Τις επιλογές της Ελλάδας και τα δεδομένα όσον αφορά στην κρίση τη Λιβύη, την τουρκική εμπλοκή και το ενδεχόμενο μιας αντιπαράθεσης μεταξύ ελληνικών και τουρκικών δυνάμεων στο Λιβυκό Πέλαγος εξετάζουν ερευνητές του ΕΛΙΣΜΕ(Ελληνικό Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών) στο πλαίσιο ομαδικής εργασίας με τίτλο «Η τουρκική εμπλοκή στη Λιβύη».
Συντελεστές της εν λόγω εργασίας είνα οι Βλάχου Μαρία (Υποψήφια Δρ Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών), Δασκαλάκης Ιπποκράτης (Αντιστράτηγος εα), Ηλιόπουλος Δημήτριος (Πρέσβης ετ), Κατσαρός Παναγιώτης (Αντιπτέραρχος εα), Πούλος Αδριανός (Αντιναύαρχος εα), Σκυλάκης Λάζαρος (Αντιστράτηγος εα), και στο πλαίσιό της παρατίθενται εκτενώς τα δεδομένα όσον αφορά στο ιστορικό της σύγκρουσης, την τουρκική επέμβαση, τους στόχους και τις επιδιώξεις της Τουρκίας, καθώς και τα σενάρια επίλυσης του Λιβυκού.
Σενάρια λύσης Λιβυκού- στόχοι της Τουρκίας
Κατά την εκτίμηση των μελών του ΕΛΙΣΜΕ τρία είναι τα πιθανά σενάρια μελλοντικής διευθέτησης του ζητήματος: Πρώτο η ύπαρξη μιας ενιαίας Λιβύης με ισχυρή κεντρική κυβέρνηση, στην οποία οι διάφορες φυλές-φατρίες θα μοιραστούν την εξουσία. Δεύτερο, η δημιουργία μια χαλαρής ομοσπονδίας ή συνομοσπονδίας δύο ημιαυτόνομων περιοχών/τμημάτων, με περιορισμένες εξουσίες της κεντρικής κυβέρνησης (κατά το πρότυπο του σχεδίου Ανάν). Το τρίτο σενάριο προβλέπει τη δημιουργία δύο ξεχωριστών ανεξαρτήτων κρατών, όπως συνέβη στο Σουδάν (διχοτόμηση). «Για την Άγκυρα ευκταίο σενάριο είναι το πρώτο ή στην χειρότερη περίπτωση το δεύτερο, θεωρώντας ότι στις περιπτώσεις αυτές -πλέον της ισχυρής τουρκικής επιρροής- θα παραμείνει ενεργή η τουρκολιβυκή συμφωνία για τις θαλάσσιες ζώνες. Η τρίτη περίπτωση είναι απορριπτέα, παρά το γεγονός ότι δεν είναι βέβαιο εάν μια υποτιθέμενη μελλοντική κυβέρνηση στην Κυρηναϊκή θα ακύρωνε την επίμαχη συμφωνία (σε όσο τουλάχιστον μέρος θα την αφορά)» σημειώνεται σχετικά, ενώ τονίζεται πως η εμπλοκή της Τουρκίας στη Λιβύη αποσκοπεί στην εκπλήρωση μιας δέσμης επιδιώξεων, η εκπλήρωση των οποίων θα την αναβαθμίσει από μια τοπική περιφερειακή δύναμη σε μια οντότητα που θα επηρεάζει τις παγκόσμιες εξελίξεις στην Ευρασία.
«Η Τουρκία επιχειρεί μέσω Λιβύης να μπει ”σφήνα” στις ενεργειακές εξελίξεις της Μεσογείου, τορπιλίζοντας έτσι τα σχέδια της Ελλάδας, της Κύπρου, του Ισραήλ και της Αιγύπτου, σχέδια τα οποία αποτυπώνονται και στην πορεία του προτεινόμενου αγωγού EastMed. Η εκφρασμένη αντίθεση της στην υλοποίηση του φιλόδοξου σχεδίου του EastMed φέρνει την Άγκυρα σε αντιπαράθεση με τον στρατηγικό σχεδιασμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (σε απόλυτη σύμπνοια και με την Ουάσινγκτον) για την μείωση της ενεργειακής εξάρτησης της Ευρώπης από τη Ρωσία» σημειώνεται σχετικά.
