Ενέργεια

''Παρωχημένες'' και ''επικίνδυνες'' για την Αθήνα οι γεωτρήσεις πετρελαίου

Οι δηλώσεις του Νίκου Δένδια στη Σαουδική Αραβία, περί της απροθυμίας της Ελλάδος «να προχωρήσει σε έρευνες και γεωτρήσεις και να μετατρέψει το Αιγαίο σε Κόλπο του Μεξικού» ερμηνεύθηκαν –και όχι άδικα– ως η ταφόπλακα του ενεργειακού σχεδιασμού και προγράμματος της χώρας μας προκαλώντας αντιδράσεις, οι οποίες, όμως, δεν έλαβαν τη δημοσιότητα που θα περίμενε κανείς μετά από μία τόσο σημαντική δήλωση.

Κορυφαίοι επιστήμονες, επιχειρηματίες, καθώς και πολιτικός κόσμος, θεωρούν ότι η Ελλάδα πρέπει να μειώσει την ενεργειακή εξάρτησή της, η οποία στοιχίζει περίπου 10 δισ. ευρώ το χρόνο, σε εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου.

Την ίδια ώρα, παρατηρητές που γνωρίζουν άριστα το θέμα των υδρογονανθράκων στην ελληνική επικράτεια, παραπέμπουν στο σχεδιασμό που κληροδότησε στις επόμενες κυβερνήσεις ο Γιάννης Μανιάτης, ο οποίος ετοίμασε και παρέδωσε τις 13 Συμβάσεις Παραχωρήσεων, ενώ στα τέλη του 2020 πραγματοποίησε μία εμπεριστατωμένη έρευνα γύρω από το θέμα της ενεργειακής επάρκειας της χώρας και την πράσινη ανάπτυξη, η οποία δημοσιεύεται στον ιστότοπο του μη κερδοσκοπικού οργανισμού «ΔιαΝΕΟσις». Η έρευνα αυτή, για όσους τη διάβασαν επισταμένως, αποτελεί έναν αξιόπιστο οδικό χάρτη για την ενεργειακή απεξάρτηση της χώρας μας, και την –σε μεγάλο βαθμό– απόκτηση της αυτάρκειάς της.

 

Συνεργάτες του Νίκου Δένδια, που μίλησαν στη «Βραδυνή της Κυριακής», είπαν ότι οι γεωτρήσεις πετρελαίου είναι πια παρωχημένες, αφού είναι πολύ χρονοβόρες, κοστοβόρες, αποτελούν σοβαρό κίνδυνο για το Περιβάλλον, και με βάση τις τιμές του πετρελαίου σήμερα και τις προοπτικές τους αργότερα, η γεώτρηση και η εξόρυξή του δεν αποτελεί συμφέρουσα επιλογή.

Αντίθετα, λένε ότι πρέπει η Ελλάδα να επικεντρωθεί στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ).

Μαζί του, όμως, διαφωνούν πολλοί, οι οποίοι γνωρίζουν τόσο το ενεργειακό παιχνίδι στη γειτονιά μας όσο και το γεωπολιτικό παιχνίδι που λαμβάνει χώρα τα τελευταία χρόνια.

Κάποιοι ισχυρίζονται ότι με την απόσυρση της Ελλάδας από το ενεργειακό πρόγραμμα στο Αιγαίο, αφοπλίζεται η τουρκική βουλιμία, αφού από τη στιγμή που η Αθήνα δεν θα ασχοληθεί με γεωτρήσεις, δεν έχει λόγο να το κάνει και η Άγκυρα. Κορυφαίοι διπλωμάτες που κλήθηκαν να σχολιάσουν το παραπάνω επιχείρημα, το χαρακτήρισαν «παιδικά αφελές» και «προσβλητικό ακόμη και για την πολιτική νοημοσύνη του μέσου Νεοέλληνα».

Πληροφορίες της «Βραδυνής της Κυριακής» αναφέρουν ότι οι Τούρκοι δεν ασχολούνται με τις ελληνικές επιλογές στον ενεργειακό τομέα, και θα προχωρήσουν μέχρι τέλους στην υλοποίηση του σχεδιασμού τους. Τον οποίο περιέγραψε πολύ γλαφυρά ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου μετά τη συνάντησή του με τον Νίκο Δένδια ως μία «δίκαιη μοιρασιά στο Αιγαίο». Με λίγα λόγια, είτε προχωρήσει σε έρευνες ή γεωτρήσεις η Ελλάδα είτε όχι, η Τουρκία θα προχωρήσει κανονικά στη διεκδίκηση των χρυσοφόρων κοιτασμάτων που φέρονται να βρίσκονται στο Αιγαίο.

