Πριν από μερικές ημέρες υπερψηφίστηκε στις ΗΠΑ το νομοσχέδιο που είχε κατατεθεί από κοινού από τους γερουσιαστές Μενέντεζ και Ρούμπιο για την “Αμερικανοελληνική αμυντική και διακοινοβουλευτική εταιρική σχέση”. Ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία αυτού του νόμου είναι ότι “απελευθερώνει” την εξαγωγή προς την Ελλάδα μαχητικών F-35, από αυτά που προορίζονταν για την Τουρκία. Το συγκεκριμένο αεροσκάφος παραμένει αμφιλεγόμενο όσον αφορά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, τις δυνατότητες του και κυρίως τον οπλισμό που θα αποδεσμεύσουν για αυτό οι ΗΠΑ, όπως γράφει ο Κώστας Γρίβας για το elisme.gr.
Ωστόσο, κατά την άποψη του γράφοντος, το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι η συζήτηση για το F-35 εν Ελλάδι δείχνει να αγνοεί το ότι τα μαχητικά stealth, όπως το F-35, δημιουργήθηκαν για να επιτύχουν μια βελτιωμένη σχέση κόστους προς απόδοση, όσον αφορά τις αποστολές κρούσης και σήμερα έχουμε μια σημαντική εξέλιξη σε αυτόν τον κρίσιμης σημασίας τομέα, που είναι η αναβάθμιση του πυροβολικού. Συγκεκριμένα, το βασικό πλεονέκτημα των αεροσκαφών stealth τακτικής κρούσης, με πρώτο το εμβληματικό F-117 Nighthawk, ήταν ότι μπορούσαν να επιχειρούν μόνα τους, χωρίς να χρειάζονται προστασία.
Αντιθέτως, στην αμερικανική αεροπορία τα συμβατικά αεροσκάφη για να διεξάγουν μια αποστολή αεροπορικής κρούσης επιχειρούν σε “πακέτα”. Μέσα στα “πακέτα” αυτά, κάποια αεροσκάφη ανοίγουν τον δρόμο ασκώντας αποστολές καταστολής-καταστροφής της εχθρικής αεράμυνας (SEAD και DEAD αντιστοίχως), κάποια άλλα παρέχουν προστασία από εχθρικά αεροσκάφη και κάποια ακόμη έχουν άλλα καθήκοντα. Για παράδειγμα, αεροσκάφη όπως το πανάκριβο EF-111 Raven, στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, υπήρχε για να τυφλώνει με τους παρεμβολείς τους τα εχθρικά ραντάρ για να μπορούν να επιχειρούν τα αεροσκάφη κρούσης.
Έτσι, στον Πόλεμο του Κόλπου το 1991 συνήθως απαιτούνταν έξι με οκτώ αεροσκάφη για να ριφθούν μόλις έξι βόμβες στον στόχο. Στην επίθεση κατά της Σερβίας η κατάσταση μάλλον χειροτέρεψε. Ναι μεν οι πιλότοι εκτελούσαν τις αποστολές τους, με ασφάλεια αντίστοιχη των επιβατών αεροπορικών εταιρειών κάποιων τριτοκοσμικών χωρών, αλλά η προβολή ισχύος κατέστη πολύ ακριβή. Αυτή η μετακίνηση των δυνάμεων από “θετική δράση” (positive action) σε αυτοπροστασία χαρακτηρίζεται από τον στρατηγιστή Edward Luttwak ως «άτυπες απώλειες» (“virtual attrition”). Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι σε μια αεροπορική επιδρομή κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Κόλπου το 1991, εξήντα αεροσκάφη από δύο αεροπλανοφόρα χρησιμοποιήθηκαν για να ριφθούν 32 τόνοι βομβών, όλοι κι όλοι, από οκτώ βομβαρδιστικά A-6 Intruder.