«Παράλληλα, με την επέκταση των θαλασσίων διεκδικήσεων έως και τα νερά της Λιβύης, δυτικότερα της Ρόδου, Καρπάθου και του 28ου μεσημβρινού, η Τουρκία θεωρεί ότι ενισχύει και τη διαπραγματευτική της θέση έναντι της Ελλάδας για την υφαλοκρηπίδα, εγγράφοντας έτσι υποθήκες για μεγαλύτερα μελλοντικά οφέλη. Εκτός όμως από την επίτευξη των γεωπολιτικών της στόχων που αποβλέπουν στην συρρίκνωση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδος και τη φινλανδοποίηση της, η Άγκυρα προσδοκά να αποτελέσει την χώρα πυλώνα σε μια συμμαχία μουσουλμανικών χωρών που θα διαδραματίσει κυρίαρχο ρόλο στον ισλαμικό-σουνιτικό κόσμο...επιπρόσθετα, η Τουρκία επιδιώκει με κάθε τρόπο να πλήξει τον επονομαζόμενο από την ίδια ”άξονα του κακού”, την Γαλλία, Αίγυπτο, ΗΑΕ, Ελλάδα και Κύπρο» όπως συμπληρώνεται.Ένας ακόμα στόχος της γείτονος είναι η εκμετάλλευση των ενεργειακών κοιτασμάτων της Λιβύης και η ενίσχυση των ισχυρών εμπορικών σχέσεων των δύο χωρών.
Το θέατρο των επιχειρήσεων του Λιβυκού Πελάγους
Στο πλαίσιο της εργασίας εξετάζεται το Λιβυκό Πέλαγος, νότια της Κρήτης, ως θέατρο στρατιωτικών επιχειρήσεων, εν μέσω των προβληματισμών για ένα ενδεχόμενο θερμό επεισόδιο κλίμακας, στο πλαίσιο των τουρκικών εξαγγελιών για έρευνες σε περιοχές της ελληνικής υφαλοκρηπίδας ύστερα από τη συμφωνία καθορισμού θαλασσίων ζωνών μεταξύ της Άγκυρας και της κυβέρνησης της Τρίπολης.
«Ένα βασικό χαρακτηριστικό είναι ότι πρόκειται για ανοικτή θάλασσα (blue water) για τα δεδομένα της Μεσογείου. Ανακύπτουν λοιπόν όλοι οι προβληματισμοί (αντίστοιχοι και με την δυνατότητα υποστήριξης του ενιαίου αμυντικού δόγματος Ελλάδος-Κύπρου) σχετικά με την δυνατότητα του ΠΝ και ΠΑ να δράσουν αποτελεσματικά στο συγκεκριμένο θέατρο επιχειρήσεων. Οι ναυτικές μονάδες που δρουν στην ανοικτή θάλασσα είναι κατά κανόνα μακριά από τις βάσεις υποστήριξης και χωρίς τη δυνατότητα απόκρυψης και δράσης υπό την προστασία των ακτών. Αυτό σημαίνει ότι μόνο μονάδες αυξημένου εκτοπίσματος (φρεγάτες) με μεγάλη αυτονομία και δυνατότητες αντιμετώπισης των κατά κανόνα δυσμενέστερων καιρικών συνθηκών, μπορούν να επιχειρήσουν διαθέτοντας βασικές τουλάχιστον αντιαεροπορικές και ανθυποβρυχιακές ικανότητες» τονίζεται σχετικά.
Παρά ταύτα, συμπληρώνουν οι ερευνητές του ΕΛΙΣΜΕ, η σχετική εγγύτητα των ελληνικών νησιών και ιδίως της Κρήτης, παρέχει πολλαπλά πλεονεκτήματα στις ελληνικές αεροναυτικές δυνάμεις με την προϋπόθεση της δημιουργίας των αναγκαίων υποδομών και αναδιάταξης ορισμένων οπλικών συστημάτων. «Το πλεονέκτημα της εγγύτητας μειώνεται καθώς μετακινούμαστε ανατολικά και σταδιακά μεταφέρεται στην αντίπαλη πλευρά. Η ένταξη σε υπηρεσία του επικαλούμενου ”τουρκικού μίνι αεροπλανοφόρου”, TCG Anadolu, σε συνδυασμό με την χρήση αεροσκαφών εναερίου ανεφοδιασμού, επαυξάνει σημαντικά τις επιχειρησιακές δυνατότητες της γείτονος στις ”ανοικτές θάλασσες” καίτοι δημιουργούνται αμφιβολίες για την επιβιωσιμότητα αυτής της ”μεγάλης” μονάδος στο σχετικά περιορισμένο χώρο».
