Είναι γνωστό ότι ο Ερντογάν μέρα με τη μέρα ανεβάζει τους επιθετικούς τόνους των ομιλιών του σε βάρος της Ελλάδας, απειλώντας ευθέως όχι μόνο να προβεί σε επιθετική ενέργεια για να καταλάβει νησιά μας στο Αιγαίο, αλλά και για να πλήξει την Αθήνα με τους βαλλιστικούς πυραύλους του Tayfun.
Υπενθυμίζεται ότι η Τουρκία εκτόξευσε τον εν λόγω βαλλιστικό πύραυλο μικρού βεληνεκούς (SRBM), που αναπτύχθηκε πρόσφατα από τη Roketsan , πάνω από τη Μαύρη Θάλασσα στις 18 Οκτωβρίου 2022. Ο Tayfun εκτοξεύτηκε από έναν κινητό εκτοξευτή στην πόλη Rize στην ακτή της Μαύρης Θάλασσας και ταξίδεψε 561 χιλιόμετρα, ή περίπου 350 μίλια, βεληνεκές διπλάσιο από αυτό των σημερινών πυραύλων στο οπλοστάσιο της Τουρκίας, πριν συντριβεί στα ανοιχτά του λιμανιού της Μαύρης Θάλασσας της Σινώπης.
Ο συγκεκριμένος πύραυλος έχει το μεγαλύτερο βεληνεκές από όλους τους πυραύλους που αναπτύχθηκαν από την τουρκική αμυντική βιομηχανία. Ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεσμεύτηκε ότι η Τουρκία θα αυξήσει περαιτέρω το βεληνεκές των βαλλιστικών πυραύλων της. «Αυτή τη στιγμή, το βεληνεκές του πυραύλου μας είναι 565 χιλιόμετρα. Αυτό είναι ανεπαρκές. θα το αυξήσουμε στα 1.000 χιλιόμετρα», δήλωσε ο Ερντογάν στις 14 Ιανουαρίου.
Ο Ερντογάν προσπαθεί να εδραιώσει την πολιτική του εξουσία επωφελούμενος από τις εξελίξεις στην αμυντική βιομηχανία, παρουσιάζοντας όλα τα επιτεύγματα των τελευταίων ετών, σαν να ήταν αποτέλεσμα δραστηριοτήτων που πραγματοποιήθηκαν υπό την κυριαρχία του.
Πώς λοιπόν απέκτησε η Τουρκία την ικανότητα να παράγει έναν πύραυλο όπως ο Tayfun SRBM;
Σε αυτό επιχειρεί να δώσει απάντηση με άρθρο του Διεθνές ΜΜΕ, του οποίου τα κυριότερα σημεία είναι τα ακόλουθα:
"Οι προσπάθειες της Τουρκίας να αποκτήσει την τεχνολογία και την τεχνογνωσία για την κατασκευή των πυραύλων της στο εσωτερικό ξεκίνησαν τη δεκαετία του 1990, όταν η Τουρκία αποφάσισε να βελτιώσει την αμυντική συνεργασία με την Κίνα σε μια προσπάθεια διαφοροποίησης της στον αμυντικό τομέα.
Ένας άλλος λόγος για την επιθυμία της Τουρκίας να δημιουργήσει αμυντική συνεργασία με την Κίνα ήταν η απροθυμία και μερικές φορές η άρνηση των εταίρων αμυντικής συνεργασίας της Τουρκίας, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Γερμανία, να παράσχουν στρατιωτική τεχνολογία στην Τουρκία σε κοινά έργα.
Με άλλα λόγια, η άρνηση των παραδοσιακών εταίρων της Τουρκίας να συνεργαστούν στην αμυντική βιομηχανία άνοιξε εν μέρει το δρόμο για τουρκο-κινεζική συνεργασία.
Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990, η Τουρκία υπέγραψε δύο κοινά έργα αμυντικής βιομηχανίας με την Κίνα για την ανάπτυξη και παραγωγή κινεζικών πυραυλικών συστημάτων με άδεια στην Τουρκία.
