Ο στρατηγός ε.α. Güray Alpar, πρώην ανώτατος της τουρκικής στρατοχωροφυλακής και μέλος του εν λόγω ινστιτούτου που καθορίζει την πολιτική των γειτόνων, αναφέρει σε έκθεσή του σχέδια στα οποία οφείλουμε να έχουμε το νου μας ώστε να δώσουμε την κατάλληλη απάντηση:
Ο ίδιος ξεκινά με την ονομασία της θάλασσας, "η οποία αν και ονομάζεται σήμερα «Αιγαίο Πέλαγος», σύμφωνα με πηγές των Σελτζούκων και της Οθωμανικής περιόδου, αυτή η θάλασσα είχε άλλο όνομα και ονομαζόταν ως «Θάλασσα των Νήσων», λόγω του μεγάλου αριθμού νησιών που την περιβάλλουν.
Το όνομα του Αιγαίου, από την άλλη πλευρά, δεν είναι ετυμολογικά σχετιζόμενο με την ελληνική γλώσσα, αλλά βασίστηκε σε μια επική ονομασία ενός βασιλιά και δόθηκε μόνο για να αποτελέσει τη βάση για την διεκδίκηση της θάλασσας αυτής από την Ελλάδα.
Στο άρθρο 12 της ειρηνευτικής συνθήκης της Λωζάννης της 24ης Ιουλίου 1923, για τη θάλασσα αυτή χρησιμοποιήθηκε ο όρος "περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου", δηλαδή "νησιά της Ανατολικής Μεσογείου".
Μέχρι το 1941, τόσο κατά την περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας όσο και της τουρκικής δημοκρατίας δεν αναφέρονταν η λέξη «Αιγαίο», ενώ για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε το όνομα αυτό μεταξύ 06-21 Ιουνίου 1941, σε τουρκικό συνέδριο Γλώσσας και Ιστορίας.
Παρόλο που από τώρα και στο εξής χρησιμοποιείται το όνομα "Αιγαίο", ορισμένοι Τούρκοι ιστορικοί προτείνουν ότι θα ήταν καταλληλότερο να ονομαστεί αυτή η θάλασσα, ως "Θάλασσα των Νήσων", δεδομένου ότι αποτελεί φυσική επέκταση της Ανατολίας.
Η Θάλασσα των Νήσων είναι στρατηγικής σημασίας δεδομένου ότι βρίσκεται σε ένα σημείο όπου η ευρωπαϊκή, ασιατική και αφρικανική ήπειρος πλησιάζουν η μία την άλλη, ενώ ελέγχει και τα Στενά του Βοσπόρου.
Με την κατάληψη της Κρήτης, η Θάλασσα των Νήσων (Αιγαίο) έγινε τουρκική λίμνη και το 1718, μετά την απόκτηση του νησιού Istendil (Τήνος), όλα τα νησιά της θάλασσας ελέγχονταν από τους Τούρκους.
Δεν είναι γνωστό πόσοι γεωγραφικοί σχηματισμοί υπάρχουν στη Θάλασσα των Νήσων, με έκταση 214.000 km2. Σύμφωνα με μερικούς ειδικούς, υπάρχουν περίπου 3000 νησιά, και περίπου 10.000 μικρονήσοι, νησίδες και βραχονησίδες.
Η έκταση μόνο σε 24 από αυτά είναι μεγαλύτερη από 100 km2. Η συνολική έκταση αυτών των νησιών, που βρίσκεται στη Θάλασσα των Νήσων, είναι περίπου 23.000 χλμ.
Ο αριθμός των νησιών που κατοικούνται είναι περίπου 100. Αν και τα Νησιά στη Θάλασσα των Νήσων μπορούν να ομαδοποιηθούν με διαφορετικά ονόματα ανάλογα με το σκοπό τους, μπορούν να ταξινομηθούν ως εξής: Νησιά της βόρειας, νότιας και κεντρικής θάλασσας (των νησιών) και νησιά της Κρήτης.