Ήδη, πληροφορούμαστε ότι οι Τούρκοι έχουν προμηθευτεί πέντε ερευνητικά πλοία, που στοιχίσανε 1,2 δισ. ευρώ. Προφανώς, δεν θα τα αφήσουν να σαπίσουν στα τουρκικά λιμάνια…

Την ίδια ώρα, η εικόνα της Ελλάδας δέχεται ένα ισχυρό πλήγμα, αφού για δεύτερη φορά μέσα σε 20 χρόνια επίκειται αποχώρηση εταιριών που έχουν υπογράψει συμβάσεις με το ελληνικό Δημόσιο για έρευνα και παραγωγή υδρογονανθράκων στη χώρα.

Ήδη, η ισπανική Repsol αποχώρησε ενώ επένδυσε μέχρι τώρα περίπου 30 εκατ. ευρώ, μετά από τις γραφειοκρατικές δολιχοδρομίες και τις αντιδράσεις που συνάντησε στην Ήπειρο όπου δραστηριοποιείται, ενώ και τα ΕΛ.ΠΕ. φέρονται να σχεδιάζουν να αποχωρήσουν από δύο περιοχές της Δυτικής Ελλάδας. Τα χερσαία Οικόπεδα και την περιοχή του Πατραϊκού Κόλπου. Έτοιμη να αποχωρήσει φέρεται και η TOTAL, δημιουργώντας ένα ζοφερό τοπίο, το οποίο προβληματίζει τους γνωρίζοντες τα ενεργειακά.

Ο συνδυασμός της απολιγνιτοποίησης με την εγκατάλειψη των προσπαθειών για έρευνα και παραγωγή φυσικού αερίου, καθιστά τη χώρα απόλυτα εξαρτώμενη από εισαγωγές φυσικού αερίου τα επόμενα 30-50 χρόνια, για τις μονάδες βάσης ηλεκτρικής ενέργειας που δεν μπορούν να υποκατασταθούν από ΑΠΕ (Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας), επισημαίνουν σε κοινό τους άρθρο στελέχη της αγοράς, μεταξύ των οποίων το μέλος της Επιτροπής Ενέργειας της Ακαδημίας Αθηνών, δρ Ηλίας Κονοφάγος.

Ανάγκη να προχωρήσει ο σχεδιασμός

«Παρά τις προσπάθειες της δεκαετίας 2010, ορατός είναι ο κίνδυνος η εθνική προσπάθεια που ξεκίνησε με τον Ν.4001/2011 για την αξιοποίηση των εθνικών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων να παρασυρθεί από τη γενικότερη μείωση επενδύσεων των εταιριών ερευνών υδρογονανθράκων, αν δεν αναληφθούν οι απόλυτα αναγκαίες και επείγουσες κυβερνητικές πρωτοβουλίες, εν όψει μάλιστα της αναμενόμενης ανάκαμψης των τιμών το 2021-22», αναφέρει στη μελέτη του (πηγή: ΔιαΝΕΟσις) ο πρώην υπουργός Ενέργειας και καθηγητής του πανεπιστημίου Πειραιά, Γιάννης Μανιάτης.

Σύμφωνα με την ίδια μελέτη, παρά το γεγονός ότι έχουν ολοκληρωθεί 12 παραχωρήσεις θαλάσσιων και χερσαίων εκτάσεων-Οικοπέδων, από τις οποίες οι πρώτες έξι έπρεπε ήδη να βρίσκονται σε στάδιο παραγωγικών γεωτρήσεων, ακόμα (δυστυχώς) βρισκόμαστε στο στάδιο στο οποίο σχεδιάζεται η υλοποίηση της πρώτης γεώτρησης να γίνει το 2021.

