Ο Ερντογάν δηλώνει την οικονομική υποστήριξη των επιχειρήσεων, καθώς ο στόχος του 2022 της αμυντικής και αεροδιαστημικής βιομηχανίας είναι να αυξήσει το εγχώριο επιτόκιο από 71% σε 73%. Στον τομέα της άμυνας και της αεροδιαστημικής, στοχεύει να φτάσει τα 8,9 δισεκατομμύρια δολάρια σε έσοδα από ξένες πωλήσεις, 23,1 δισεκατομμύρια δολάρια σε τζίρο και 74 χιλιάδες 800 άτομα σε απασχόληση.
Στο Προεδρικό Ετήσιο Πρόγραμμα για το 2022, συμπεριλήφθηκαν επίσης οι δραστηριότητες και τα έργα που θα πραγματοποιηθούν στην αμυντική βιομηχανία του χρόνου και οι στόχοι στον τομέα αυτό.
Υπό τον συντονισμό της Προεδρίας της Αμυντικής Βιομηχανίας, ο κύριος στόχος θα είναι η κάλυψη των αναγκών των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων και των δυνάμεων ασφαλείας, με κατανόηση της συνεχούς ανάπτυξης, με εθνικές τεχνολογίες και εγχώριες ευκαιρίες στο μέγιστο βαθμό, για την ενίσχυση του οικοσυστήματος προκειμένου να αυξηθούν οι αμυντικές εξαγωγές και να διασφαλιστεί η διάδοση των αποκτηθέντων δεξιοτήτων στον πολιτικό τομέα. Για αυτό, έργα που θα ελαχιστοποιήσουν την εξάρτηση από το εξωτερικό στην αμυντική βιομηχανία, θα υλοποιηθούν με εθνικές τεχνολογίες και εγχώριες ευκαιρίες.
Με το Πρόγραμμα Αξιολόγησης και Υποστήριξης Βιομηχανικής Ικανότητας (ΕΥΔΕΠ), οι εταιρείες θα λάβουν οικονομική βοήθεια με επίκεντρο την κατάρτιση, την παροχή συμβουλών και την υποστήριξη καθοδήγησης.
Παραβλέπει όμως ( ενδεχομένως για ψηφοθηρικούς λόγους ), ότι σημαντικές επιπτώσεις στην εγχώρια αμυντική βιομηχανική παραγωγή της Τουρκίας, μπορεί να έχει ο τρόπος εφαρμογής των αμερικανικών κυρώσεων για την προμήθεια ρωσικών S-400 κατά της διεύθυνσης αμυντικών βιομηχανιών (SSB), ενός οργανισμού υπό την άμεση επίβλεψη του Τούρκου προέδρου Ερντογάν.
Στην ευθύνη του SSB υπάρχει μια σειρά από πολύ σημαντικά πρότζεκτ, με κυριότερο την «κορωνίδα» της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας, τα UAV τύπου Bayraktar. Ο συγκεκριμένος τύπος UAV είχε υποστεί ένα πλήγμα , όταν ο Καναδάς έλαβε απόφαση για απαγόρευση εξαγωγών κρίσιμων οπλικών συστημάτων προς την Τουρκία, με αποτέλεσμα το Bayraktar TB-2 να απολέσει την πρόσβαση σε συστήματα στόχευσης και κατόπτευσης και σε αισθητήρες, που η κατασκευάστρια εταιρεία προμηθευόταν από την καναδική L3Harris WESCAM, θυγατρική της αμερικανικής L3 Harris.
Πρακτικά, η πρόβλεψη για απαγόρευση παροχής αδειών εξαγωγής από τις ΗΠΑ συστήματος ή τεχνολογίας προς την τουρκική SSB, όπως προβλέπεται από τις κυρώσεις που αναρτήθηκαν από το ομοσπονδιακό υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ, θα μπορούσε να προκαλέσει σημαντικά προβλήματα στην υλοποίηση διάφορων συναλλαγών για την Τουρκία. Κυρίως, η υπαγωγή ενός τουρκικού οργανισμού όπως αυτός στη νομοθεσία CAATSA, λειτουργεί αποθαρρυντικά για πιθανούς αγοραστές συστημάτων υπό την SSB.