Παρατηρείται ότι η ανάπτυξη της Ελλάδας μετατοπίστηκε στη Θάλασσα των Νήσων, ιδιαίτερα μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Η ανάπτυξή τους υλοποιήθηκε μετά από αυτή την ημερομηνία και συνεχίζεται και σήμερα, έστω και αν αυτή είναι ενάντια στο διεθνές δίκαιο.
Το νομικό καθεστώς των νησιών στη Θάλασσα των Νήσων είναι ουσιαστικά οι κάτωθι συνθήκες:
- 30 Μαΐου 1913 Συνθήκη του Λονδίνου,
- 14 Νοεμβρίου 1913 Συνθήκη της Αθήνας,
- 24 Ιουλίου 1923 Συνθήκη της Λωζάνης,
- 1936 Σύμβαση του Μοντρέ,
- και η Συνθήκη του Παρισιού το 1947.
Όταν αυτές οι συμφωνίες αναλύονται προσεκτικά ΚΑΙ αποδεικνύεται ότι ορισμένα ζητήματα που είναι υπέρ της τουρκικής πλευράς δεν έχουν αναλυθεί και δεν έχουν γίνει αξιώσεις μέχρι τώρα.
Τα θέματα που παραβλέπονται και τα οποία πρέπει να ληφθούν υπόψη στις συμφωνίες για τη θάλασσα των νήσων μπορούν να συνοψιστούν ως εξής.
Η κατάσταση της νήσου Κρήτης και των γύρω νησιών πρέπει να αξιολογηθεί προσεκτικά, σύμφωνα με τις συνθήκες του Λονδίνου της 30ής Μαΐου 1913, της Αθήνας στις 14 Νοεμβρίου 1913 και την Συνθήκη της Λωζάνης της 24ης Ιουλίου 1923 (άρθρο 12).
Το ¼ της Κρήτης δόθηκε στην Ελλάδα, ενώ το υπόλοιπο κομμάτι σε Βουλγαρία, Μαυροβούνιο και Σερβία, με τα 14 νησιά γύρω από την Κρήτη να ανήκουν στην Τουρκία. Σύμφωνα με την τουρκική εταιρεία ιστορίας και ειδικό χάρτη ο οποίος δημοσιεύθηκε το 2004, το νησί της Κρήτης ανήκει στην Τουρκία.
Την ίδια χρονιά η Ελλάδα κατέλαβε 5 από τα νησιά γύρω από την Κρήτη. Τα νησιά αυτά γύρω από την Κρήτη είναι κρίσιμα για τον έλεγχο της Μεσογείου.
Κατά την περίοδο μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης, τα κράτη της Βουλγαρίας, της Σερβίας και του Μαυροβουνίου έχουν πράγματι παραιτηθεί των δικαιωμάτων τους στη νήσο Κρήτη. Ωστόσο, δεν υπάρχει έγγραφο ότι αυτό έγινε υπέρ της Ελλάδας.
Σε αυτή την περίπτωση η Τουρκία, ως διάδοχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έχει δικαιώματα στα ανατολικά του νησιού της Κρήτης ακριβώς πάνω στην κόκκινη γραμμή σε ποσοστό ¾ .
Στο τέλος του 2ου Βαλκανικού πολέμου, δόθηκε στην Ελλάδα «μόνο το δικαίωμα χρήσης» των νησιών, τα οποία βρίσκονται στα βόρεια της Θάλασσας των Νήσων, και των Νήσων του Βοσπόρου, τα οποία καταλήφθηκαν από τους Έλληνες με ένα μόνο πολεμικό πλοίο.
Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, οι Έλληνες, εκμεταλλευόμενοι την ευκαιρία, μη υπάρξεως ικανού πολεμικού ναυτικού από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, κατέλαβε με το θωρηκτό Αβέρωφ τα βόρεια νησιά της Θάλασσας των Νήσων. (Λήμνο, Θάσο, Μυτιλήνη, Χίο και Σάμο κά).
Στο τέλος του πολέμου, η Οθωμανική Αυτοκρατορία ζήτησε από τα 6 μεγάλα κράτη της εποχής να αποφασίσουν για την κατάσταση αυτών των νησιών. Τα νησιά αυτά μετά από διαβουλεύσεις με τις μεγάλες δυνάμεις δόθηκαν στην Ελλάδα, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα χρησιμοποιηθούν για στρατιωτικούς σκοπούς.