Καταλήγει ότι «απαιτείται, πλέον, μετά τα διεθνή δυσμενή οικονομικά αποτελέσματα λόγω της Covid-19, η ελληνική Πολιτεία να στηρίξει με κάθε τρόπο τη δρομολόγηση των εργασιών αξιοποίησης των εθνικών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων (έστω και με τις όποιες καθυστερήσεις επιβάλλουν οι τρέχουσες συγκυρίες), δεδομένου ότι το φυσικό αέριο μέχρι το 2050 θα χρησιμοποιείται από την Ε.Ε., ως μεταβατικό καύσιμο, ενώ οι υπόλοιπες πλην της Ε.Ε. χώρες θα εξακολουθήσουν να χρησιμοποιούν ορυκτά καύσιμα με υψηλό βαθμό συμμετοχής στο ενεργειακό ισοζύγιο».

Στη χώρα μας να σημειωθεί ότι είχαν διεκδικήσει και κέρδισαν τις συμβάσεις έρευνας διεθνείς ενεργειακοί κολοσσοί όπως η EXXON MOBIL, η TOTAL, η REPSOL, η EDISON κ.ά., με τη συμμετοχή των δύο εξαιρετικά σημαντικών ελληνικών εταιριών ENERGEAN και ΕΛ.ΠΕ.

Σε μία κατά 100% εξαρτημένη χώρα από πετρέλαιο και φυσικό αέριο όπως είναι η Ελλάδα, τα οφέλη από την αξιοποίηση των εθνικών κοιτασμάτων φυσικού αερίου που αναμένεται να αντικαταστήσει το πολλαπλά πιο ρυπογόνο πετρέλαιο είναι προφανή, σύμφωνα με όλους τους ειδικούς.

Από τη δημιουργία χιλιάδων καλοπληρωμένων νέων θέσεων εργασίας, έως τη σημαντική μείωση του ενεργειακού κόστους σε ηλεκτρισμό και φυσικό αέριο, που αποτελεί κορυφαίο πρόβλημα για την ελληνική βιομηχανία και βιοτεχνία.

Ιδιαίτερα, ο μεσοπρόθεσμος σχεδιασμός για 170.000 καταναλωτές, με επεκτάσεις κόστους €470 εκατ., αποτελούν σημαντικές παρεμβάσεις μείωσης του ενεργειακού κόστους μικρομεσαίων επιχειρήσεων και νοικοκυριών στις περισσότερες Περιφέρειες της χώρας. Η Ελλάδα υστερεί σε πολύ σημαντικό βαθμό σε διείσδυση φυσικού αερίου (μόλις 8%), σε αντίθεση με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο (55%), γεγονός που επιβάλει να προχωρήσουν ταχύτατα όλες οι διαδικασίες επέκτασης των δικτύων.

Τέλος, θα μειωθεί η εξάρτηση από τρίτες χώρες, ενώ να σημειωθεί ότι σήμερα όλοι οι αγωγοί τροφοδοσίας με φυσικό αέριο της χώρας, διέρχονται από την Τουρκία (Turkstream, Tap – Tanap, ελληνοτουρκικός), με ό,τι αυτό σημαίνει για τα εθνικά θέματα.

Γεωπολιτικοί λόγοι

Σε μία περιοχή της Αν. Μεσογείου που υπάρχει οργασμός ερευνητικής δραστηριότητας, η Ελλάδα αντίθετα, με την κατάργηση της ερευνητικής δραστηριότητας, απεμπολεί στην ουσία κυριαρχικά της δικαιώματα, καθιστώντας και την οριοθέτηση της ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας χωρίς νόημα (Δίκαιο Θάλασσας 1982), επισημαίνουν γνώστες της ενεργειακής αγοράς και της γεωπολιτικής όπως οι κ.κ. Κονοφάγος, Φίλης, Λουκογιαννάκης, Γρηγορίου Μπασιάς. Πολιτικά εκτιμούν ότι η χώρα μας απομακρύνεται από συνέργειες και συμμετοχές για την ανάπτυξη της περιοχής σε ενεργειακό κόμβο με Αίγυπτο, Ισραήλ, Λιβύη και Κύπρο και αφήνει ελεύθερο το πεδίο στις παράνομες τουρκικές διεκδικήσεις. Να σημειωθεί –επισημαίνουν οι ίδιοι– πως τυχόν μη εκμετάλλευση των δυνητικών αποθεμάτων υδρογονανθράκων στην ελληνική υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως δικαιολογητική βάση από όλους εκείνους που υποστηρίζουν την παραχώρηση εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στην Τουρκία. Γεγονός που οδηγεί στη γεωπολιτική μας εξάλειψη από το χώρο.

