Η ανακοίνωση της τουρκικής πλευράς ότι προς το παρόν αναστέλλονται οι έρευνες σε αμφισβητούμενες περιοχές με σκοπό να διευκολυνθεί ο δρόμος των διαπραγματεύσεων ανάμεσα στις δύο χώρες, σε συνδυασμό με τη σταδιακή απομάκρυνση των σκαφών του τουρκικού πολεμικού ναυτικού από την περιοχή, οδήγησε στην αποκλιμάκωση της έντασης ανάμεσα στις δύο χώρες.
Η επίσημη ελληνική θέση ότι κυρίως ο λόγος ήταν η ισχυρή αποφασιστικότητα αποτροπής που επέδειξε η ελληνική πλευρά, μπορεί να εξυπηρετεί λόγους εσωτερικής πολιτικής συζήτησης, όμως η ακολουθία των γεγονότων παραπέμπει πολύ περισσότερο σε χειρισμούς της αμερικανικής και της γερμανικής πλευράς που θέλοντας αποφύγουν μια ανεξέλεγκτη σύγκρουση μεσολάβησαν για να πέσουν οι τόνοι και να δρομολογηθούν διαδικασίες αποκλιμάκωσης.
Ουσιαστικά, είναι εμφανές ότι έχει γίνει αρκετή προσπάθεια ώστε να διαμορφωθεί ουσιαστικά ένα back channel ώστε να αρχίσει να διαμορφώνεται το δυνητικό πλαίσιο μιας διαπραγμάτευσης, προσπάθεια που η Τουρκία επέλεξε σε πρώτη φάση να τη δημοσιοποιήσει αποκαλύπτοντας τη συνάντηση του Βερολίνου.
Όμως, η πραγματική δυσκολία για τη διαπραγμάτευση αφορά τον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο τον προσεγγίζουν οι δύο χώρες.
Η τουρκική αντίληψη για τη διαπραγμάτευση: εφ’ όλης της ύλης και χωρίς προϋποθέσεις
Η Τουρκία γνωρίζει εδώ και αρκετά χρόνια ότι ο μόνος τρόπος για να κατοχυρώσει τις αξιώσεις της είναι να υπάρξει μια διαδικασία διαπραγμάτευσης. Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε ότι πάντα υπάρχει η σκιά ότι η εισβολή στην Κύπρο το 1974 έτυχε καταδίκης από τη διεθνή κοινότητα και πήγε πίσω τις όποιες τουρκικές διεκδικήσεις, όποια και εάν είναι η μεταχείρισή της μέσα στον επίσημο λόγο.
Ωστόσο, η αντίληψή της για τη διαπραγμάτευση έχει δύο βασικά γνωρίσματα.
Το πρώτο είναι η λογική της εφ’ όλης της ύλης διαπραγμάτευση με όλα τα θέματα θεωρούμενα ως ανοιχτά. Σύμφωνα με αυτό το σχήμα η Ελλάδα και η Τουρκία έχουν ένα σύνολο από διαφορές που ξεκινούν από τα ζητήματα των χωρικών υδάτων και του εναερίου χώρου στο Αιγαίο, επεκτείνονται στα ζητήματα ερμηνείας των συνθηκών που απέδωσαν τα νησιά του Αιγίου και τη Δωδεκάνησο στην Ελλάδα και άρα τα όρια της κυριαρχίας σε νησίδες και βραχονησίδες (οι περίφημες γκρίζες ζώνες), περιλαμβάνουν τα ζητήματα που αφορούν την στρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου και βέβαια καταλήγουν στα ζητήματα οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ ανάμεσα στις δύο χώρες.
