Το ισχυρό κοκτέιλ τοξινών στο δηλητήριο μιας από τις πιο θανατηφόρες αράχνες στον κόσμο φαίνεται να ποικίλλει ανάλογα με τη διάθεσή της.
Μια νέα ανάλυση του τρόπου με τον οποίο οι Atracidae*, κοινώς γνωστές ως αυστραλιανές αράχνες χοάνης ή ατρόξινα παράγουν το δηλητήριό τους δείχνει ότι παράγοντες όπως ο καρδιακός ρυθμός και η αμυντική ικανότητα της παίζουν σπουδαίο ρόλο στην ποσότητα των χημικών ουσιών που φτάνουν στα άκρα των κυνόδοντων όταν είναι θυμωμένες ή βρίσκονται σε άμυνα.
Τα δηλητήρια των αραχνών είναι πολύπλοκα μείγματα με μια σειρά πιθανών εφαρμογών, όπως φυσικά φυτοφάρμακα και φαρμακευτικά προϊόντα.
Η κατανόηση του γιατί οι Atracidae παράγουν αυτά τα μείγματα θα μπορούσε να βοηθήσει στο να κατανοήσουμε τη χρήση του δηλητηρίου και στο να καταλάβουμε τη λειτουργία του.
«Οι ιστοί της Atracidae έχουν τα πιο πολύπλοκα δηλητήρια στον φυσικό κόσμο και εκτιμώνται για τα θεραπευτικά και τα φυσικά βιοεντομοκτόνα που δυνητικά κρύβονται στα μόρια του δηλητηρίου τους», εξηγεί η βιολόγος Λίντα Χερνάντεζ Ντουράν του Πανεπιστημίου Τζέιμς Κούκ στην Αυστραλία.
Διεξάγαμε έρευνα για το δηλητήριο του ιστού της Atracidae, το οποίο είναι θανατηφόρο μόνο για τα έντομα που κυνηγά.
Οι Atracidae φημίζονται επίσης ότι είναι οι πιο θανατηφόρες αράχνες για τους ανθρώπους, στον κόσμο.
Ωστόσο, ενώ έχουν καταφέρει να αποδικοποιήσουν τη μοριακή πολυπλοκότητα του δηλητηρίου, αυτές οι μελέτες δεν έχουν λάβει υπόψη τη συμπεριφορά, τη φυσική κατάσταση και το περιβάλλον των αραχνών. Έτσι, η Χερνάντεζ Ντουράν και οι συνάδελφοί της ξεκίνησαν την έρευναα, αναφέρει το Sciencealert.
Συνέλεξαν δείγματα τεσσάρων ειδών αυστραλιανών αραχνών της Atracidae - Border Ranges (Hadronyche valida), της Darling Downs (Hadronyche infensa), της Southern tree-dwelling (Hadronyche cerberea) και της Sydney (Atrax robustus). Αυτές οι αράχνες υποβλήθηκαν στη συνέχεια σε αρκετά τεστ.
Τα τεστ αξιολόγησαν την άμυνα, την αναρρίχηση και γενικά την ενεργό συμπεριφορά σε τρία διαφορετικά πλαίσια. Το πρώτο ήταν η αρπαγή, την οποία οι επιστήμονες μιμήθηκαν φυσώντας αέρα. Στο δεύτερο τις έβαλαν να κάνουν παρέα με μια άλλη αράχνη του ίδιου είδους. Και στο τρίτο τις έβαλαν να εξερευνήσουν μια νέα περιοχή.
Κατά τη διάρκεια αυτών των δοκιμών, οι ερευνητές «χαρτογράφησαν τη συμπεριφορά [των αράχνων] και μέτρησαν τον καρδιακό τους ρυθμό με μια οθόνη λέιζερ.
«Στη συνέχεια συλλέξαμε το δηλητήριό τους και το αναλύσαμε με ένα φασματόμετρο μάζας», λέει η Ντουράν.
Για τρία είδη, δεν φαινόταν να υπάρχει συσχέτιση μεταξύ της συμπεριφοράς και του καρδιακού παλμού τους και της σύνθεσης του δηλητηρίου τους. Ωστόσο, οι επιστήμονες παρατήρησαν μια διαφορά για μία αράχνη: ο υψηλότερος καρδιακός ρυθμός και η αμυντική ικανότητα στον ιστό της Atracidae Border Ranges φαινόταν να συνδέονται με μια διαφορετική σύνθεση δηλητηρίου.