Ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν ἄλλο μπορεῖ νὰ εἶναι μόνο κάτι ἀληθινό. Ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι κάτι ἄλλο, ψεύτικο καὶ ὑποκριτικό, διαφορετικὰ ἁπλὰ δὲν εἶναι ἀγάπη. Καὶ φυσικὰ ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπά, δὲν ἀπαιτεῖ ποτὲ δικαιώματα εἰς βάρος τοῦ πλησίον: ἡ ἀγάπη «οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς» μᾶς γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Α’ Κορ. 13,5). Ἔτσι πολλὰ μπορεῖ νὰ γίνονται στὸ ὄνομα τῆς ἀγάπης, δυστυχῶς ὅμως μπορεῖ νὰ ἔχουν ὅλα αὐτὰ σχέση μὲ τὴν ἀγάπη. Στὶς μέρες μας, ἐδῶ καὶ πολλοὺς μήνες γίνεται ἕνας μεγάλος θόρυβος γιὰ τὴν διαφύλαξη τῆς ὑγείας τοῦ πλησίον, γιὰ τὴν διαφύλαξη τῆς δημόσιας ὑγείας, μπροστὰ στὴν ἀπειλὴ τῆς μεγάλης ἐπιδημίας. Τονίζεται μὲ κάθε τρόπο τὸ χρέος τοῦ καθενὸς ἀπέναντι στὸν συνάνθρωπό του νὰ μεριμνήσει γιὰ τὴν ὑγεία του. Ὁ ἴδιος μπορεῖ νὰ μὴν ἀνησυχεῖ γιὰ τὴν δική του, ὅμως τοῦ ὑποδεικνύεται ἀπὸ πολλὲς κατευθύνσεις ὅτι δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ ἀδιαφορεῖ καὶ νὰ θέτει σὲ κίνδυνο τὴν ὑγεία τοῦ ἄλλου.
Ὡς ἐδῶ βέβαια κάποιος μπορεῖ νὰ μὴν βρίσκει κάτι τὸ μεμπτὸ καὶ εὔκολα νὰ πείθεται καὶ νὰ προασπίζεται τὴν ὀρθότητα αὐτῆς τῆς καμπάνιας. Ὡστόσο οἱ σημερινὲς ἡγεσίες καὶ οἱ κοινωνίες, ἄν τώρα ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν προστασία τοῦ πλησίον καὶ τοῦ «δημόσιου ἀγαθοῦ» τῆς ὑγείας, γιατὶ ἐπιδεικνύουν αὐτὴν τὴν «ἀγάπη» τους μόνο μπροστὰ σὲ περιπτώσεις ὅπως ἡ ἐπέλαση τοῦ κορονοϊοῦ καὶ μᾶς ἀποτρέπουν νὰ γίνουμε ἄθελά μας ἔνοχοι τοῦ θανάτου τοῦ πλησίον μας, ἐνῶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις θεωροῦν δικαίωμα κάποιου τὸ νὰ θανατώσει, καὶ μάλιστα ἐκούσια, τὸν πλησίον του, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ τὸ ἴδιο του τὸ τέκνο, ἐντελῶς ἀθῶο καὶ ἀνυπεράσπιστο;
Μὲ ὅλους αὐτοὺς τοὺς φόνους τῶν ἀγέννητων παιδιῶν ποὺ γίνονται μὲ τὴν εὐθεία ἀπροκάλυπτη κάλυψη τοῦ νόμου τῆς πολιτείας δὲν προσβάλλεται ἄμεσα ἡ δημόσια ὑγεία; Χιλιάδες παιδιὰ νεκρά καὶ μητέρες ἄρρωστες σωματικὰ καὶ ψυχικά! Καὶ ὡς συνέπεια τὸ χειρότερο κακὸ στὴν πατρίδα μας: ἀποκορύφωση τοῦ δημογραφικοῦ προβλήματος. Καὶ ἡ πολιτεία δείχνει συνεχῶς τὸ «εἰλικρινὲς ἐνδιαφέρον» της γιὰ τοὺς πολίτες της: συνεχῶς νέοι νόμοι γιὰ πιὸ ἀπροϋπόθετες ἐκτρώσεις, γιὰ περισσότερα θύματα περισσότερων περιπτώσεων καὶ περισσότερων ἡλικιῶν, περιλαμβάνοντας ὅλο καὶ μεγαλύτερα παιδιά, ἀκόμα καὶ ἑννέα μηνῶν ἑτοιμόγεννα (βλ. Ν. 4619/2019 τοῦ νέου ποινικοῦ κώδικα).
