Οι κατασκοπικές υπηρεσίες ασχολούνται με την τεχνητή νοημοσύνη (ΑΙ) περισσότερο καιρό από οποιονδήποτε άλλο. Ήδη από την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, η Αμερικανική Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας (NSA) και τα Κεντρικά Γραφεία Επικοινωνιών της Βρετανικής Κυβέρνησης (GCHQ) διερεύνησαν τις πρώτες εκδοχές του ΑΙ προκειμένου να διευκολύνουν τη μεταγραφή και μετάφραση του τεράστιου όγκου πληροφοριών από τις υποκλοπές σοβιετικών τηλεφωνημάτων που είχαν ήδη ξεκινήσει από τη δεκαετία του 1960, όπως γράφει το Economist.
Όμως η τεχνολογία ήταν ακόμη αρκετά πρωτόγονη.
Ένας πρώην πράκτορας ευρωπαϊκής μυστικής υπηρεσίας υποστήριξε μιλώντας στον Economist ότι η υπηρεσία του δεν χρησιμοποιούσε αυτόματη μεταγραφή ή μετάφραση για τις υποκλοπές του Αφγανιστάν στη δεκαετία του 2000. Αντ’ αυτού, προτιμούσε να στηρίζεται σε ντόπιους διερμηνείς. Τώρα, οι κατάσκοποι ελπίζουν ότι έχουν στη διάθεσή τους καλύτερα μέσα. Οι τεχνολογικές τάσεις που κατέστησαν το ΑΙ ελκυστικό για τις επιχειρήσεις, αφού τους επιτρέπει να συλλέγουν περισσότερα δεδομένα, να έχουν καλύτερους αλγόριθμους, αλλά και μεγαλύτερη υπολογιστική δύναμη ώστε όλα να κυλούν ομαλά, γεννούν μεγάλες φιλοδοξίες και στις κατασκοπικές υπηρεσίες.
Στις 24 Φεβρουαρίου, το GCHQ δημοσίευσε ένα άρθρο στο οποίο εξηγούσε τους τρόπους με τους οποίους το ΑΙ θα μπορούσε να επηρεάσει τη λειτουργία του.
«Ο έλεγχος πληροφοριών με την υποστήριξη μηχανών» θα μπορούσε να είναι σε θέση να αναγνωρίσει τις φωτογραφίες που έχουν υποστεί επεξεργασία, να ελέγξει την παραπληροφόρηση εις βάρος αξιόπιστων πηγών και να εντοπίσει τα διαβόητα bots των κοινωνικών δικτύων. Το ΑΙ θα μπορούσε επίσης να αποτρέψει κυβερνοεπιθέσεις «αναλύοντας μοτίβα δραστηριότητας σε δίκτυα και συσκευές» και να καταπολεμήσει το οργανωμένο έγκλημα εντοπίζοντας ύποπτες αλυσίδες οικονομικών συναλλαγών.
Αυτού του είδους οι μηχανισμοί πλέον είναι συνηθισμένοι. Η Πρωτοβουλία για την Πυρηνική Απειλή, μια ΜΚΟ, πρόσφατα απέδειξε ότι εφαρμόζοντας τη «νοημοσύνη των μηχανών» σε δημοσίως διαθέσιμα εμπορικά δεδομένα, μπορούμε να εντοπίσουμε εταιρείες που ήταν άγνωστες στο παρελθόν και οι οποίες είναι ύποπτες για εμπλοκή στο παράνομο πυρηνικό εμπόριο. Όμως οι κατασκοπικές υπηρεσίες δεν περιορίζονται στα δεδομένα που είναι διαθέσιμα σε όλους.
Ορισμένοι ελπίζουν ότι με τη βοήθεια αυτής της νέας δυνατότητας εξέτασης απόρρητων πληροφοριών, τέτοιου είδους ταπεινές εφαρμογές θα μπορούσαν να ανοίξουν το δρόμο σε έναν «οδοστρωτήρα» του ΑΙ.
«Το ΑΙ θα φέρει την επανάσταση στην κατασκοπεία», ανέφερε έκθεση που δημοσιεύθηκε την 1η Μαρτίου από την Επιτροπή για την Τεχνική Νοημοσύνη της Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, μια ομάδα μελέτης στην οποία συμμετέχει και ο Έρικ Σμιντ, πρώην εκτελεστικός επικεφαλής της Alphabet, της μητρικής εταιρείας της Google και ο Μπομπ Γουόρκ, πρώην αναπληρωτής υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ.
Η έκθεση είναι εξαιρετικά φιλόδοξη. Αναφέρει ότι μέχρι το 2030, οι περίπου 17 κατασκοπικές υπηρεσίες των ΗΠΑ θα πρέπει να έχουν δημιουργήσει μια «ομοσπονδιακή αρχιτεκτονική μηχανών ανάλυσης που θα μαθαίνουν διαρκώς» και οι οποίες θα επεξεργάζονται κάθε πληροφορία, από τις αναφορές των πληροφοριοδοτών, μέχρι τις δορυφορικές εικόνες, προκειμένου να εντοπίσουν κάθε πιθανό κίνδυνο. Η επιτροπή παραπέμπει στην απόκριση του Πενταγώνου απέναντι στον νέο κοροναϊό, η οποία συμπεριέλαβε την ενοποίηση δεκάδων σετ δεδομένων προκειμένου να εντοπιστούν πιθανά επίκεντρα μετάδοσης του ιού και να ανταποκριθούν στη ζήτηση προμηθειών.