Δύο ήταν οι βασικοί λόγοι για την τουρκική εμπλοκή σε αυτά τα δύο έργα συνεργασίας με την Κίνα.
Ο πρώτος ήταν η αυξανόμενη πυραυλική απειλή γύρω από την Τουρκία στα μέσα της δεκαετίας του 1990 και η συνειδητοποίηση από τις τουρκικές αρχές ότι η Τουρκία είχε σοβαρές ελλείψεις στα συστήματα αντιπυραυλικής άμυνας.
Έτσι οι τουρκικές αρχές επέλεξαν να αναπτύξουν εγχώριους πυραύλους για να ενισχύσουν την αποτρεπτική ικανότητα των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων (TSK).
Ο δεύτερος λόγος ήταν η θετική απάντηση από τις κινεζικές αρχές.
Η Τουρκία πραγματοποίησε διαβουλεύσεις με πολλές χώρες για πυραυλικά συστήματα και έλαβε θετική απάντηση από την Κίνα στις προτάσεις της, ιδίως όσον αφορά την ανάπτυξη της πυραυλικής τεχνολογίας στην Τουρκία μέσω μεταφοράς τεχνολογίας.
Το πρώτο έργο υπογράφηκε το 1997 για το μη κατευθυνόμενο σύστημα πυραύλων πολλαπλής εκτόξευσης (MLRS) WS -1.
Αυτή η συμφωνία ήταν η πρώτη γνωστή εξαγωγή αυτού του συστήματος πυροβολικού από την Κίνα.
Η πρώτη συστοιχία του WS -1 MLRS παραδόθηκε στις Τουρκικές Χερσαίες Δυνάμεις τον Δεκέμβριο του 1998 από τον κινεζική αμυντική εταιρεία Sichuan Aerospace Industry Corporation (SCAIC), μια από τις σημαντικότερες κατασκευάστριες MLRS.
Οι υπόλοιπες πέντε συστοιχίες παρήχθησαν μέσω μεταφοράς τεχνολογίας, με την τουρκική ονομασία Kasırga (στρόβιλος).
Το συνολικό κόστος του έργου φέρεται να ήταν περίπου 250 εκατομμύρια δολάρια. Μια συστοιχία Kasırga μπορεί να εκτοξεύσει τέσσερις μη κατευθυνόμενους πυραύλους 302 χιλιοστών, μαζικά ή μεμονωμένα, σε εμβέλεια 100 χιλιομέτρων.
Το δεύτερο κοινό σχέδιο αμυντικής βιομηχανίας μεταξύ Τουρκίας και Κίνας υπογράφηκε το 1999 για το B611 SRBM.
Σύμφωνα με τη συμφωνία, μια συστοιχία B611 και περισσότεροι από 200 πύραυλοι κατασκευάστηκαν από την Roketsan στην Τουρκία με την τουρκική ονομασία Yıldırım (Lightning) σε συνεργασία με την κινεζική αμυντική εταιρεία China Precision Machinery Import-Export Corporation (CPMIEC).
Σύμφωνα με πληροφορίες, το συνολικό κόστος του έργου ήταν περίπου 300 εκατομμύρια δολάρια.
Μια συστοιχία Γιλντιρίμ μπορεί να εκτοξεύσει έναν κατευθυνόμενο πύραυλο 600 mm σε εμβέλεια 152 χιλιομέτρων.
Ένας κινητήρας στερεού προωθητικού τροφοδοτεί έναν μόνο πύραυλο, ο οποίος μπορεί να τοποθετηθεί με συμβατική κεφαλή υψηλής εκρηκτικής ύλης (HE) και έχει μήκος 6,1 μέτρα και συνολικό βάρος 480 κιλά. Η διόρθωση πορείας βάσει συστήματος αδρανειακής πλοήγησης (INS) παρείχε ακρίβεια 150 μέτρων για τον πύραυλο Yıldırım.
Έτσι χάρη στη συνεργασία με την Κίνα, η τουρκική αμυντική βιομηχανία παρήγαγε το πρώτο γηγενές SRBM Yıldırım με εμβέλεια 150 χιλιομέτρων.
