Μεταξύ 4 και 10 Μαΐου υπήρξε για πρώτη φορά μηδενική συνεισφορά του λιγνίτη στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας. Σύμφωνα με στοιχεία του Ινστιτούτου Ενέργειας ΝΑ Ευρώπης (ΙΕΝΕ) η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας για την ανωτέρω περίοδο καλύφθηκε από φυσικό αέριο (40%), από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) (33%), από υδροηλεκτρικές μονάδες (5%) και από εισαγωγές ηλεκτρικού ρεύματος από τις γειτονικές χώρες (22%).
Πέραν από τη συγκεκριμένη εβδομάδα, η συνεισφορά του λιγνίτη στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας εξακολουθεί να παραμένει πολύ χαμηλή. Αυτή η χαμηλή συμμετοχή των λιγνιτικών μονάδων στο εγχώριο ηλεκτροπαραγωγικό σύστημα δεν είναι τυχαία. Ήδη από το 2018 η ΔΕΗ έχει αρχίσει να περιορίζει τη χρήση τους σε μια προσπάθεια να εξοικονομήσει χρήματα αποφεύγοντας τις πληρωμές δικαιωμάτων ρύπων.
Σύμφωνα με τους αναλυτές του ΙΕΝΕ, οι λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ έχουν διαμορφώσει ένα ιδιαίτερα υψηλό και μη ανταγωνιστικό κόστος παραγωγής με αποτέλεσμα να τίθενται εκτός συστήματος στην ημερήσια κατανομή, βάσει της οποίας λειτουργεί η αγορά ηλεκτρισμού.
Αυτό το υψηλό κόστος οφείλεται στα υψηλά λειτουργικά και ανελαστικά έξοδα λειτουργίας της κάθε μονάδας (ορυχεία, μεγάλος αριθμός προσωπικού, υψηλό κόστος συντήρησης) και στα δικαιώματα ρύπων που εδώ και 14 μήνες κινούνται σταθερά πάνω από τα 22 ευρώ ανά τόνο, ενώ επί σειρά ετών κινούνταν κάτω από τα 7 ευρώ ανά τόνο.