Ραγδαίες εξελίξεις στην εξοπλιστική δομή των Ενόπλων Δυνάμεων της Ελλάδας φέρνει ο πόλεμος στην Ουκρανία, εξελίξεις που θα επηρεάσουν ιδιαίτερα την κρίσιμης σημασίας αεράμυνα. Τα αντιαεροπορικά συστήματα S-300 και TOR-M1 οδηγούνται προς αντικατάσταση με άλλα νατοϊκής προέλευσης, σύμφωνα με σχετική πρόταση από την Ουάσιγκτον.
Η Αθήνα φέρεται να έχει αποδεχθεί την αμερικανική πρόταση, πυροδοτώντας μια ριζική αλλαγή στη δομή αεράμυνας των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, η οποία καθίσταται καίριας σημασίας ενόψει των τουρκικών απειλών και της σε βάθος ένταξης των μη επανδρωμένων αεροσκαφών (UAV) στις προκλήσεις κατά της Ελλάδας.
Την πλήρη απεξάρτηση των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων από τα οπλικά συστήματα ρωσικής κατασκευής επιταχύνει ο πόλεμος στην Ουκρανία, καθώς καθίσταται απολύτως σαφές ότι η ρήξη ανάμεσα στη Μόσχα και το ΝΑΤΟ δεν θα δημιουργήσει σύντομα συνθήκες για συντήρησή τους, γράφει ο Βασίλης Νέδος για την "Καθημερινή".
Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται η πρόταση που έφθασε πρόσφατα στην Αθήνα από την Ουάσιγκτον για την αντικατάσταση όλων των ρωσικών συστημάτων που υπάρχουν στο οπλοστάσιο των Ε.Δ. από νατοϊκής κατασκευής. Η πρόταση αφορά κατά κύριο λόγο αντιαεροπορικά συστήματα, όπως οι πύραυλοι S-300 και οι TOR-M1. Συστήματα όπως τα πιο παλιά αντιαεροπορικά OSA-K είναι ήδη ξεπερασμένα, ενώ το πρόγραμμα κυκλικής ανταλλαγής 40 τεθωρακισμένων οχημάτων μάχης (ΤΟΜΑ) τύπου BMP-1 με γερμανικά Marder, ενδέχεται να επεκταθεί έτι περαιτέρω.
Η αμερικανική πρόταση αφορά χρηματοδότηση μέσω εργαλείων που διαθέτει ήδη το Πεντάγωνο των ΗΠΑ όπως το FMF (Foreign Military Funding) και θα ανοίξει τον δρόμο απευθείας επαφών μεταξύ των στρατιωτικών των δύο χωρών. Η πρόταση των Ουκρανών για χορήγηση των συστημάτων αεράμυνας με αντάλλαγμα τη συντήρησή τους σε ουκρανικά εργοστάσια απορρίφθηκε για δύο βασικούς λόγους:
Πρώτον διότι η Ρωσία εξακολουθεί να διατηρεί την άδεια τελικού χρήστη (end user license agreement), γεγονός που σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν δύναται να εξαγάγει το συγκεκριμένο βιομηχανικό προϊόν σε τρίτο δίχως την άδεια της Μόσχας, η οποία υπό τις παρούσες συνθήκες είναι μάλλον αδύνατη. Επιπλέον δεν είναι καθόλου σαφές αν τα ουκρανικά εργοστάσια είναι σε θέση να αναλάβουν ένα τέτοιο έργο, ενώ η χώρα εξακολουθεί να βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση.
Δεύτερον, η Ελλάδα δεν μπορεί να δημιουργήσει κενά στην αεράμυνά της, ιδιαίτερα εάν δεν υπάρχει δυνατότητα άμεσης αντικατάστασής τους. Τα επιχειρήματα αυτά έχουν γίνει πλήρως κατανοητά και από τους Αμερικανούς. Άλλωστε, στην τελευταία συζήτηση των χωρών που υποστηρίζουν τις ουκρανικές εδαφικές δυνάμεις, ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Λόιντ Όστιν εξήρε τη στάση της Ελλάδας και το γεγονός ότι προχώρησε στην ανταλλαγή των ΤΟΜΑ BMP-1, ενώ εξακολουθεί και παραχωρεί βλήματα 155 χιλιοστών για το πυροβολικό της Ουκρανίας. Η στάση της Αθήνας στο Ουκρανικό «ξεκλείδωσε» σε σημαντικό βαθμό και τις συζητήσεις για επιτάχυνση της αντικατάστασης του ρωσικής κατασκευής οπλισμού.
Η συζήτηση με τους Αμερικανούς θα ξεκινήσει το επόμενο χρονικό διάστημα και θα γίνει με βάση μια σειρά από ήδη υφιστάμενες προβλέψεις. Κατ’ αρχάς ήδη στο τροποποιημένο πρωτόκολλο της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA) αλλά και τις τροπολογίες που έχουν εγκριθεί από το Κογκρέσο τα προηγούμενα χρόνια προβλέπονται κάποιες πιστώσεις για τη σταδιακή απόσυρση παρωχημένων ρωσικών οπλικών συστημάτων από τις τάξεις των Ε.Δ.
Αξίζει να σημειωθεί, πάντως, ότι μέσω του χρηματοδοτικού εργαλείου FMF, πέρα από αμερικανικά συστήματα που θα αντικαταστήσουν τα ρωσικά όπλα, θα προωθηθεί και η σταδιακή ανανέωση του στόλου ελικοπτέρων του Στρατού Ξηράς, της Πολεμικής Αεροπορίας και του Πολεμικού Ναυτικού, με εισαγωγή του «Black Hawk». Η αντικατάσταση αυτή θα γίνει σε βάθος χρόνου και με σκοπό να αντικατασταθεί σταδιακά ο παλιός στόλος των Huey των Ενόπλων Δυνάμεων.
Δεν είναι σαφές με ποια συστήματα θα αντικατασταθούν τα ρωσικής προελεύσεως αντιαεροπορικά συστήματα που διαθέτει η Ελλάδα, ωστόσο η ενίσχυση της αεράμυνας - που σε περίπτωση επεισοδίου θα είναι στο επίκεντρο της συνολικής άμυνας της Ελλάδας - είναι απαραίτητη και πιο σύγχρονα συστήματα είναι σαφώς ευπρόσδεκτα από τα στρατιωτικά Επιτελεία και την πολιτική διοίκηση στην Αθήνα.
Ένα ακόμα ερώτημα που τίθεται, ωστόσο, είναι οι επιπτώσεις μιας τέτοιας κίνησης στις ήδη επιδεινωμένες ελληνο-ρωσικές σχέσεις...