Επισημαίνεται ακόμη ότι στις ανοικτές θάλασσες οι ναυτικές μονάδες είναι περισσότερο εκτεθειμένες σε πυραυλικές και αεροπορικές προσβολές. «Σε αυτό το περιβάλλον η εμβέλεια και ικανότητες των συσκευών εντοπισμού, εγκλωβισμού και των οπλικών συστημάτων των ναυτικών μονάδων είναι ζωτικής σημασίας. Αντίστοιχα σημαντική είναι η αεροπορική τους προστασία και υποστήριξη. Πολλαπλασιαστής ισχύος η ολοκληρωμένη αυτοματοποιημένη διασύνδεση όλων των μέσων (σκάφη επιφανείας, υποβρύχια, Α/Φ, Ε/Π, UAVs, εναέρια συστήματα εγκαίρου προειδοποιήσεως, σύστημα αεροπορικού ελέγχου, κατευθυνόμενα βλήματα, συστήματα ηλεκτρονικού πολέμου κλπ), δηλαδή το επιλεγόμενο δικτυοκεντρικό σύστημα διοικήσεως».
Οι δυνάμεις της ελληνικής πολεμικής αεροπορίας, όπως σημειώνεται, διαθέτουν συγκριτικό πλεονέκτημα για επιχειρήσεις μεταξύ Κρήτης-Λιβύης. «Οι αεροπορικές βάσεις της Κρήτης, αλλά και της Δυτικής Ελλάδος (Ανδραβίδα, Άραξος από όπου επιχείρησαν τα Βελγικά F-16 το 2011 εναντίον στόχων της Λιβύης) προσφέρουν πολλές επιλογές για εκτέλεση επιθετικών/αμυντικών επιχειρήσεων με τα ελληνικά F-16 (Block 50, 52+, 52+ ADV), και προστασίας των Μονάδων του ΠΝ. Η νατοϊκή και εθνική υποδομή έγκαιρης προειδοποίησης της Κρήτης σε συνδυασμό με τα ιπτάμενα ελληνικά ραντάρ παρέχουν την δυνατότητα πλήρους δικτυοκεντρικού ελέγχου των επιχειρήσεων (Link 16, Link 11 πέραν του Link 1). Ο χώρος μεταξύ Κρήτης-Λιβύης με ανεπτυγμένες τις δυνάμεις των Patriot, Crotale NG/GR, Skyguard, S-300, Tor M1 κλπ. δίνουν σοβαρό επιχειρησιακό πλεονέκτημα στην Ελλάδα. Η διάθεση των MIRAGE 2000E/BGM με το δοκιμασμένο βλήμα AM-39 Exocet (antiship) κάνουν τις τουρκικές ναυτικές μονάδες πολύ ευάλωτες σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο».
Οι ερευνητές του ΕΛΙΣΜΕ τονίζουν ωστόσο ότι ενδεχόμενη εγκαθίδρυση της Τουρκίας στη Λιβύη και η απόκτηση αεροναυτικών βάσεων θα αυξήσει κατακόρυφα τις επιχειρησιακές δυνατότητες της και θα εντείνει σε σημαντικό βαθμό την στρατιωτική πίεση επί της Ελλάδος καθιστώντας ακόμη δυσκολότερο το αμυντικό πρόβλημα υπογραμμίζεται σχετικά. «Συνοπτικά, ενδεχόμενη επικράτηση των φιλοτουρκικών δυνάμεων στη Λιβύη, θα έχει ως αποτέλεσμα (και σε εφαρμογή της πρόσφατης διμερούς συμφωνίας στρατιωτικής συνεργασίας) την αναβάθμιση των τουρκικών επιχειρησιακών δυνατοτήτων στην περιοχή. Το πλεονέκτημα αυτό αντισταθμίζεται από την ορθή χρήση της Κρήτης ως βάσης επιχειρήσεων με την εκμετάλλευση και αναβάθμιση των υπαρχόντων υποδομών αλλά και αναδιάταξη δυνάμεων. Επί του παρόντος και παρά την ύπαρξη σημαντικού αριθμού τουρκικών μονάδων επιφανείας στα παράλια της Λιβύης, το Λιβυκό Πέλαγος μπορεί να αποτελέσει πλεονεκτικό για την χώρα μας πεδίο αναμέτρησης τουλάχιστον σε αντιδιαστολή με την Ανατολική Μεσόγειο (περιοχή μεταξύ Κύπρου και συγκροτήματος Μεγίστης)».