Το 2009 η Προεδρία της Αμυντικής Βιομηχανίας (SSB) υπέγραψε σύμβαση με την ονομασία Project-B με τη Roketsan για την αύξηση της εμβέλειας των πυραύλων Yıldırım από 150 σε 300 χιλιόμετρα. Ο πύραυλος εκτεταμένου βεληνεκούς ονομάστηκε Bora (Καταιγίδα).
Η Roketsan έλαβε τεχνολογική υποστήριξη από την CPMIEC για την παραγωγή του Bora.
Ένα νέο σύστημα καθοδήγησης INS, κατασκευασμένο στις ΗΠΑ, βελτίωσε την ακρίβεια από 150 μέτρα σε λιγότερο από 50 μέτρα.
Μια επιτυχημένη δοκιμαστική εκτόξευση πραγματοποιήθηκε την άνοιξη του 2014 και οι πρώτες παραδόσεις έγιναν αμέσως μετά από αυτό, πιθανώς το 2015 ή το 2016. Το Bora αντιπροσωπεύει το δεύτερο ορόσημο στο πολυετές σχέδιο ανάπτυξης πυραύλων του τουρκικού στρατού: εγχώριους βαλλιστικούς πυραύλους με βεληνεκές 300 χιλιόμετρα.
Η τουρκική απειλή
Από τα παραπάνω διαπιστώνεται ότι η τρέχουσα παραγωγή του βαλλιστικού πυραύλου Tayfun βεληνεκούς 561 χιλιομέτρων από την τουρκική αμυντική βιομηχανία, είναι αποτέλεσμα ενός πολυετούς σχεδίου ανάπτυξης πυραύλων που ξεκίνησε και καθοδηγήθηκε από τις Τουρκικές ένοπλες Δυνάμεις τη δεκαετία του 1990.
Η συνεργασία και η μεταφορά τεχνολογίας μεταξύ της Roketsan και της Κινεζικής αμυντικής εταιρείας CPMIEC έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του Bora.
Σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του Ερντογάν, τα επιτεύγματα της Τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας σήμερα δεν οφείλονται μόνο στα 20 χρόνια του στην εξουσία, αλλά βασίζονται κυρίως στη στρατηγική απόφαση των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων την δεκαετία του 1990 να ανοίξουν το δρόμο για συμπαραγωγή πυραυλικών συστημάτων,με άδεια στην Τουρκία για μεταφορά τεχνολογίας.
Η Τουρκία διαθέτει στο οπλοστάσιό της τα εξής πυραυλικά συστήματα:
1.Kasırga, με εμβέλεια 100 χιλιομέτρων
2.Yıldırım, με εμβέλεια 150 χιλιομέτρων και ακρίβεια 150 μέτρων
3.Bora, με εμβέλεια 300 χιλιομέτρων και ακρίβεια 50 μέτρων (ουσιαστικά είναι ο Yıldırım με μεγαλύτερο βεληνεκές)
4. Tayfun με εμβέλεια 561 χιλιομέτρων μέχρι στιγμής, με προπτική σύμφωνα με τα λεγόμενα του Ερντογάν να φθάσει τα 1000 χιλιόμετρα.
Αν προβούμε σε εγκατάστασή των παραπάνω πυραυλικών συστημάτων σε υποθετικές θέσεις σε μικρή απόσταση από τα μικρασιαστικά παράλια πάνω σε έναν χάρη, με βάση τα βεληνεκή τους, προκύπτει ότι όλα τα νησιά μας ανατολικότερα του 25ου μεσημβρινού, στον οποίο η Τουρκία επιθυμεί να διχοτομήσει το Αιγαίο, βάλλονται από τα παραπάνω συστήματα.
Συνεπώς θεωρητικά στόχοι στρατηγικής σημασίας , όπως υποδομές ηλεκτρικού ρεύματος, νερού, γέφυρες, φράγματα, λοιπά έργα κοινής ωφελείας, καθώς και στρατιωτικοί στόχοι όπως αεροδρόμια, λιμάνια, στρατόπεδα, αποθήκες πυρομαχικών και έργα οχυρώσεως, δύναται να βληθούν από τους Τούρκους.