Ὡς γνωστόν, τὸ παιδὶ τὶς τελευταῖες ἑβδομάδες τῆς κυοφορίας του πρὶν νὰ γεννηθεῖ ἔχει ἀναπτύξει τὶς πλήρεις αἰσθήσεις του, καὶ ἄν γεννηθεῖ πρόωρα μέσα σὲ αὐτὲς τὶς ἑβδομάδες, εὔκολα ἐπιβιώνει. Ἐπομένως στὴν πραγματικότητα ὁ φόνος αὐτοῦ τοῦ παιδιοῦ δὲν διαφέρει σὲ τίποτα ἀπὸ τὸν φόνο ἑνὸς γεννημένου μωροῦ. Ἄς ἀναλογιστεῖ ἔτσι ὁ καθένας πόσο «νόμιμος» μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ φόνος ἑνὸς μωροῦ, ἐπειδὴ αὐτὸ ἔχει τὴν τάδε πάθηση ἤ τάδε ἀρρώστια. Καὶ τὸ παιδὶ πάλι ποὺ εἶναι ὑγιέστατο, ἀλλὰ ὁ πατέρας του εἶναι βιαστῆς, γιατὶ εἶναι καταδικασμένο νὰ πεθάνει; Αὐτὸ δὲν εἶναι βάναυσος βιασμὸς τῆς δημόσιας ὑγείας; Ἐπομένως ἡ «ἀγάπη» αὐτῶν ποὺ προσπαθοῦν συνεχῶς νὰ μᾶς πείσουν αὐτὸ τὸν καιρὸ ὅτι «νοιάζονται» γιὰ τὸ καλὸ τῶν πολιτῶν καὶ τὴν ὑγείας τους, τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ σκοτώνουν μὲ νόμους ἤ μὲ τὰ χέρια τους τὰ παιδιὰ τοῦ κάθε ἀσυνείδητου ἤ ἀπελπισμένου γονέα, δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο ἀπὸ καθαρὴ ὑποκρισία.
Ὁ κόσμος ποὺ ζοῦμε ἦταν ἤδη πολὺ ἄρρωστος πρὶν τὴν ἐμφάνιση τοῦ κορονοϊοῦ, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὅσο παραμένουν οἱ πραγματικὲς αἰτίες τῆς ἀσθένειάς του, σὲ τίποτα δὲν θὰ τὸν βοηθήσει τὸ ἐμβόλιο καὶ τὰ φάρμακα γιὰ τὸν κορονοϊό. Ἄν ἡ δοκιμασία του ἀπὸ τὴν πανδημία δὲν τὸν ἄλλαξε σὲ τίποτα, οἱ πνευματικοὶ καὶ οἱ φυσικοὶ νόμοι θὰ συνεχίσουν νὰ ἐνεργοῦν τείνοντας νὰ ἐπαναφέρουν ἰσορροπίες, τὶς ὁποῖες ὁ ἄνθρωπος διαταράσσει, καὶ θὰ ἀκολουθήσουν ἄλλες νέες δοκιμασίες μας. Εἶτε μιλήσουμε γιὰ χείρα Θεοῦ, εἶτε γιὰ δυνάμεις τῆς φύσεις, ἕνα πράγμα μόνο μπορεῖ νὰ ἀποτρέψει τὰ χειρότερα: τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας.