Η αμερικανική στροφή στα stealth
Ήδη από το Βιετνάμ, κατά τη διάρκεια της μαζικής επιχείρησης βομβαρδισμού Linebacker, πυρήνας κάθε “πακέτου” κρούσης ήταν οκτώ με δώδεκα αεροσκάφη οπλισμένα με βόμβες προσβολής ακριβείας με καθοδήγηση λέιζερ (LGB). Δεδομένου ότι οι βόμβες καθοδήγησης λέιζερ εξαρτώνταν από τον καθαρό καιρό, μετεωρολογικά αεροσκάφη προηγούνταν των βομβαρδιστικών, ενώ πάνω από την περιοχή του στόχου βρισκόντουσαν δύο με τέσσερα μαχητικά σε αποστολή εναέριας περιπολίας μάχης (CAP) για την προστασία των βομβαρδιστικών από μαχητικά MiG.
Ακολουθούσαν οκτώ με δώδεκα μαχητικά F-4 Phantom εφοδιασμένα με βόμβες διασποράς αεροφύλων Mk-129, στόχος των οποίων ήταν να προκαλέσουν σύγχυση στα ραντάρ των συστοιχιών των πυραύλων αεράμυνας και των αντιαεροπορικών πυροβόλων. Οκτώ ακόμη F- 4 εφοδιασμένα με ατρακτίδια ηλεκτρονικών αντιμέτρων (ECM) συνόδευαν τα βομβαρδιστικά για να προσφέρουν προστασία από τα αντιαεροπορικά πυρά. Τον σχηματισμό υποστήριζαν αεροσκάφη ηλεκτρονικού πολέμου ΕΒ-66 και μαχητικά Wild Weasel για καταστολή της εχθρικής αεράμυνας με πυραύλους αντι-ραντάρ Shrike.
Το υψηλό κόστος αυτών των “πακέτων” έκανε τους Αμερικανούς να στραφούν προς τα αεροσκάφη stealth που θα μπορούσαν να επιχειρούν από μόνο τους. Ωστόσο, τις προσδοκίες αυτές δεν τις δικαίωσαν τα “αόρατα” αεροσκάφη, τα οποία στοιχίζουν πάρα πολύ τόσο ως προς την κατασκευή όσο κυρίως ως προς τη συντήρησή τους. Έτσι λοιπόν, stealth ή όχι, φαίνεται πως τα επανδρωμένα μαχητικά αεροσκάφη έχουν φθάσει κοντά στα όριά τους να συνεχίσουν να εκπληρώνουν τον ρόλο για τον οποίο σχεδιάστηκαν. Δηλαδή να λειτουργούν ως το βασικό μέσον εκπομπής πυρών στο πεδίο της μάχης.
Η εκδίκηση του πυροβολικού
Σήμερα, δεν έχουμε αεροσκάφη αντίστοιχα των Ilyushin Il-2 Shturmovik ή των Junkers Ju-87 Stuka του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, τα οποία ουσιαστικά λειτουργούσαν ως ιπτάμενο πυροβολικό. Τα εξεζητημένων τεχνολογιών και υψηλού κόστους σημερινά αεροσκάφη, όπως είναι το F-35 ή ακόμη και τα παλαιότερα F-16, F-18, Tornado κλπ, δύσκολα μπορούν να λειτουργήσουν ως προέκταση του πυροβολικού λόγω των μικρών αριθμών που διατίθενται.
Αντιθέτως, το πυροβολικό τείνει να αντιστρέψει την τάση και να επεκτείνει τη δράση του έτσι ώστε να μπορεί να λειτουργήσει ως συμπλήρωμα της αεροπορίας, ακόμη και σε στρατούς όπως είναι αυτός των ΗΠΑ, που είχε αναγορεύσει την αεροπορική προβολή ισχύος σε ύψιστη αρετή. Η εξέλιξη αυτή φέρνει δραματικές δυνητικές αλλαγές στη μεθοδολογία του μάχεσθαι και ταιριάζει απόλυτα με τις ιδιαίτερες γεωγραφικές και επιχειρησιακές συνθήκες της Ελλάδας. Κατά τα φαινόμενα όμως δεν λαμβάνει την προσοχή που θα έπρεπε να έχει.
Θα πρέπει πάντως να αποσαφηνιστεί πως άποψη του γράφοντος δεν είναι πως τα σημερινά πολεμικά αεροσκάφη δεν έχουν θέση στους σημερινούς πολέμους και θα πρέπει να αντικατασταθούν με πλέγματα αναγνώρισης-κρούσης. Αυτή ήταν μια θέση που εκφράστηκε στο παρελθόν και αποδείχθηκε λανθασμένη.