Ενίοτε η τουρκική ρητορική εμπλέκει και την επίλυση του Κυπριακού σε αυτό το πλέγμα διαφορών. Κατά τη γνώμη της Τουρκίας όλα τα ζητήματα είναι ανοιχτά και σε μικρό βαθμό έχουν εφαρμογή προβλέψεις του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, εφόσον η γεωγραφική εγγύτητα –ή ο κίνδυνος να αδικηθεί η Τουρκία από μία κατά γράμμα εφαρμογή του– σημαίνουν ότι κατά βάση εναπόκειται στις δύο χώρες να κάνουν αμοιβαίες υποχωρήσεις και να βρουν ένα σημείο ισορροπίας.
Το δεύτερο γνώρισμα της τουρκικής τακτικής είναι αυτό που θα λέγαμε πρακτική των τετελεσμένων. Αυτή είναι η αναζήτηση κάθε ευκαιρίας ώστε να κατοχυρώσει ή έστω να δώσει την εντύπωση ότι κατοχυρώνει κρίσιμες θέσεις ενόψει της τελικής διαπραγμάτευσης. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το τουρκολιβυκό σύμφωνο. Η Τουρκία γνωρίζει ότι μόνο μια πολυμερής συμφωνία οριοθέτηση θα χαράξει τελικά τα όρια των ΑΟΖ στην περιοχή. Όμως, θέλει σε αυτή τη συζήτηση να έρθει έχοντας κατοχυρώσει ότι με τουλάχιστον μία χώρα έχει συναντίληψη.
Η ελληνική ταλάντευση ως προς τη διαπραγμάτευση
Η επίσημη ελληνική θέση είναι εδώ και δεκαετίες ότι για όλα τα ζητήματα που αφορούν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις το διεθνές δίκαιο κατοχυρώνει τις ελληνικές θέσεις και άρα δεν υπάρχει περιθώριο συζήτησης. Ακόμη και για το θέμα της στρατιωτικοποίησης των νησιών του Αιγαίου, η πάγια ελληνική θέση είναι ότι το δικαίωμα άμυνας, όπως κατοχυρώνεται από το Διεθνές Δίκαιο, είναι υπέρτερο από την όποια «γραμματική» διατύπωση συνθηκών που διατυπώθηκαν σε άλλες εποχές, άλλο διεθνές πλαίσιο και άλλη αντίληψη για την άσκηση κυριαρχίας.
Το μόνο θέμα που θεωρεί υπό συζήτηση παγίως η ελληνική διπλωματία είναι αυτό της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας (και πλέον της ΑΟΖ), ζήτημα για το οποίο η Ελλάδα είναι έτοιμη να προσφύγει από κοινού με την Τουρκία στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης δηλώνοντας ότι θα αποδεχτεί την ετυμηγορία του.
Η θέση αυτή έρχεται σε αντιπαράθεση με την τουρκική θέση που θα κατέτεινε σε προσφυγή για την επίλυση όλων των διαφορών. Η ελληνική διπλωματία παραδοσιακά θεωρούσε επικίνδυνη αυτή την τακτική. Ο λόγος είναι ότι η τάση των διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων είναι να αναζητούν μια «μέση οδό» και αυτό εάν επεκτεινόταν σε θέματα που αφορούν το Αιγαίου και τα όρια κυριαρχίας θα μπορούσε να οδηγήσει σε απώλεια πλευρών κυριαρχίας.
Βέβαια, στο κοντινότερο σημείο που έφτασαν οι δύο χώρες στο να υπογράψουν συνυποσχετικό για την προσφυγή στη Χάγη για το θέμα της υφαλοκρηπίδας, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, επί πρωθυπουργίας Κώστα Σημίτη, η διαπραγμάτευση άγγιζε και πλευρές μια οριστικής διευθέτησης διμερών θεμάτων και στο Αιγαίο, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που αφορούν τα όρια των χωρικών υδάτων. Όμως, την ίδια στιγμή, το ίδιο το γεγονός ότι δεν προχώρησε η συγκεκριμένη διαπραγμάτευση και στην βάση εκτιμήσεων στην ελληνική πλευρά ως προς το πολιτικό κόστος.