Ουσιαστικά, οι Τούρκοι δεν θα μπορούν να χρησιμοποιήσουν αμερικανική τεχνολογία ούτε για εισαγωγές ούτε για εξαγωγές, ενώ δεν θα πρέπει να μειώνεται η αξία και του πολιτικού μηνύματος προς τους Ευρωπαίους. Σημειώνεται, ότι ως πρότζεκτ που υλοποιούνται υπό την αιγίδα της SSB λογίζονται και τα UAV τύπου ΑΝΚΑ, οι δορυφόροι Gokturk, τα γερμανικής σχεδίασης υποβρύχια τύπου 214, το ισπανικής σχεδίασης ελικοπτεροφόρο Ανατολού και η «εθνική» κορβέτα (MILGEM).
Η ανάπτυξη της τουρκικής αμυντικής τεχνολογίας και βιομηχανίας τα τελευταία περίπου 20 χρόνια, φαίνεται ότι έχει αποδώσει κάποιους καρπούς. Όχι βέβαια όπως τους παρουσιάζει το τουρκικό κατεστημένο, αλλά σε ικανοποιητικό επίπεδο.
Δεν πρέπει να θεωρούμε ότι η Τουρκία έχει αποκτήσει αυτονομία στην παραγωγή οπλικών συστημάτων, δεδομένου, ότι μεγάλο μέρος της χρησιμοποιούμενης τεχνολογίας είναι εισαγόμενη (η προστιθέμενη αξία δεν πρέπει να υπερβαίνει το 40%), Επίσης, εισαγόμενες είναι οι απαιτούμενες πρώτες ύλες, τα ημικατεργασμένα και σειρά από τεχνολογικά προϊόντα απαραίτητα για τη δημιουργία των τελικών προϊόντων.
Το πρόβλημα, βέβαια, δεν είναι το ποσοστό της προστιθέμενης αξίας που δημιουργεί η τουρκική οικονομία, αλλά η αδυναμία της να παράγει εκείνα τα κρίσιμα μέρη του τελικού προϊόντος, που ενσωματώνουν υψηλή τεχνολογία και είναι όλα εισαγόμενα. Συνεπώς, δεν είναι η μεγέθυνση του ποσοστού της προστιθέμενης αξίας που είναι σημαντική, αλλά κυρίως είναι τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της προστιθέμενης αξίας.
Αναφέρω ορισμένα παραδείγματα :
Το επιθετικό ελικόπτερο Τ129 παράγεται στην Τουρκία από την Turkish Aerospace Industries, μετά από άδεια της ιταλικής Agusta Westland. Η συγκεκριμένη εταιρεία, είναι θυγατρική της επίσης ιταλικής εταιρείας Leonardo S.p.A. και της οποίας ο μεγαλύτερος μέτοχος, με ποσοστό περίπου 30% είναι το ιταλικό δημόσιο.
Το ελικόπτερο φέρει δύο μηχανές τούρμπο LHTEC T800-4A. Κάθε μηχανή έχει ισχύ 1104 αλόγων. Πρόκειται για παραλλαγή της μηχανής CTS 800. Ο κατασκευαστής της μηχανής, η εταιρεία LHTEC, αποτελεί εταιρεία joint venture της αμερικανικής Honeywell και της βρετανικής Rolls Royce. Επομένως, το θεωρούμενο από την τουρκική ηγεσία ως “εγχωρίως” παραγόμενο ελικόπτερο, είναι αδύνατον να παραχθεί, χωρίς την μηχανή της LHTEC!
