Η υστέρηση της χώρας σε βασικούς δείκτες διευκόλυνσης της επιχειρηματικότητας και των επενδύσεων ήταν και παραμένει πολύ μεγάλη μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ και ενίοτε ακόμα και σε σχέση με οικονομίες υπό ανάπτυξη. Δεν είναι έτσι απορίας άξιον το γεγονός ότι η διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην Ελλάδα, χώρα με όλα τα φυσικά χαρακτηριστικά που ευνοούν την ανάπτυξή τους, είναι πολύ χαμηλότερη από αυτή ευρωπαϊκών χωρών με πολύ λιγότερα ευνοϊκά χαρακτηριστικά.
Είναι ίσως χαρακτηριστικό ότι δύο μεγάλες επενδύσεις αντλησοταμίευσης (όπου χρησιμοποιείται αιολική ή ηλιακή ενέργεια για να αντληθούν ύδατα σε ταμιευτήρα με υψόμετρο τα οποία μπορούν να απελευθερωθούν σε χρόνο επιλογής του διαχειριστή του συστήματος και να παραγάγουν υδροηλεκτρική ενέργεια όποτε απαιτείται, λύνοντας το πρόβλημα της αποθήκευσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας) προϋπολογισμού της τάξεως των 800 εκατομμυρίων ευρώ, μόλις τώρα, μετά οχτώ περίπου χρόνια, έχουν αρχίσει να τροχοδρομούν στην Ελλάδα. Πρόκειται για έργα στην Κρήτη και την Αμφιλοχία του ομίλου ΓΕΚ Τέρνα.
Αλλά και πολλά άλλα μικρότερα αιολικά έργα όπως στα Άγραφα ή την Άνδρο αλλά και σε δεκάδες άλλες περιοχές, παρά το πράσινο φως της κεντρικής διοίκησης, παλεύουν είτε με τη γραφειοκρατία είτε με τις «δυναμικές μειοψηφίες» που τα βομβαρδίζουν με προσφυγές (συχνά παρά τη θετική για τις επενδύσεις ετυμηγορία κορυφαίων θεσμών όπως το Συμβούλιο της Επικρατείας) είτε με τις συχνές μεταβολές των θέσεων της εκάστοτε Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Έτσι ο μέσος χρόνος που απαιτείται από την έναρξη της διαδικασίας αδειοδότησης μέχρι την κατασκευή ενός αιολικού, και όχι μόνον, πάρκου στην Ελλάδα υπολογίζεται στα 8 με 10 έτη. Όμως σε αυτό το διάστημα συχνά μεταβάλλονται ριζικά βασικές παραδοχές των επιχειρηματικών σχεδίων, από το κόστος του δανεισμού έως τις τιμές διάθεσης ενέργειας και από τους φορολογικούς συντελεστές έως τις επιβαρύνσεις στα ακίνητα και την ίδια τη ζήτηση.
Αλλά η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να συντηρεί τόσο σοβαρά αντικίνητρα στις επενδύσεις. Παρά ταύτα, τα δεδομένα είναι απογοητευτικά: Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ετήσιας έκθεσης Ease of Doing Business της Παγκόσμιας Τράπεζας (έκθεση 2020, δημοσιευθείσα στις 24/10/19), η επίλυση μιας εμπορικής διαφοράς μεταξύ δύο επιχειρήσεων από Μονομελές Πρωτοδικείο και η εκτέλεση της σχετικής απόφασης χρειάζεται 1.711 μέρες στην Ελλάδα όταν ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι 589,6 μέρες. Η χώρα μας βρίσκεται έτσι στην 146η θέση μεταξύ 190 χωρών στη συγκεκριμένη κατηγορία. Ανάλογη υστέρηση έχει και σε άλλους κρίσιμους τομείς, όπως η πρόσβαση σε χρηματοδότηση, οι ταχύτητες αδειοδότησης κ.λπ.
Κάτω από τη Γουατεμάλα
Επομένως και φέτος οι επιδόσεις της Ελλάδας στην προσέλκυση επενδύσεων δεν αναμένεται να είναι καλύτερες από τις, δραματικές, περυσινές: Η Ελλάδα στην τελευταία έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας (Δεκέμβριος 2019) ήταν ουραγός, όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά και παγκοσμίως, μία θέση πιο κάτω από τη Γουατεμάλα και δύο από τη Ζιμπάμπουε. Συγκεκριμένα, οι επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα (το 2018) αντιπροσώπευαν μόλις το 11,1% του ΑΕΠ, έναντι 12,9% του ΑΕΠ το 2017 και 12,1% το 2016. Στην κατάταξη της Παγκόσμιας Τράπεζας, η Ελλάδα τοποθετήθηκε λίγες θέσεις πριν από το τέλος, πολύ πιο κάτω από χώρες όπως η Τουρκία, όπου οι επενδύσεις ήταν 29,6% του ΑΕΠ της το 2018, η Ιρλανδία (23,4% του ΑΕΠ), η Ισπανία (21,2%), αλλά και η Κύπρος (19,4% του ΑΕΠ). Σε χαμηλότερη θέση βρίσκονται μόνο οι Γουινέα Μπισάου (10,8% του ΑΕΠ), το Πουέρτο Ρίκο (8,8%) και η Σομαλία (6,5%)...