Σε αυτό το πλαίσιο υπάρχει και μια δυσκολία να γίνει σαφής ποια είναι η ελληνική θέση ως προς τα όρια μιας πιθανής συμφωνίας. Θα μπορούσαμε πάντως να πούμε ότι υπάρχει, αρκετά χρόνια τώρα, μια έμμεση παραδοχή ότι σε μια προσφυγής σε διεθνές δικαιοδοτικό όργανο αντί πλήρη αναγνώριση αυτοτελούς υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ στο σύμπλεγμα του Καστελόριζου, η ετυμηγορία θα ήταν μια απόδοση σημαντικών εκτάσεων στην τουρκική υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ.
Οι πραγματικές δυσκολίες ως προς τη διαπραγμάτευση
Η δυσκολία της διαπραγμάτευσης, εάν τη δούμε από την ελληνική πλευρά είναι διπλή. Από τη μια είναι προφανές ότι έχει να κάνει με μια δύναμη αναθεωρητική, που πέραν από υπαρκτές και προς διερεύνηση διαφορές, εγείρει αξιώσεις που συχνά είναι σε σύγκρουση με το διεθνές δίκαιο και που ούτως ή άλλως αυτή την περίοδο πολιτεύεται μέσω προβολών ισχύος που παραπέμπουν σε απαίτηση να αναγνωριστεί ως ισχυρή περιφερειακή δύναμη.
Από την άλλη, με την Τουρκία να προκρίνει τον εφ’ όλης της ύλης διάλογο, υπάρχει ο φόβος ότι μια διαπραγμάτευση απλώς θα αφήσει το ίχνος ότι όλα τα θέματα είναι ανοιχτά, δεν θα οδηγήσει σε έναν έντιμο συμβιβασμό και απλώς θα κατοχυρώσει ότι ένας αριθμός ζητημάτων αποτελούν όντως «γκρίζες ζώνες», την ίδια ώρα που δεν θα έχει κάποια εγγύηση ότι θα υπάρχει αποφυγή εντάσεων ή «τετελεσμένων».
Την ίδια ώρα ο διεθνής παράγοντας, είτε πρόκειται για τις ΗΠΑ είτε για την εσχάτως ιδιαιτέρως παρούσα στα ελληνοτουρκικά Γερμανία, μπορεί να εκφράζει ποικιλοτρόπως την επιθυμία του να δει τις δύο χώρες να προχωρούν σε διαπραγμάτευση, χωρίς όμως να θέλει ούτε να αναλάβει ρόλο επιδιαιτητή ούτε και να υποδείξει την κατεύθυνση ενός τέτοιου συμβιβασμού.
Στο παρελθόν όποτε οι ελληνικές κυβερνήσεις βρέθηκαν αντιμέτωπες με τέτοια διλήμματα συνήθως προέκριναν να αφήσουν τα πράγματα ως έχουν και να μην επιταχύνουν διαδικασίες διαπραγμάτευσης, σταθμίζοντας εξωτερικές αλλά και εσωτερικές παραμέτρους.
Η σημερινή συγκυρία έχει τη διαφορά αφενός της εντονότερης επιλογής «προβολών ισχύος» της Τουρκίας (αν και όχι κυρίως σε σχέση με τα ελληνοτουρκικά), αφετέρου της αίσθησης ενός τοπίου περισσότερο αχαρτογράφητου σε σχέση με το παρελθόν, με μια Τουρκία ικανή να εναλλάσσει τα «τετελεσμένα» με δηλώσεις ετοιμότητας για διάλογο.
Πάντως, η προσπάθεια της κυβέρνησης να υπογραμμίσει ότι στην πρόσφατη ένταση η καθοριστική παράμετρος ήταν η ελληνική ετοιμότητα για πρακτικές αποτροπής και όχι η διαμεσολαβητική παρέμβαση του διεθνούς παράγοντα, δείχνει ότι στον βραχύ χρόνο η ελληνική πλευρά κυρίως θέλει να αμυνθεί προκαταβολικά σε πιθανές κριτικές για υπερβολική ενδοτικότητα.