Όμως αυτά που είναι εφικτά στο πεδίο της δημόσιας υγείας δεν είναι πάντα εξίσου εύκολα και σε εκείνο της εθνικής ασφάλειας.
Οι δυτικές μυστικές υπηρεσίες είναι υποχρεωμένες να συμμορφώνονται με νομοθεσία που ορίζει τον τρόπο συλλογής και χρήσης των προσωπικών δεδομένων. Στο άρθρο του, πάντως, το GCHQ αναφέρει ότι θα είναι προσεκτικό απέναντι στη συστημική προκατάληψη, για παράδειγμα με το γεγονός ότι ορισμένα software αναγνώρισης φωνής είναι πιο αποτελεσματικά απέναντι σε ορισμένες ομάδες του πληθυσμού σε σχέση με άλλες, αλλά και διαφανές σε ό,τι αφορά τα περιθώρια λάθους και τις αβεβαιότητες των αλγορίθμων του. Με μεγαλύτερη ασάφεια, οι Αμερικανοί κατάσκοποι δηλώνουν ότι θα σέβονται «την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, τα δικαιώματα και τις ελευθερίες». Αυτές οι διαφορές, ενδέχεται να χρειαστεί να ευθυγραμμιστούν. Μια πρόταση που έκανε πρόσφατη ομάδα εργασίας πρώην Αμερικανών μυστικών πρακτόρων σε έκθεση που δημοσιεύθηκε στο Κέντρο για τις Στρατηγικές και Διεθνείς Σπουδές (CSIS) της Ουάσινγκτον, αφορά τη δημιουργία ενός κοινού cloud server για τη συμμαχία μυστικών υπηρεσιών «Πέντε Μάτια» (Αμερική, Αυστραλία, Βρετανία, Καναδάς και Νέα Ζηλανδία) όπου θα αποθηκεύονται δεδομένα.
Σε κάθε περίπτωση, οι περιορισμοί που αντιμετωπίζει το κατασκοπικό ΑΙ δεν είναι μόνο ηθικοί, αλλά και πρακτικοί.
Η νοημοσύνη των μηχανών είναι καλή στον εντοπισμό μοτίβων, όπως για παράδειγμα τα διακριτά μοτίβα χρήσης κινητών τηλεφώνων, όμως αποδεικνύεται αναποτελεσματική στην πρόβλεψη ατομικών συμπεριφορών. Αυτό ισχύει ιδιαιτέρως στις περιπτώσεις όταν τα δεδομένα είναι ελλιπή, όπως συμβαίνει στην αντιτρομοκρατία. Τα μοντέλα πρόληψης και αστυνόμευσης έχουν στη διάθεσή τους κάθε χρόνο καινούργια δεδομένα από χιλιάδες ληστείες, τα οποία μπορούν να επεξεργαστούν. Όμως η τρομοκρατία είναι πολύ σπανιότερη.
Αυτή η σπανιότητα δημιουργεί και ένα άλλο πρόβλημα, γνώριμο στους γιατρούς που επεξεργάζονται μαζικά διαγνωστικά προγράμματα για σπάνιες ασθένειες. Κάθε μοντέλο πρόβλεψης είναι δεδομένο ότι θα παράγει ψευδώς θετικά αποτελέσματα, στο πλαίσιο των οποίων αθώοι άνθρωποι θα σημανθούν προς έρευνα. Ο προσεκτικός σχεδιασμός μπορεί να μειώσει τον αριθμό των ψευδώς θετικών. Όμως επειδή ο πραγματικός αριθμός των τρομοκρατών είναι πολύ μικρός, ακόμη και ένα προσεκτικά σχεδιασμένο σύστημα διατρέχει τον κίνδυνο της κινητοποίησης μεγάλου αριθμού κατασκόπων για τη διαλεύκανση ανύπαρκτων υποθέσεων – και αντιστοίχως, την παραβίαση της ιδιωτικότητας έστω και λίγων αθώων.
Ακόμη και τα υπάρχοντα δεδομένα, ενδέχεται να μην είναι κατάλληλα.
Δεδομένα από κάμερες drone, αναγνωριστικούς δορυφόρους και υποκλοπές κλήσεων, για παράδειγμα, αυτή τη στιγμή δεν είναι διαμορφωμένα ούτε καταχωρημένα με τρόπους που να μπορούν να αξιοποιηθούν από τη νοημοσύνη των μηχανών. Η διόρθωση αυτής της κατάστασης είναι μια «ανιαρή, χρονοβόρα, και κυρίως χειροκίνητη διαδικασία που δυσχεραίνεται ακόμη περισσότερο από τη διαφοροποίηση των σχετικών σημάνσεων μεταξύ των υπηρεσιών ή ακόμη και εντός της ίδιας υπηρεσίας», σημειώνει η έκθεση του CSIS. Και ενδέχεται να μην είναι ακριβώς η αρμοδιότητα που ονειρεύονται να έχουν οι επίδοξοι κατάσκοποι.