Χωρίς συναίνεση, αλλά με αισιοδοξία για την αναθεώρηση του Συμφώνου Μετανάστευσης και Ασύλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ολοκληρώθηκε απόψε το Συμβούλιο της ΕΕ. Το δεύτερο νομοθετικό όργανο της ΕΕ, που αποτελείται από τους 27 αρμόδιους υπουργούς των κρατών - μελών της ΕΕ (στη συγκεκριμένη συνεδρίαση συμμετείχαν οι υπουργοί Εσωτερικών και Μετανάστευσης), δεν κατέληξε σε καταρχήν συμφωνία ώστε να ξεμπλοκάρει το ζήτημα για τους κανόνες που διέπουν τις καταστάσεις μεταναστευτικής κρίσης και ανωτέρας βίας, καθώς το έτερο νομοθετικό όργανο της ΕΕ, ήτοι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, απειλούσε να τινάξει στον αέρα τις διαπραγματεύσεις, σε περίπτωση που τα κράτη - μέλη δεν κατέληγαν σε, τουλάχιστον, προσωρινή συμφωνία.
Η βασική διαφωνία ανάμεσα στα δύο νομοθετικά όργανα της ΕΕ, ήτοι το Συμβούλιο της ΕΕ και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αφορούσε σε μια λεπτομέρεια ανάμεσα σε ένα πακέτο 10 κανονισμών για την αντιμετώπιση της εισροής οικονομικών μεταναστών και προσφύγων. Ωστόσο, καθώς, ως γνωστόν, ο «διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες», ο λεγόμενος μηχανισμός «κατάστασης κρίσης», δίχασε άπαντα τα θεσμικά όργανα της ΕΕ.
Βάσει αυτού του μηχανισμού τα κράτη - μέλη θα μπορούσαν να θέσουν έκτακτα μέτρα στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ , σε περίπτωση που οι εισροές μεταναστών χαρακτηριστούν, από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ότι συνιστούν κατάσταση κρίσης. Τα κράτη - μέλη θα μπορούσαν να περιορίσουν τις διαδικασίες επεξεργασίας ασύλου, να στέλνουν αιτούντες άσυλο σε κέντρα ταυτοποίησης εντός της επικράτειάς τους και να αρνούνται κάθε ευλεξία στη διεκπεραίωση των αιτημάτων ασύλου ενώ θα μπορούσαν ακόμα και να δημιουργήσουν κέντρα ταυτοποίησης στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ, όπου οι αιτούντες άσυλο θα ελέγχονται μέχρι να αξιολογηθούν.
Σύμφωνα με τον κανονισμό διαχείρισης κρίσεων, η Επιτροπή θα είναι υπεύθυνη να αποφασίζει το τί συνιστά κατάσταση «κρίσης» σε μια χώρα. Σε περίπτωση που οι μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές δικαιολογούσαν αυτόν τον χαρακτηρισμό, τα υπόλοιπα κράτη - μέλη της ΕΕ θα έπρεπε, είτε να δεχτούν στο έδαφός τους αιτούντες άσυλο που καταφθάνουν στα κράτη πρώτης γραμμής (π.χ Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία), είτε να να καταβάλουν, στο πλαίσιο της υποχρεωτικής αλληλεγγύης, χρήματα, από τον εθνικό τους προϋπολογισμό.
Το εν λόγω ζήτημα είχε να κάνει επίσης και με το ζήτημα της εργαλειοποίησης των μεταναστών. Η Ισπανία, η Ελλάδα, αλλά και η Πολωνία και η Τσεχία, είδαν τα γειτονικά τους κράτη (εκτός της ΕΕ ήτοι Τουρκία, Τυνησία, Μαρόκο και Λευκορωσία) να χρησιμοποιούν τις μεταναστευτικές ροές στο πλαίσιο της πολιτικής εκβίασης.
Ωστόσο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, πάγωσε κάθε διαδικασία μέχρι τα κράτη- μέλη της ΕΕ να συμφωνήσουν, έστω καταρχήν, σε ένα κοινό πλαίσιο για την αναθεώρηση του «Δουβλίνου», που «στοιχειώνει» την ΕΕ, από το 2015 και την διχάζει περισσότερο και από την οικονομική Κρίση. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο περίμενε την απόφαση των «27», προτού ξεμπλοκάρει τις προτάσεις για την αυστηρότερη φύλαξη των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ, στο πλαίσιο του Eurodac, που προβλέπει τη συλλογή βιομετρικών στοιχείων (δακτυλικά αποτυπώματα σε ψηφιακή μορφή και φωτογραφίες από κάθε μετανάστη ή πρόσφυγα).
Σε κάθε περίπτωση διαφωνίες και πολύ σημαντικές, υπήρξαν και εντός του Συμβουλίου της ΕΕ.
Το Βερολίνο συμφώνησε τελικά στον κανονισμό διαχείρισης κρίσης που προβλέπεται στο σχέδιο μεταρρύθμισης του μεταναστευτικού ζητήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το άσυλο, έπειτα από παρέμβαση του Καγκελάριου Όλαφ Σολτς. Παρά ταύτα η Ιταλία και η Πολωνία εξέφρασαν τις επιφυλάξεις τους και χωρίς αυτά τα δύο κράτη - μέλη της ΕΕ είναι σχεδόν αδύνατο να υπάρξει η ειδική πλειοψηφία στο Συμβούλιο της ΕΕ.
Το ζήτημα της διαχείρισης των μεταναστευτικών ροών έχει προκαλέσει μεγάλες διαμάχες ανάμεσα στις μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωζώνης, ήτοι Γερμανία, Γαλλία και Ιταλια. Οι προσφυγικές ροές έχουν υποδιπλασιαστεί στην Ιταλία, την ίδια ώρα που η Γαλλία επιβάλλει συνοριακούς ελέγχους στα σύνορα με τη γειτονική της χώρα, κάτι που κάνει επίσης και η Γερμανία με την Πολωνία και την Τσεχία. Η επαναφορά προσωρινών συνοριακών ελέγχων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καίτοι προβλέπεται ως έκτακτη κατάσταση από τον κανονισμό Σένγκεν, ανησυχεί άπαντες στην ΕΕ ότι θα μπορούσε να γίνει ημιμόνιμο καθεστώς, κάτι που θα απειλούσε την ίδια την ύπαρξη της εσωτερικής κοινής αγοράς.