Οι ελληνικές επιλογές
Σύμφωνα με τους ερευνητές του ΕΛΙΣΜΕ, μια ιδανική τελική κατάσταση (end state) για την χώρα μας θα ήταν η ειρήνευση στη Λιβύη και ο σχηματισμός μιας νέας κυβέρνησης -μακράν τουρκικών επιρροών- που θα ακύρωνε τα δύο τουρκολιβυκά μνημόνια και θα προχωρούσε σύντομα σε καθορισμό των θαλασσίων ζωνών με την Ελλάδα και λοιπούς γείτονες της, βασιζόμενη στις προβλέψεις του UNCLOS. «Η ιδανική αυτή κατάσταση προϋποθέτει την επικράτηση των δυνάμεων που αντιτίθενται στην GNA αποτέλεσμα που όπως φαίνεται προϋποθέτει την εκούσια (φανταστική πιθανότητα) ή την αναγκαστική απόσυρση της Τουρκίας από την Λιβύη. Η δεύτερη περίπτωση μπορεί να προέλθει μόνο από μια συντριπτική ήττα των δυνάμεων του GNA κατόπιν αποφασιστικής ενίσχυσης τους (ή ακόμη και δυναμικής εμπλοκής) τρίτης δυνάμεως (Ρωσία, Αίγυπτος-ΗΑΕ)».
Όσον αφορά στη στάση των άλλων χωρών, δεν πιθανολογείται αμερικανική επέμβαση κατά τρόπο που να εξυπηρετεί τα ελληνικά συμφέροντα, ακόμη και ως μέρος της γενικότερης αμερικανικής στήριξης των ημετέρων ενεργειακών σχεδίων και στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής μείωσης της εξάρτησης από τη Μόσχα .
«Απεναντίας η Άγκυρα κινείται μεθοδικά και προσπαθεί να παρουσιάσει την εμπλοκή της ως αντίβαρο στη ρωσική παρουσία στη Λιβύη. Επισημαίνεται ότι κατά τα έτη των αμερικανικών προεδρικών εκλογών (όπως το 2020) οι αποφασιστικές κινήσεις και πρωτοβουλίες της Ουάσιγκτον είναι περιορισμένες».
Ωστόσο ούτε η Ρωσία φαίνεται διατεθειμένη να έρθει σε ρήξη με την Τουρκία στη Λιβύη και «μάλλον θα προτιμήσει την προβληματική (αλλά ανισσόροπα επικερδή για αμφότερες τις χώρες) συμβίωση όπως λαμβάνει χώρα και στο έδαφος της Συρίας. Ουτοπική οποιαδήποτε σκέψη για πρωτοβουλίες και αποφασιστικό ρόλο του άμεσα ενδιαφερομένου, δηλαδή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για σωρεία λόγων και εσωτερικών αντιθέσεων. Με μεγάλη αυτοσυγκράτηση κινείται το Ισραήλ, η μοναδική ίσως δύναμη της περιοχής που αντιλαμβάνεται τους κινδύνους των νεοοθωμανικών οραμάτων. Επί του παρόντος φαίνεται να αποδέχεται την αφύσικη αλλά εξισορροπητική συνύπαρξη Τουρκίας και Ρωσίας σε Συρία και Λιβύη ενώ το ίδιο απολαμβάνει τους καρπούς μιας πρωτόγνωρης αμερικανικής υποστήριξης από την προεδρία Τραμπ».