Σε απάντησή της στην κοινοποίηση αυτή στις 21 Φεβρουαρίου 1914, η Ελλάδα ανακοίνωσε ότι "δέχθηκε την εν λόγω απόφαση και τον αφοπλισμό των νησιών". Οι διατάξεις της Συμφωνίας του Λονδίνου του 1913 απαγορεύουν στους Έλληνες να έχουν στρατεύματα στα νησιά, αλλά μπορούν να έχουν μόνο δυνάμεις αστυνομίας ή χωροφυλακής για λόγους ασφαλείας.
Ένα άλλο τεκμηριωμένο ζήτημα είναι ότι στην Ελλάδα δόθηκε το "δικαίωμα της υπό όρους χρήσης τους" και όχι της κυριαρχίας της επί αυτών των νησιών. Στη συμφωνία της Λωζάννης υπάρχει προϋπόθεση ότι τα νησιά αυτά πρέπει να είναι άοπλα (άρθρα 12 και 13).
Είναι γεγονός ότι το δικαίωμα χρήσης δεν καλύπτει τον θαλάσσιο και τον εναέριο χώρο. Τα «χωρικά ύδατα και ο εναέριος χώρος» αυτών των νησιών, στα οποία δόθηκε το δικαίωμα χρήσης με τη Συμφωνία του Λονδίνου του 1913, ανήκουν στον πρώην ιδιοκτήτη αυτών των νησιών και το καθεστώς αυτών των νησιών έχει αμφισβητείθεί επειδή διαθέτουν ελληνικό στρατό (Θάσος, Σαμοθράκης Λήμνος, Λέσβος, Χίος κά).
Η Ελλάδα άρχισε να εξοπλίζει αυτά τα νησιά από το 1960 με στόχο την στήριξη της στα σχέδια του ΝΑΤΟ. Από το 1974 όμως, έστειλε ακόμα πιο πολύ στρατό. Η κατάσταση επίσης και στα Δωδεκάννησα, τα οποία δόθηκαν από τους Ιταλούς με τη Συνθήκη του Παρισιού το 1947 μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, πρέπει να εξεταστεί και αυτή πολύ καλά.
Τα ονόματα αυτών των νησιών, τα οποία η Οθωμανική Αυτοκρατορία έδωσε προσωρινά στους Ιταλούς, καθορίστηκαν ένα προς ένα. Το ποια από αυτά τα νησιά είχαν δοθεί στους Ιταλούς καθορίστηκε στον αριθμό 2 του χάρτη, ο οποίος προστέθηκε επιπροσθέτως στο άρθρο 15 της συμφωνίας της Λωζάννης του 1923.
Όταν εξετάσουμε τους χάρτες, φαίνεται ότι αυτά τα νησιά υπογραμμίζονται και οριστικοποιούνται. Υπάρχουν 14 νησίδες που επισημαίνονται στο χάρτη. Με άλλα λόγια μιλάμε για 14 συγκεκριμένα νησιά και όχι ολόκληρα τα Δωδεκάνησα, τα οποία δόθηκαν προσωρινά στους Ιταλούς.
Στην Τουρκο-Ιταλική Συνθήκη της 4ης Ιανουαρίου 1932, τα νησιά αυτά καθορίστηκαν και πάλι. Στο χάρτη που προετοίμασαν οι Βρετανοί, τα νησιά ήταν υπό τον έλεγχο της Ιταλίας.
Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με την «Συνθήκη των Παρισίων το 1947», αυτά τα ιταλικά νησιά δόθηκαν στους Έλληνες με έναν άδικο τρόπο. Ωστόσο, ακόμη και ο Στάλιν δήλωσε ότι τα νησιά αυτά ανήκαν στους Τούρκους το 1941 και πρέπει να δοθούν στους ίδιους για λόγους ασφαλείας.
