Σε ποινή κάθειρξης εννιά ετών καταδικάσθηκαν, μετά από πολυήμερη ακροαματική διαδικασία οι δύο ιδιοκτήτες – ένας άντρας και μία γυναίκα – πολυτελούς ξενοδοχείου δυναμικότητας 120 κλινών στη λεωφόρο Συγγρού – που παραπέμφθηκαν ως ηθικοί αυτουργοί του πρωτοφανούς εμπρησμού τον Δεκέμβριο του 2019, από τον οποίο τραυματίσθηκαν αρκετά άτομα. Σε μία εγκληματική ενέργεια που είχε προκαλέσει αναστάτωση στον τουριστικό χώρο.
Στην ίδια ποινή καταδικάσθηκαν και δύο αλλοδαποί εργαζόμενοι στο ίδιο ξενοδοχείο που παραπέμφθηκαν και δικάστηκαν ως φυσικοί αυτουργοί της εγκληματικής ενέργειας κι οι οποίοι είχαν κατονομάσει ως εντολείς τους, τούς ιδιοκτήτες του ξενοδοχείου.
Ο εμπρησμός του ξενοδοχείου σημειώθηκε στις 5 Δεκεμβρίου 2019 κι η διαλεύκανση της υπόθεσης υπήρξε περίπου τρείς μήνες αργότερα μετά από ενδελεχείς έρευνες του Τμήματος Εγκλημάτων Κατά Ζωής της ασφάλειας Αττικής.
Οι δράστες είχαν διαποτίσει με βενζίνη (κρεβάτια, μοκέτες κλπ) κυρίως τα δωμάτια του ξενοδοχείου που ήταν δίπλα στο κλιμακοστάσιο Στους εμπρησμούς χρησιμοποιήθηκαν δοχεία που διέθετε το ξενοδοχείο για τον καθαρισμό του κτιρίου τα οποία γέμισαν με βενζίνη από πρατήριο καυσίμων. Η έρευνα της ΕΛ.ΑΣ παρουσίασε δυσχέρειες γιατί την ώρα του εμπρησμού είχε κλείσει το σύστημα καμερών αλλά και συναγερμού του κτιρίου, ενώ φαίνεται να είχαν υπάρξει κι άλλες συντονισμένες προσπάθειες αλλοίωσης των ιχνών των δραστών.
Οι δύο αλλοδαποί από το Πακιστάν αρχικά είχαν αρνηθεί οποιαδήποτε σχέση του με την εγκληματική ενέργεια ωστόσο μετά ομολόγησαν ότι το έπραξαν μετά από εντολή –όπως ισχυρίστηκαν- των δύο ιδιοκτητών του ξενοδοχείου.
Στις απολογίες τους υποστήριξαν ότι ήταν εργαζόμενοι και σε άλλες επιχειρήσεις των δύο κατηγορουμένων ξενοδόχων. Ισχυρίστηκαν ακόμη ότι προχώρησαν στον εμπρησμό χωρίς αμοιβή αλλά γιατί «πιέσθηκαν από τους ιδιοκτήτες του ξενοδοχείου, ότι σε μία περίπτωση αδράνειάς τους θα έχαναν την δουλειά τους γιατί είχε κινηθεί η διαδικασία έξωσης, ύστερα από δικαστικές ενέργειες του ιδιοκτήτη του κτιρίου». Μάλιστα στην διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας οι ίδιοι αλλά και συγγενείς του είχαν υποστηρίξει ότι δέχονταν διαρκείς απειλές από το ζευγάρι των ξενοδόχων. Στην απολογία τους οι δύο κατηγορούμενοι ξενοδόχοι είχαν αναφέρει ότι «δεν είχαμε τον παραμικρό λόγο να κάψουμε την επιχείρησή μας .
Για την ανακατασκευή και ανακαίνιση του ξενοδοχείου δαπανήσαμε το δυσθεώρητο ποσό των 3,6 εκ ευρώ. Η αξία μόνο του κινητού εξοπλισμού της επιχείρησης ανερχόταν σε ποσό κοντά στο 1.000.000 ευρώ». Επέρριπταν ακόμη την ευθύνη του εμπρησμού σε προηγούμενους ιδιοκτήτες του ξενοδοχείου κι άλλα πρόσωπα, κάτι που δεν έγινε δεκτό από τους δικαστικούς λειτουργούς.
Οι τέσσερις κατηγoρούμενοι μετά την έφεση του αφέθηκαν ελεύθεροι με εγγύηση 35.000 ευρώ (για τους δύο ιδιοκτήτες του ξενοδοχείου ) και 7.000 για τον κάθε έναν από τους δύο αλλοδαπούς . Παράλληλα επιβλήθηκε απαγόρευση εξόδου από την χώρα.