Οἱ ἄνθρωποι εἶναι σκληροί, ζοῦν σὰν νὰ μὴν συμβαίνει τίποτα. Ὅμως, ἄν καὶ μπορεῖ τὰ παιδιὰ μόλις γεννιῶνται νὰ μὴν δακρύζουν, ὡστόσο αὐτὰ κλαῖνε. Κλαῖνε πολύ, μὲ λυγμούς. Καὶ μπορεῖ καὶ τὰ παιδιὰ πρὶν γεννηθοῦν μέσα στὴν μήτρα νὰ μὴν μποροῦν νὰ κλάψουν δυνατά, ὅμως κλαίνε σιωπηλὰ καὶ γοερά. Κλαίνε, γιατὶ οἱ γονεῖς τους τοὺς μιλήσανε γιὰ ἀγάπη καὶ τοὺς ὑποσχέθηκαν νὰ τοὺς δώσουνε ζωή, ὅμως μέσα σὲ λίγες μέρες, σὲ λίγες ἑβδομάδες, σὲ λίγους μήνες, τὰ ἐγκατέλειψαν ὅλα αὐτὰ καὶ τὰ προδώσαν. Τὰ πρόδωσαν, παραδίδοντάς τα μέσα στὸ ίδιο τους τὸ σπίτι, μέσα στὴν πρώτη τους κατοικία, μέσα στὴν κοιλιὰ τῆς μάνας τους, στὸ χέρι τοῦ στυγνοῦ δήμιου. Τὶ ἐγκληματικὴ ὑποκρισία! Πολλοὶ τοὺς εἶπαν: «Τὸ κάνουμε γιὰ τὸ καλό σας. Γιὰ τὸ καλό σας, σας σκοτώνουμε». Ἴσως ἔχει μιὰ ἀλήθεια, αὐτὴ ἡ φράση. Ἄν τέτοιοι εἶναι οἱ ἄνθρωποι γύρω τους, τὶ τὸ θέλουν αὐτὰ τὰ παιδιὰ νὰ ρθοῦν σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο;
Καὶ κλαίγοντας γιὰ πρώτη καὶ τελευταία φορά, ἀφήνοντας πίσω τους, τὸν ψυχικὸ καὶ σωματικὸ πόνο τους, σὰν δάκρυα ποὺ δὲν στεγνώνουν ποτέ, χαιρετοῦν τὸν κόσμο μας γιὰ πάντα. Γιὰ νὰ πάνε στὸν Χριστό: «ἄφετε τὰ παιδία καὶ μὴ κωλύετε αὐτὰ ἐλθεῖν πρός με· τῶν γὰρ τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Μτ. 19,14. Ποὺ θὰ πάει ὅμως ὁ τόσο ἀφιλόξενος γι’ αὐτὰ κόσμος, ποὺ θὰ πάνε αὐτοὶ ποὺ γιὰ τὰ δικά τους «δικαιώματα», τοὺς στέρησαν τὸ δικαίωμα νὰ ζήσουν καὶ αὐτά, νὰ δοῦν τὸν λαμπερὸ ἥλιο καὶ νὰ ἀναπνεύσουν τὸν καθαρὸ ἀέρα; Ὁ Κύριος εἶπε γιὰ ὅσους σκανδαλίζουν τὰ παιδιά: «ὃς δ᾿ ἂν σκανδαλίσῃ ἕνα τῶν μικρῶν τούτων τῶν πιστευόντων εἰς ἐμέ, συμφέρει αὐτῷ ἵνα κρεμασθῇ μύλος ὀνικὸς εἰς τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ καταποντισθῇ ἐν τῷ πελάγει τῆς θαλάσσης», Μτ. 18,6. Ἄραγε τὶ θὰ ἔλεγε γιὰ ὅσους τοὺς κόβουν τὸ νήμα τῆς ζωής; Βέβαια, ἡ μετάνοια μπορεῖ νὰ τὰ σβήσει ὅλα, ἀκόμα καὶ αὐτό! Χρειάζονται ὅμως δάκρυα, πολλὰ δάκρυα, ἐκ βάθους ψυχής. Πόσο διαφορετικός, πόσο καλύτερος θὰ ἦταν ὁ κόσμος ἄν ὅλοι αὐτοὶ οἱ μικροὶ ἀδελφοί εἶχαν προλάβει νὰ ζήσουν! Πόσα θὰ εἶχαν καταφέρει! Πόσα θὰ εἶχαν προσφέρει! Ἀλλὰ καὶ τώρα, τὸ κλάμα τους, τὰ δάκρυά τους, τῶν μαρτύρων αὐτῶν τοῦ Χριστοῦ στὸν οὐρανό, πολὺ μποροῦν νὰ βοηθήσουν τοῦτον τὸν κόσμο τὸν ἁμαρτωλό, νὰ τὸν συγκρατήσουν νὰ ἀποφύγει τὰ χειρότερα. Γιατὶ πράγματι τείνει νὰ πάει ὅλο καὶ χειρότερα.