Οι πρόσφατες διεθνείς και περιφερειακές εξελίξεις φέρνουν την αμυντική βιομηχανία Ελλάδας και Τουρκίας, για άλλη μια φορά, στο κέντρο του ενδιαφέροντος. Μια επιφανειακή προσέγγιση των πραγμάτων, μπορεί εύκολα να αναγνωρίσει την τουρκική αμυντική βιομηχανία ως έναν εκκολαπτόμενο γίγαντα, ενώ η ελληνική περίπτωση στο πλαίσιο της σταδιακής αποβιομηχάνισης από την δεκαετία του ‘70, αλλά και της οικονομικής δυσπραγίας της τελευταίας δεκαετίας, μπορεί να σκιαγραφηθεί ως ένα θηρίο που πνέει τα λοίσθια. Είναι, όμως, αυτή η πραγματικότητα ή μήπως μεγάλο κομμάτι αυτού του αφηγήματος είναι ένα διογκωμένο μύθευμα της όμορης χώρας, το οποίο κάνει λόγο για “αεροπλανοφόρα και τανκς εγχώριας παραγωγής”;
Η χώρα μας δεν διαθέτει ούτε το υπόβαθρο ούτε την παράδοση βαριάς βιομηχανίας. Συνεπώς, η επίτευξη μιας εσωτερικής αυτάρκειας σε επίπεδο βαρέων όπλων, δεν άπτεται της πραγματικότητας. Αντίθετα, η εστίαση σε συγκεκριμένους τομείς μπορεί να αναδείξει συγκεκριμένα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, που η βιομηχανία μας διαθέτει σε υψηλά καταρτισμένο τεχνικό προσωπικό αλλά και τεχνογνωσία.
Η προοπτική αυτή αποτυπώνεται και στο υπάρχον μωσαϊκό εξαγωγών ιδιωτικών, κυρίως, εταιρειών οι οποίες παράγουν ελαφρύ οπλισμό αλλά και συγκεκριμένα εξαρτήματα. Η στερεοτυπική αντίληψη πως η ελληνική αμυντική βιομηχανία, δεν παράγει και δεν εξάγει “ούτε μια βίδα” καταρρίπτεται. Σε ότι αφορά τα βαρέα όπλα, ένας υγιής συνδυασμός απευθείας προμήθειας και συμμετοχής σε προγράμματα συμπαραγωγής, είναι μια επωφελής αλλά και ρεαλιστική λύση. Επί παραδείγματι, ένα σημαντικό ποσοστό των Leopard II (το κύριο άρμα μάχης των Ενόπλων Δυνάμεων) που διαθέτει ο Ελληνικός Στρατός (τα λεγόμενα Leopard 2A6 HEL), έχει συναρμολογηθεί στη Σίνδο Θεσσαλονίκης με πολλά εξαρτήματα τους να προέρχονται από ελληνικές εταιρείες.
Η χώρα μας, από την άλλη, έχει την προοπτική σε ανθρώπινο δυναμικό αλλά και σε τεχνογνωσία να εξέλθει δυναμικά ως ένας δυναμικός μετέχων, σε προγράμματα συμπαραγωγών με την προϋπόθεση ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις, δεν επιδίδονται σε μια εξοπλιστική διπλωματία χωρίς μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη στρατηγική βλέψη.
Η προσήλωση της χώρας στη διεθνή νομιμότητα και στους ευρωατλαντικούς θεσμούς, διασφαλίζει την πρόσβαση μας σε εξοπλισμούς που οι ίδιοι δεν μπορούμε να παράγουμε, αλλά και την ευκαιρία, να αποκτήσουμε την τεχνογνωσία και να αποκτήσουμε το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε συγκεκριμένους τομείς οι οποίοι ανταποκρίνονται στις παραγωγικές δυνατότητες της Ελλάδας.
Μια υγιής εθνική αμυντική βιομηχανία, μπορεί υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, να λειτουργήσει ως κινητήριος μοχλός στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας αλλά και στην θωράκιση της ενάντια στις διαγραφόμενη απειλή.