Και λέμε θεωρητικά, γιατι η Ελληνική επικράτεια στο σύνολό της καλύπτεται από ένα ισχυρότατο πλέγμα πολυεπίπεδης διαλειτουργικής διακλαδικής αντιαεροπορικής αμύνης, ικανής να αντιμετωπίσει σε πολύ μεγάλο βαθμό την τουρκική απειλή.
Επίσης η προσθήκη στο τουρκικό οπλοστάσιο πολλών drones , διαφόρων αποστολών και δυνατοτήτων ,δημιούργησε νέα δεδομένα για την Ελλάδα, η οποία προέβη στην προμήθεια και εγκατάσταση υπερσύγχρονου anti-drone συστήματος στην επικράτεια της, προκειμένου να αντιμετωπίσει την νέα τουρκική απειλή.
Διαπίστωση ωστόσο από όλα τα παραπάνω είναι ότι η Τουρκία αυξάνει διαρκώς τις επιθετικές της δυνατότητες με πυραυλικά συστήματα μεγάλου βεληνεκούς και drones, προκειμένου να επιφέρει πλήγματα σε βάθος στην Ελληνική επικράτεια χωρίς ανθρώπινες απώλειες για την ίδια, με την Ελλάδα στον αντίποδα να ενισχύει τα αμυντικά της μέσα με ενίσχυση της αντιαεροπορικής της άμυνας και εγκατάσταση anti-drone συστήματος, αλλά να στερείται την δυνατότητα να πλήξει την τουρκική ενδοχώρα σε βάθος με Στρατηγικά όπλα, πλήν της πολεμικής της Αεροπορίας και του Πολεμικού ναυτικού της και με πυραυλικά συστήματα σε μικρούς αριθμούς και μεσαίου βεληνεκούς.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία κατέδειξε ότι αντενδείκνυται η χρήση ακριβών Ουκρανικών αντιαεροπορικών πυραύλων για την αναχαίτιση φθηνών Ρωσικών drones, τα οποία ενεργώντας μαζικά σε συνεργασία με εκτόξευση πυραύλων εδάφους-εδάφους από τους Ρώσους , δημιουργούν υπερκορεσμό της Ουκρανικής αεράμυνας διαπερνώντας την, επιφέροντας παράλληλα εξάντληση σε πυρομαχικά των Ουκρανικών αντιαεροπορικών συστημάτων.
Κοινώς η Ελλάδα θα πρέπει να κινηθεί στην αγορά όχι μόνο αμυντικών οπλικών συστημάτων και μέσων, αλλά και επιθετικών, που θα της δίνουν την δυνατότητα να πλήξει στόχους σε βάθος στην τουρκική ενδοχώρα, χωρίς να ρισκάρει την παραμικρή ανθρώπινη απώλεια.
Κατόπιν των ανωτέρω εισήγησή μας είναι η Ελλάδα :
1.Να προμηθευθεί επιπλέον αντιαεροπορικούς πυραύλους Patriot που αποτελούν την ραχοκοκαλιά της αεράμυνάς της, λόγω υπερκαταναλώσεων τους που θα αντιμετωπίσει σε ενδεχόμενη στρατιωτική σύρραξη με την Τουρκία.
2. Να προωθήσει από τώρα στα νησιά μας και ιδιάιτερα σε μικρονήσους στο Αιγαίο, αλλά και στην Θράκη επιπλέον φορητά αντιαεροπορικά συστήματα MANPADS και αντιαρματικά.
3.Να προβεί στην απόκτηση σε μεγάλους αριθμούς φθηνών drones καμικάζι και UCAV, καθώς και θαλάσσιων USV.
4. Να προβεί ΑΜΕΣΑ στην αγορά πυραυλικών συστημάτων εδάφους-εδάφους πολύ μεγάλου βεληνεκούς, ικανών να πλήξουν την τουρκική ενοχώρα ακόμη και πέραν της Άγκυρας.