Ἀλλὰ τὸ δάκρυο τοῦ παιδιοῦ εἶναι ἡ ἄμυνα καὶ προστασία του, ὅπως καὶ τοῦ κόσμου γύρω του. Ἔχει μεγάλη δύναμη, μειώνει τὸ κακό, γιατὶ ὁ Κύριος τὸ προσέχει, ἀκούει τὸ κλάμα του, γιατὶ εἶναι ἀγνὸ καὶ ἀθῶο. Ἄλλωστε, καὶ Ἐκεῖνος δάκρυσε, ἀφοῦ καὶ Ἐκεῖνος ὑπήρξε μωρό, στὰ χέρια τῆς Παναγίας Μητέρας Του. Αὐτὸ ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ δάκρυ Του, ὅταν ἦταν τριαντατρίων χρονῶν μπροστά στὸ τάφο τοῦ ἀγαπητοῦ Του Λαζάρου («ἐδάκρυσεν ὁ Ἰησούς», Ἰω. 11, 35). Ἄν δάκρυσε λοιπὸν σὲ αὐτὴν τὴν ἡλικία, πολὺ περισσότερο θὰ δάκρυσε στὴν νηπιακὴ ἡλικία. Ἔτσι, ὁ Κύριος περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον συμμερίζεται καὶ συμπονεῖ τὰ παιδιὰ ποὺ κλαίνε, ἀλλὰ καὶ κάθε ἄνθρωπο ποὺ κλαίει μὲ πόνο γιὰ τὶς ἁμαρτίες του.
Ὑπάρχει μιὰ θαυμαστὴ ἱστορία μὲ μιὰ σειρὰ πινάκων παιδιῶν ποὺ δακρύζουν, γνωστοῦ ζωγράφου (Τζιοβάνι Μπραγκόλιν) τοῦ περασμένου αἰῶνα. Πολλὰ ἀντίγραφά τους βρέθηκαν σὲ πυρκαγιές, καὶ παρέμειναν μέσα στὴν καταστροφὴ ἄθικτα. Δὲν θὰ ἐξετάσουμε ἐδῶ τὶς διαφορὲς ἐκδοχὲς τῆς ἱστορίας, πίσω ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἀληθινὸ γεγονός, ἀλλὰ θὰ ἐμμείνουμε στὸ συμβολισμό του. Οἱ πίνακες αὐτοὶ μέσα στὴν καταστροφὴ δὲν ἀγγίχθηκαν ἀπὸ τὶς φλόγες. Τὸ παιδὶ μὲ τὰ δάκρυα, παρόλο ποὺ βρισκόταν μέσα στὴν καταστροφικὴ λαίλαπα, αὐτὴ δὲν τὸ πείραξε, ἀλλὰ τὸ ἄφησε σῶο καὶ ἀβλαβή. Οἱ γλώσσες τῆς φωτιὰς τὸ χάιδεψαν, ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸ βλάψουν, σὰν νὰ τὸ προστάτεψαν μέσα ἀπὸ αὐτὲς τὰ δάκρυά του. Πράγματι, πολλὲς φορὲς τὰ παιδιὰ μέσα σὲ αὐτὸ τὸ σκληρὸ κόσμο βιώνουν πραγματικὲς συμφορές, καὶ φαίνονται μέχρι ἀκόμα καὶ νὰ χάνουν τὴν ζωή τους. Ὡστόσο, αὐτὸ ποὺ χάνεται στὴν πραγματικότητα εἶναι ἡ κακία αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἐνῶ τὸ δάκρυ τοῦ παιδιοῦ καὶ τὸ χαμόγελό του μένει ἀνίκητο καὶ αἰώνιο.