι βιοτεχνίες έφερναν σε μας τους γιακάδες και τις μανσέτες. Η δουλειά μας ήταν να βάλουμε το κατάλληλο υλικό για να γίνουν εκείνα τα σημεία πιο σκληρά σε σχέση με το υπόλοιπο ύφασμα προκειμένου να “στέκονται” και μετά τα επιστρέφαμε για να τα ράψουν», εξηγεί η Πόπη Μπατσιούλα, κόρη του βιοτέχνη. «Με την πάροδο των χρόνων και κυρίως με τις εισαγωγές έτοιμων ενδυμάτων από Κίνα και Τουρκία, οι περισσότερες βιοτεχνίες έκλεισαν κι έτσι η δική μας δουλειά περιορίστηκε σημαντικά. Κάποτε εργαζόνταν εδώ 25 άτομα προσωπικό, ενώ τώρα βγάζουμε τη δουλειά με τη σύζυγο και την κόρη μου και περιστασιακά απασχολούμε δύο άτομα», λέει ο κ. Μπατσιούλας.
Ο 69χρονος, παρόλο που τις εποχές της ευμάρειας δούλευε -όπως λέει- τουλάχιστον 18 ώρες την ημέρα, δεν σταμάτησε στιγμή να αγαπά το αντικείμενό του, γιατί θεωρεί ότι είναι πολύ ιδιαίτερο και για τον ίδιο μοναδικό. Για τον λόγο αυτό, όταν μειώθηκε η παραγωγή, αποφάσισε να φτιάχνει μοναδικούς γιακάδες, που θα ξαναδίνουν ζωή στα πουκάμισα των πελατών του.