Μοναδική δύναμη που εκτιμάται ότι θα συνεχίσει τη στήριξη των δυνάμεων της Ανατολικής Λιβύης (Χαφτάρ –Κοινοβουλίου Tobruk) είναι ο άξονας Αιγύπτου-ΗΑΕ με την διακριτική στήριξη της Σαουδικής Αραβίας. «Τα όρια όμως αυτής της υποστήριξης (εμπλοκής) δεν είναι εύκολο να προσδιοριστούν. Σε κάθε όμως περίπτωση εκτιμάται ότι πολύ δύσκολα η Αίγυπτος θα αποδεχθεί την ύπαρξη μιας γειτονικής εχθρικής χώρας που θα αποτελεί τη βάση της αποσταθεροποιητικής δράσης των ”Αδελφών Μουσουλμάνων”. Μια τέτοια εξέλιξη θα σηματοδοτούσε και την αναπόφευκτη πτώση του καθεστώτος του στρατηγού Sisi. Ενδεχόμενα μια προέλαση των δυνάμεων της GNA και διαφαινόμενη συντριβή του LNA να οδηγούσε σε στρατιωτική επέμβαση της Αιγύπτου. Ούτε όμως τα πολλαπλά προβλήματα της Αιγύπτου επιτρέπουν μια μακροχρόνια εμπλοκή στη Λιβύη ή ακόμη περισσότερο μια άμεση σύγκρουση με την Τουρκία».
Είναι επιλογή μια δυναμική εμπλοκή της Ελλάδας;
Όσον αφορά στο ενδεχόμενο μιας δυναμικής εμπλοκής της Ελλάδας στη Λιβύη, κρίνεται πως «σίγουρα οποιαδήποτε σκέψη ενεργού εμπλοκής μας στις συγκρούσεις είναι ανεδαφική και επικίνδυνη. Ακόμη και μια πιθανή έμμεση υποστήριξη των ”αντιτουρκικών” δυνάμεων μέσω Αιγύπτου, μικρή αποτελεσματικότητα θα είχε, ενώ θα έβλαπτε τη διεθνή εικόνα της χώρας οδηγώντας σε μεγαλύτερες ακόμη τριβές με την Άγκυρα».
«Μια τέτοια ενέργεια ενδεχομένως να ήταν αποδέκτη μόνο στην περίπτωση συγκρότησης μιας ουσιαστικής στρατιωτικής συμμαχίας με το Κάιρο για πλήρη αντιπαράθεση με την Τουρκία στην Ανατολική Μεσόγειο και υπό την προϋπόθεση στήριξης και άλλων δυνάμεων. Η αποχή μας από επεμβατικές ενέργειες δεν συνεπάγεται την μη ανταλλαγή πληροφοριών με την Αίγυπτο ή ακόμη και με κατάλληλα κανάλια προς τις ”αντιτουρκικές” δυνάμεις της Λιβύης. Ευχής έργο θα ήταν η χώρα μας να έχει (υποθετικό) δομήσει δυνατότητες ”κεκαλυμμένων επιχειρήσεων” μεγάλης κλίμακος στο εξωτερικό, κίνηση που απαιτεί μακροχρόνιο προσπάθεια, διάθεση χρημάτων αλλά και ανθρώπινου δυναμικού με όλους τους κινδύνους απωλειών και αποκάλυψης».