 

Η επίκληση δήθεν περιβαλλοντικών κινδύνων είναι απόλυτα ατεκμηρίωτη. «Στον “Πρίνο” για 40 χρόνια, σε μία άκρως τουριστική περιοχή (Κόλπος Καβάλας και Θάσος) δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα», λένε…

Το νορβηγικό παράδειγμα

Αναφορικά με τους γενικότερους προβληματισμούς που ακούγονται στη χώρα για τη σκοπιμότητα της προώθησης των εθνικών ερευνών, η μελέτη του Γιάννη Μανιάτη υπενθυμίζει την απόφαση της νορβηγικής κυβέρνησης τον Φεβρουάριο του 2020, παρά τις κάποιες αντιδράσεις, να προχωρήσει στην αξιοποίηση του νέου πετρελαϊκού πεδίου Johan Sverdrup, της μεγαλύτερης ανακάλυψης στη Βόρεια Θάλασσα, εκτιμώμενης αξίας $100 δισ., και 2,7 δισ. βαρελιών πετρελαίου. Η βελτίωση ήταν αυτή της «καθαρής» λύσης χρήσης υδροηλεκτρικής ενέργειας στην πλατφόρμα εξόρυξης, αντί για τις ρυπογόνες τουρμπίνες αερίου, με μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος από τα 8 kgr/βαρέλι, στα μόλις 0,67 kgr/βαρέλι. Κύριο επιχείρημα της νορβηγικής κυβέρνησης για την αξιοποίηση του κοιτάσματος ήταν ότι τα δημόσια έσοδα από την αξιοποίηση θα τροφοδοτούσαν το κρατικό νορβηγικό ταμείο των συντάξεων.

 Εμείς να σημειώσουμε ότι ανάλογη νομοθεσία υπάρχει και στην Ελλάδα από το 2013, με την ψήφιση του Ν.4162/2013, για τον «Εθνικό Λογαριασμό Κοινωνικής Αλληλεγγύης Γενεών». Ειδικά για την Ελλάδα, υπενθυμίζεται η πλήρης ενσωμάτωση των αυστηρότερων ευρωπαϊκών περιβαλλοντικών προδιαγραφών και κανονισμών στο Εθνικό Δίκαιο, η λειτουργία όλων των αναγκαίων μηχανισμών και φορέων για παρακολούθηση των δραστηριοτήτων των εταιριών εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων (off shore & on shore έρευνας), καθώς και η λειτουργία Παρατηρητηρίων Ερευνών με τη συμμετοχή εκπροσώπων των τοπικών κοινωνιών και ανεξάρτητων κοινωνικών φορέων, ως στενών συνεργατών των αρμόδιων περιβαλλοντικών υπηρεσιών.

 Επίσης, όσοι τάσσονται υπέρ της συνέχισης των ερευνών τονίζουν την ανάγκη μείωσης της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος για τη βιομηχανία. Η σημερινή υψηλή μεσοσταθμική τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος στη χονδρική αγορά (50% υψηλότερη από τη μέση τιμή της Ε.Ε.), αποτελεί τροχοπέδη για τη βιομηχανική παραγωγή. Σύμφωνα με στοιχεία του 2020, είναι η υψηλότερη των «27», σημαντικά υψηλότερη από αυτή τω γειτονικών βαλκανικών χωρών και τριπλάσια των αντίστοιχων σκανδιναβικών χωρών. Οι λίγες διεθνείς διασυνδέσεις, οι ακριβές εισαγωγές, η μη εφαρμογή του target model, οι υψηλοί ειδικοί φόροι και οι τιμές ρύπων είναι μερικοί από τους συντελεστές που πρέπει να αντιμετωπιστούν.

Ακολουθήστε το Πενταπόσταγμα στο Google news Google News

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Ελληνοτουρκικά 0

Αποκάλυψη: Αυτές είναι οι περιοχές του Αιγαίου που οι Τούρκοι θέλουν να υφαρπάξουν από την Ελλάδα στην «μοιρασιά» ΑΟΖ-υφαλοκρηπίδας

Η Τουρκία, επιδιώκει την περιορισμένη επέκταση των Ελληνικών χωρικών υδάτων στο Αιγαίο, διαφοροποιούμενη γεωγραφικά...