Όμως, φαίνεται πως ένα “επαυξημένο πυροβολικό” (“enhanced artillery”), ή “ντοπαρισμένο πυροβολικό”, ή (“artillery on steroids”) επί το γλαφυρότερον, εφοδιασμένο με συστήματα ικανά να ασκήσουν πλήγματα υψηλής καταστρεπτικότητας, παρατεταμένης διάρκειας και ποικιλίας αποτελεσμάτων στον αντίπαλο, μπορεί να αποτελέσει τη βάση έδρασης μιας δικτυοκεντρικής δύναμης, μέσα στην οποία οι δυνάμεις ελιγμού θα μπορέσουν να δράσουν αποτελεσματικότερα, ενώ οι πλατφόρμες υψηλής αξίας, όπως τα μαχητικά αεροσκάφη και τα πλοία, θα αποτελέσουν μέρος μιας κινητής γεωγραφίας ισχύος που θα προσαρμόζεται διαρκώς στη ρευστή πραγματικότητα της μάχης.
Η ιδανική αρχιτεκτονική μάχης
Ας μην ξεχνάμε ότι οι πολεμικές ικανότητες εδράζονται πάνω στα αποτελέσματα που επιφέρουν στον αντίπαλο. Κατά συνέπεια, κάθε εξοπλιστική προσπάθεια και σχεδίαση πολεμικών ικανοτήτων θα πρέπει να ξεκινά από αυτό το δεδομένο. Και τα αποτελέσματα τα επιτυγχάνουν τα βλήματα. Αντιθέτως, οι πλατφόρμες μεταφοράς βλημάτων, όσο προηγμένες και “εξωτικών” τεχνολογιών και αν είναι, δεν έχουν αξία από μόνες τους. Ούτε το μυθοποιημένο στις μέρες μας “δίκτυο” που διαμορφώνεται από σύνθετες αρχιτεκτονικές C4ISR, ούτε “μαγικά” τεχνουργήματα, όπως αόρατα αεροσκάφη.
Όλα αυτά αποτελούν υπηρέτες των βλημάτων, γιατί αυτά ασκούν τα επιθυμητά καταστρεπτικά αποτελέσματα στον αντίπαλο. Άρα, αν θέλουμε να επενδύσουμε σε μια αποτελεσματική και κυρίως οικονομική αρχιτεκτονική μάχης, θα πρέπει να ξεκινήσουμε τον σχεδιασμό μας με βάση τα αποτελέσματα που θέλουμε να υποστεί ο αντίπαλος σε τακτικό, επιχειρησιακό και στρατηγικό επίπεδο και κατόπιν να επιδιώξουμε να επιτύχουμε τα αποτελέσματα αυτά με τον οικονομικότερο, ασφαλέστερο και αποτελεσματικότερο τρόπο. Και αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να επενδύσουμε, όσο το δυνατόν περισσότερο στα βλήματα, τα οποία είναι αυτά που επιφέρουν τα αποτελέσματα και όσο το δυνατόν λιγότερο στις πλατφόρμες που μεταφέρουν τα βλήματα.
Οι ικανότητες αυτές εκφράζονται ξεκάθαρα στην αντίληψη των “Διαχωρικών Πυρών” (“Cross Domain Fires”) του στρατού των ΗΠΑ, η οποία με τη σειρά της αποτελεί στοιχείο της ευρύτερης αντίληψης της “πολυχωρικής μάχης” (“Multi Domain Battle/ MDB”), καθώς και με τις αντίστοιχες αντιλήψεις του Σώματος των Πεζοναυτών (USMC). Στο πλαίσιο της “πολυχωρικής μάχης” επιδιώκεται η σύζευξη όπλων πυροβολικού με ικανότητες ηλεκτρονικού πολέμου και κυβερνοπολέμου, οι οποίες αντιμετωπίζονται πλέον ως ενότητα και αναφέρονται με το αρκτικόλεξο CEMA (“Cyber Electromagnetic Activities”), έτσι ώστε, αφενός μεν, να επιταχύνεται η διαδικασία στοχοποίησης του αντιπάλου, αφετέρου δε, να επιφέρονται συνδυαστικά πλήγματα που θα διευκολύνουν την αποδιοργάνωση της εχθρικής δύναμης.