Όσον αφορά στην επιχείρηση IRINI, εκτιμάται πως οι εξελίξεις της «καταδεικνύουν την έλλειψη αποφασιστικότητας των Ευρωπαίων να θέσουν τέρμα στις καταφανείς τουρκικές παραβιάσεις του embargo. Παρά ταύτα κρίνεται σκόπιμη η συνέχιση της, έστω και με την περιορισμένη αποτελεσματικότητα, αφενός στην κατεύθυνση ενεργού εμπλοκής της Ένωσης και αφετέρου ως μέσου εξασφάλισης ατράνταχτων αποδείξεων της τουρκικής παραβίασης του embargo και διεθνούς έκθεσης της (με την όποια σημασία έχει η κίνηση αυτή). Ούτε όμως θα ήταν φρόνιμο να εμπλακεί η χώρα μας σε -αβέβαιης νομιμότητας ενέργειες και νηοψίες-θέτοντας σε κίνδυνο πολύτιμες ναυτικές μονάδες μας η δίδοντας αχρείαστες αφορμές στην Άγκυρα...ούτε επίσης είναι εφικτή μια ελληνική διπλωματική πρωτοβουλία για την περιοχή δεδομένου ότι αφενός δεν έχουμε την απαιτούμενη ”αναγνωρισιμότητα” και αφετέρου θεωρούμαστε ”μέρος του προβλήματος” συνέπεια του Μνημονίου. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να στηρίξουμε ποικιλοτρόπως άλλες προσπάθειες -ευνοϊκές προς τις θέσεις μας- όπως κάναμε πρόσφατα με την ειρηνευτική πρόταση της Αιγύπτου. Ούτε φυσικά θα σταματήσουμε τις προσπάθειες διεθνούς καταδίκης των τουρκικών ενεργειών σε όλους τους διεθνείς οργανισμούς και διμερείς μας επαφές. Σε αυτή την κατεύθυνση εντάσσεται και η σημαντική προσπάθεια προσέγγισης κρατών της περιοχής, απόκτησης συναντίληψης και η δημιουργία συνθηκών συνεργασίας και αλληλοϋποστήριξης. Ευνοϊκή εξέλιξη για την Ελλάδα, την παρούσα στιγμή, θα ήταν να ανακοπεί το θετικό momentum των στρατιωτικών επιτυχιών του GNA. Το αποτέλεσμα αυτό μπορεί να επιτευχθεί με αποφασιστικές εξελίξεις στα πεδία των μαχών ή με αφόρητες διπλωματικές πιέσεις για κατάπαυση του πυρός. Καθόσον η πρώτη πιθανότητα εκφεύγει των δυνατοτήτων μας ας επικεντρωθούμε, μέσω συνεργασιών και επαφών, στο δεύτερο σενάριο». Όπως τονίζουν οι ερευνητές πρέπει να επιδιωχθεί η μέγιστη δυνατότητα -ευνοϊκού υπέρ ημών- επηρεασμού των διαφόρων παραγόντων της αφρικανικής αυτής χώρας. «Για μια όμως ευρύτερη προσέγγιση απαιτείται σημαντικός χρόνος, μη διατιθέμενος σήμερα» τονίζεται σχετικά.
Όπως σημειώνεται, προβληματίζει το γεγονός ότι η Τουρκία πλέον εφαρμόζει πιστά -φυσικά πάντα με ποιοτικές-ποσοτικές-χρονικές τροποποιήσεις- τις εξαγγελίες της. «Επιπλέον έχοντας παρασυρθεί από παραισθήσεις μεγαλείου και μεγέθυνσης της ισχύος της (πραγματική μέχρι ενός σημείου και με βασική εξαίρεση την οικονομική της εξάρτηση) είναι αρκετά πιθανόν να ”διαβεί τον Ρουβίκωνα” προσπαθώντας να εκτελέσει έρευνες σε ελληνική υφαλοκρηπίδα (εντός της προβαλλόμενης από το Μνημόνιο και την αντίστοιχη κατάθεση συντεταγμένων ως τουρκικής ή λιβυκής υφαλοκρηπίδος). Η κίνηση αυτή θα πρέπει να αποτραπεί προληπτικά από την Αθήνα έχοντας διαμηνύσει και καταδείξει εμπράκτως με προετοιμασίες σε όλους τους τόνους και προς όλες τις κατευθύνσεις ότι κάθε παραβίαση της ελληνικής υφαλοκρηπίδος (έστω της θεωρούμενης από εμάς ως ελληνικής) θα επιφέρει δυναμικές εκ μέρους μας αντιδράσεις με απρόβλεπτες συνέπειες. Ενισχυτικό της προσπάθειας θα είναι να γίνει ευρέως γνωστό ότι αυτό αποτελεί κοινή θέση όλου του πολιτικού κόσμου καθώς επίσης και το γεγονός ότι ουδεμία ελληνική κυβέρνηση μπορεί να επιβιώσει αποδεχόμενη μιας τέτοιας μορφής παραβίαση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων».
Χρήσιμη, όπως σημειώνεται, θα ήταν ενδεχομένως η προειδοποίηση προς την Τουρκία ότι οποιαδήποτε προσπάθεια εισόδου για έρευνα (εννοείται για θέματα εκμετάλλευσης υπεδάφους) εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδος πλέον της δυναμικής αντίδρασης «θα οδηγούσε σε αυτόματη και αμετάκλητη αύξηση του εύρους των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια λαμβάνοντας υπόψη και τις πλέον ευνοϊκές για εμάς ρυθμίσεις του διεθνούς δικαίου (ευθείες γραμμές βάσεως, κλείσιμο κόλπων, μονομερής καθορισμός θαλασσίων στενών). Για να γίνει δε πλέον πειστική η προειδοποίηση αυτή πρέπει να γίνει κατανοητό ότι σε μια ανάλογη περίπτωση φυσικά και η απειλή του “casus belli” παύει να έχει για εμάς οποιαδήποτε πρακτική σημασία καθόσον ένεκα της παραβίασης της ελληνικής υφαλοκρηπίδος εισερχόμεθα σε τροχιά ολικής σύγκρουσης». «Υπό σκέψη ακόμη και η μερική άμεση επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια, μετά την ολοκλήρωση της ελληνοϊταλικής συμφωνίας, στο Ιόνιο και στο Λιβυκό Πέλαγος. Φυσικά ανάλογες κινήσεις επιβάλλουν και μια έγκαιρη προετοιμασία και εξασφάλιση ευνοϊκής ή τουλάχιστον ουδέτερης στάσης από αριθμό σημαντικών χωρών» υπογραμμίζεται σχετικά- ενώ στη συνέχεια δίνεται έμφαση στην προσέγγιση με την Αίγυπτο, στον ρόλο της Κύπρου, αλλά και στη «ριζοσπαστική», όπως χαρακτηρίζεται, λύση της αναγνώρισης της κυβέρνησης της Ανατολικής Λιβύης και η άμεση συνομολόγηση μαζί της μνημονίου αντίστοιχου με το τουρκολιβυκό μνημόνιο.
«Μείζον πρόβλημα σε μια τέτοια κίνηση θα ήταν η εκ μέρους μας αγνόηση της διεθνώς αναγνωριζόμενης (καίτοι με αστερίσκους) από τον ΟΗΕ -αλλά και την Ευρωπαϊκή Ένωση- λιβυκής κυβέρνησης (GNA). Στην περίπτωση αυτή, η Ελλάδα, χώρα που επικαλείται συνεχώς το διεθνώς δίκαιο θα φαίνονταν καιροσκοπικά κινούμενη ενώ υπάρχουν και ανησυχίες για μεμονωμένες αναγνωρίσεις της επικαλούμενης ”Τουρκικής Δημοκρατίας της Βορείου Κύπρου”. Δεν πρέπει όμως να παραγνωρίζουμε ότι σε περίπτωση σχηματισμού κυβέρνησης εθνικής ενότητας στη Λιβύη και συμβιβασμού των δύο αντιπάλων, η χώρα (Λιβύη) θα βρεθεί με δύο αντικρουόμενα μνημόνια αμφίβολης νομιμότητας αμφότερα».
«Παρά ταύτα, η ανεπίσημη πρόσκληση (βολιδοσκόπηση επί της ουσίας) προς την Ελλάδα από το House of Representatives της Λιβύης, στις 9 Ιουν 2020 για υπογραφή συμφωνίας, μεταξύ Ελληνικού-Λιβυκού Κοινοβουλίου, παρόμοιας με την υπογραφείσα Ελληνοϊταλική για τον καθορισμό ΑΟΖ, θα μπορούσε να μας απασχολήσει, λιγότερο με την νομική έννοια και περισσότερο με την έννοια της δημιουργίας ενός πολιτικού αντίβαρου στην παράνομη τουρκολιβυκή συμφωνία. Ακόμη όμως και η έναρξη σχετικού διαλόγου (ει δυνατόν και με αιγυπτιακή συμμετοχή) για σύναψη σχετικού μνημονίου (γεγονός που λογικά θα οδηγούσε και στην αναγνώριση εκ μέρους μας της κυβέρνησης της Ανατολικής Λιβύης) ενδεχομένως να παρήγαγε και θετικά για εμάς αποτελέσματα. Επί της ουσίας δηλαδή η ελληνική πλευρά θα απαντούσε σε ένα αμφίβολης νομιμότητας Σύμφωνο με ένα αντίστοιχο εξίσου προβληματικό δηλώνοντας όμως την έντονη αντίδραση, παρουσία και αποφασιστικότητα της».