Οι Γερμανοί, που εισέβαλαν στην Ελλάδα στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, πρόσφεραν αυτά τα νησιά στους Τούρκους, αλλά οι Βρετανοί τους αντιτάχθηκαν. Ωστόσο, αν ήθελαν οι Τούρκοι, θα μπορούσαν εύκολα να κατακτήσουν αυτά τα νησιά στο τέλος του πολέμου.
Η ειρηνική στάση της Τουρκίας τότε δυστυχώς παρεξηγήθηκε, ενώ τονίζουμε ότι αυτά τα 14 συγκεκριμένα νησιά είναι μια φυσική προέκταση της χερσονήσου της Ανατολίας, στους πρόποδες της τουρκικής ακτής και η Ελλάδα δεν θα έπρεπε να τα εξοπλίσει με στρατό παρά μόνο με αστυνομία ή χωροφυλακή. Ως εκ τούτου, η Ελλάδα είναι κράτος με επιθετικούς στόχους και απειλεί τους γείτονές της.
Είναι προφανές ότι η Ελλάδα, εξοπλίζοντας τα νησιά αυτά, δεν το έπραξε για σκοπούς «άμυνας». Δεν είναι δυνατόν να υπερασπιστούν οι Έλληνες εκατοντάδες νησίδες και μικρονήσους.
Ο κύριος στόχος είναι η επίθεση και η Ελλάδα διατηρεί αυτήν την επιθετική στάση εδώ και χρόνια. Αυτή η κατάσταση αποτελεί απειλή για την ασφάλεια της Τουρκίας. Επί του παρόντος, δεν υπάρχουν χώρες στον κόσμο με εξαίρεση την Ελλάδα, των οποίων τα χωρικά ύδατα να είναι 6 μίλια και ο εναέριος χώρος να είναι 10 μίλια. Σε περίπτωση που η Αθήνα επεκτείνει τα όρια στα 12 μίλια, η Τουρκία δεν θα μπορεί να βγει στη θάλασσα.
Στην περίπτωση αυτή, ενώ το μερίδιο της Τουρκίας θα είναι της τάξεως του 8 τοις εκατό και η θάλασσα των νήσων θα γίνει μια κλειστή θάλασσα που θα ελέγχεται εξ ολοκλήρου από την Ελλάδα.
Η στρατιωτικοποίηση των νησιών αυτών αποτελεί σοβαρή απειλή για την Τουρκία. Μέχρι σήμερα, η Ελλάδα έχει εξοπλίσει 16 από τα 23 νησιά που έχουν άτυπο στρατιωτικό καθεστώς και συνεχίζει να το πράττει. Η κατάσταση αυτή δείχνει ότι η Ελλάδα σχεδιάζει την κατάλληλη στιγμή μια επίθεση εναντίον της Τουρκίας.
Έλληνες και Τούρκοι έχουν πολλές πολιτισμικές ομοιότητες που προέρχονται από το κοινό παρελθόν. Ωστόσο, το να κατέχουν οι γείτονες τα νησιά στην Α. Μεσόγειο Θάλασσα μαζί με την Κρήτη είναι απαράδεκτο, διότι θέλουν να περικυκλώσουν την Τουρκία.
Αυτές οι επιθετικές πολιτικές της Ελλάδας δεν θα φέρουν την ειρήνη στην περιοχή και θα θέσουν σε κίνδυνο την ασφάλεια των δικών τους πολιτών.
Ως εκ τούτου, θα ήταν καταλληλότερο για τους Έλληνες να εγκαταλείψουν τέτοιες επιθετικές πολιτικές και να στραφούν σε έργα που θα εξυπηρετούν την ειρήνη, την ειρήνη και την ευημερία στην περιοχή”, καταλήγει ο Τούρκος στρατηγός ε.α.
Μιλάμε για μια άκρως προκλητική και κυρίως μελετημένη στάση κατά της χώρας μας, η οποία προμηνύει “καταιγίδες” στο Αιγαίο, το οποίο θέλουν να διχοτομήσουν πάση θυσία οι Τούρκοι. Το μόνο σοβαρό εμπόδιο στα σχέδια τους είναι οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, η ισχύ των οποίων κάποτε είχε δώσει το δικαίωμα στον Ε. Βενιζέλο να δημιουργήσει την Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών.