Τα τελευταία χρόνια η κλιματική αλλαγή έχει αναδειχθεί ως ένα από τα σημαντικότερα παγκόσμια περιβαλλοντικά προβλήματα και έχει γίνει αντικείμενο έντονου ενδιαφέροντος, τόσο σε επιστημονικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Η αύξηση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου από ανθρωπογενείς δραστηριότητες θεωρείται ως η κύρια αιτία της αλλαγής του κλίματος που παρατηρείται κυρίως από τα μέσα του 20ού αιώνα μέχρι σήμερα. Η διεθνής κοινότητα αναγνωρίζοντας τους κινδύνους που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή κατέληξε το Δεκέμβριο του 2015 στη Συμφωνία του Παρισιού.
Για πρώτη φορά, 195 χώρες υιοθέτησαν μια νομικά δεσμευτική, παγκόσμια συμφωνία για το κλίμα, δεσμευόμενες στην υιοθέτηση ενός μακροχρόνιου στόχου περιορισμού της αύξησης της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας κάτω από τους 2 οC σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα και στην επιδίωξη η αύξηση αυτή να κρατηθεί ακόμη χαμηλότερα, στα επίπεδα των 1,5 οC, καθώς έτσι θα μειωθούν σημαντικά οι κίνδυνοι και οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής,όπως αναφέρει ο Σεβαστιανός Μοιρασγεντής,διευθυντής Ερευνών ΕθνικούΑστεροσκοπείου Αθηνών.
Πριν και κατά τη διάρκεια της Συνόδου του Παρισιού, οι χώρες υπέβαλαν Εθνικά Σχέδια Δράσης για το Κλίμα, με ποσοτικούς στόχους για περιορισμό των εκπομπών τους. Αν και οι στόχοι αυτοί θεωρήθηκαν ένα πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, εντούτοις χαρακτηρίζονται από έλλειμμα φιλοδοξίας, και δεν αρκούν προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος περιορισμού της αύξησης της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας έως 2 οC.
Αντίθετα, οδηγούν σε αυξήσεις της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας πάνω από 3 οC έως το τέλος του τρέχοντος αιώνα. Με βάση τα σενάρια που επεξεργάζεται η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) των Ηνωμένων Εθνών, για περιορισμό της αύξησης της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας στα επίπεδα των 2 οC έως το τέλος του τρέχοντος αιώνα, θα πρέπει οι εκπομπές CO2 από την ενέργεια και τις βιομηχανικές διεργασίες να μηδενιστούν στο μέσο της δεκαετίας του 2060, ενώ για περιορισμό της αύξησης στα επίπεδα των 1,5 οC οι εκπομπές αυτές θα πρέπει να μηδενισθούν ακόμη νωρίτερα, στο μέσο του τρέχοντος αιώνα.
Στο πλαίσιο αυτό αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής εντάσσονται και οι προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θέτοντας ως στόχο τη μείωση των εκπομπών σε επίπεδο ΕΕ κατά τουλάχιστον 40% το 2030 σε σχέση με τα επίπεδα του 1990, και την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας (δηλαδή μηδενικές εκπομπές) το 2050. Κάθε κράτος-μέλος υποχρεούται να προσδιορίσει και να υλοποιήσει συγκεκριμένες πολιτικές προς την κατεύθυνση αυτή, οι οποίες για το χρονικό ορίζοντα του 2030 εξειδικεύονται στα Εθνικά Σχέδια για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) τα οποία υποβάλλονται αυτήν την περίοδο στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Αρκετά φιλόδοξοι στόχοι
Η πλέον πρόσφατη έκδοση του ελληνικού ΕΣΕΚ τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση από την ελληνική κυβέρνηση το Νοέμβριο του 2019 και υιοθετεί αρκετά φιλόδοξους στόχους. Όσον αφορά τις εκπομπές θερμοκηπιακών αερίων, στο Σχέδιο προβλέπεται η μείωση των εκπομπών να φθάσει το 42% σε σχέση με τις εκπομπές του έτους 1990 και σε πάνω από 55% σε σχέση με τις εκπομπές του έτους 2005. Ο στόχος αυτός θεωρείται ενδιάμεσο βήμα προκειμένου να καταστεί δυνατή η μετάβαση σε μια οικονομία κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050.
Ειδικότερα η μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου εκτός συστήματος εμπορίας ρύπων εκτιμάται στο επίπεδο του 32,7% το έτος 2030 σε σχέση με το έτος 2005, με το θεσπισμένο στόχο να βρίσκεται στο 16%. Όσον αφορά τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ), το μερίδιό τους στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας αναμένεται να φθάσει κατ’ ελάχιστον στο 35% το 2030, στόχος που υπερβαίνει τον αντίστοιχο κεντρικό ευρωπαϊκό στόχο για τις ΑΠΕ που είναι στο 32%. Ειδικότερα δε στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής προβλέπεται το μερίδιο συμμετοχής των ΑΠΕ στην κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας να υπερβεί το 60% το 2030. Τέλος, όσον αφορά την εξοικονόμηση ενέργειας σχεδιάζεται η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης κατά 38% το 2030 σε σχέση με ένα σενάριο αναφοράς.
Εμβληματικές παρεμβάσεις
Ο ενεργειακός τομέας στην Ελλάδα θα αποτελέσει πεδίο ενός ευρύτατου μετασχηματισμού την επόμενη δεκαετία. Στις πλέον εμβληματικές παρεμβάσεις του ΕΣΕΚ συγκαταλέγονται οι ακόλουθες:
* Το ηλεκτρικό σύστημα της χώρας οδηγείται προς την απολιγνιτοποίηση, το 2030 δεν πρόκειται να λειτουργεί κανένας λιγνιτικός σταθμός. Στο σχεδιασμό αυτό συμπεριλαμβάνεται και η υπό κατασκευή μονάδα Πτολεμαϊδα V, η οποία αναμένεται να λειτουργήσει το 2022.
* Η εγκατεστημένη ισχύς των μονάδων ΑΠΕ αυξάνει σημαντικά και αναμένεται να φθάσει το 2030 τα 7,7 GW όσον αφορά τα φωτοβολταϊκά συστήματα και τα 7 GW όσον αφορά τα αιολικά, διείσδυση υπερδιπλάσια σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα.
* Η ανακαίνιση και αντικατάσταση με νέα σχεδόν μηδενικής ενεργειακής κατανάλωσης του 12-15% του αποθέματος των κτιρίων κατοικίας έως το 2030. Επιδιώκεται κάθε χρόνο να αναβαθμίζονται ενεργειακά κατά μέσο όρο 60.000 κτίρια.
* Η προώθηση της ηλεκτροκίνησης στις μεταφορές. Επιδιώκεται το μερίδιο των ηλεκτρικών επιβατικών οχημάτων στις νέες ταξινομήσεις κατά το 2030 να ανέρχεται στο 30%, με πρόβλεψη για ραγδαία ανάπτυξη του ποσοστού των ηλεκτροκίνητων ιδιωτικής χρήσης οχημάτων μετά το 2027.
* Η περαιτέρω αξιοποίηση του φυσικού αερίου αυξάνοντας τη διείσδυσή τους στους τομείς τελικής κατανάλωσης κατά 50% την περίοδο 2017-2030 και εγκαθιστώντας 1,8 GW μονάδες ηλεκροπαραγωγής τη δεκαετία 2020-2030.
Χρειάζονται ήπιοι ρυθμοί απολιγνιτοποίησης
Η απολιγνιτοποίηση του ελληνικού ηλεκτρικού συστήματος αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την επίτευξη μηδενικών εκπομπών στο χρονικό ορίζοντα του 2050. Για να καταστεί όμως αυτό τελικά εφικτό, θα πρέπει η λιγνιτική ηλεκτροπαραγωγή να υποκατασταθεί από τεχνολογίες που έχουν μηδενικές εκπομπές θερμοκηπιακών αερίων (π.χ. αιολικά, φωτοβολταϊκά, γεωθερμία, κλπ.). Ασκώντας μια επιθετική πολιτική απολιγνιτοποίησης (στο ΕΣΕΚ όλες οι υφιστάμενες λιγνιτικές μονάδες αποσύρονται μέχρι το 2024 και η Πτολεμαϊδα V το 2028) δημιουργούνται τεχνικές δυσκολίες στην κάλυψη του κενού που θα δημιουργηθεί από ΑΠΕ, αφού θα απαιτηθούν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα πρόσθετες επενδύσεις στις τεχνολογίες αυτές αλλά και σε συστήματα αποθήκευσης. Έτσι όμως, υπάρχει ο κίνδυνος σημαντικό τμήμα της λιγνιτικής ηλεκτροπαραγωγής να υποκατασταθεί από μονάδες φυσικού αερίου, που αν και περιβαλλοντικά φιλικότερες από αυτές του λιγνίτη, επίσης εκπέμπουν αέρια του θερμοκηπίου και συμβάλλουν στην κλιματική αλλαγή.
Δεν είναι τυχαίο εξάλλου, ότι στο ΕΣΕΚ τη δεκαετία 2020-2030 περιλαμβάνεται η πρόβλεψη κατασκευής 1,8 GW τέτοιων μονάδων, επιλογή που θα δεσμεύσει τον ελληνικό σχεδιασμό για τα επόμενα 30 χρόνια. Αντίθετα, με την υιοθέτηση πιο ήπιων ρυθμών απολιγνιτοποίησης (με την απόσυρση όλων των παλιών μονάδων μέχρι το 2024 όπως σχεδιάζεται, τη διατήρηση δύο σχετικά σύγχρονων μονάδων – Αγ. Δημήτριος V και Μελίτη Ι – μέχρι το 2028- 2029 και την απόσυρση της νέας μονάδας Πτολεμαϊδα V λίγο μεταγενέστερα), διευκολύνεται η υποκατάσταση της λιγνιτικής ηλεκτροπαραγωγής από μονάδες ΑΠΕ, δεν δεσμεύεται το ελληνικό ηλεκτρικό σύστημα στην κατασκευή νέων μονάδων φυσικού αερίου και δημιουργούνται προϋποθέσεις μιας πιο ήπιας μετάβασης της οικονομίας της Δυτικής Μακεδονίας στη μεταλιγνιτική εποχή. Εξάλλου, οι λιγνιτικές μονάδες που θα παραμείνουν για κάποιο διάστημα θα έχουν κυρίως το ρόλο συμβολής στην ασφάλεια του ηλεκτρικού συστήματος, δεδομένου ότι με τιμές δικαιωμάτων εκπομπών άνω των 25 €/τόνο CO2 που ήδη επικρατούν σήμερα, οι μονάδες αυτές είναι ζημιογόνες.
Ριζικές ενεργειακές αναβαθμίσεις κτιρίων
Στον τομέα των κτιρίων, μια πιο προσεκτική ανάλυση των ποσοτικών μεγεθών που παρουσιάζονται στο ΕΣΕΚ δείχνει ότι η ενεργειακή κατανάλωση ανά νοικοκυριό παραμένει αμετάβλητη τη δεκαετία 2020-2030. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι σχεδιαζόμενες ενεργειακές αναβαθμίσεις των κτιρίων περισσότερο θα αφορούν ένα απλό ενεργειακό «νοικοκύρεμα» και όχι μια ριζική ενεργειακή αναβάθμιση του κτιριακού αποθέματος. Έτσι, η όποια εξοικονόμηση ενέργειας προκύψει μάλλον θα βοηθήσει στη λήψη καλύτερων ενεργειακών υπηρεσιών παρά στη μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης και των εκπομπών, ενώ στο μέλλον για τα κτίρια αυτά θα πρέπει να υλοποιηθεί ένας νέος γύρος ενεργειακών ανακαινίσεων.
Απαιτείται επομένως στον τομέα αυτό ο επαναπροσανατολισμός των παρεμβάσεων προς τις ολιστικές και ριζικές ενεργειακές αναβαθμίσεις των κτιρίων που θα αποδώσουν τελικά τόσο καλύτερες ενεργειακές υπηρεσίες στα νοικοκυριά όσο και μειώσεις των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Σε κάθε περίπτωση η ενεργειακή αναβάθμιση του κτιριακού αποθέματος θα απαιτήσει επαρκή δημόσια χρηματοδότηση και μόχλευση σημαντικών ιδιωτικών κεφαλαίων. Ωστόσο, από το ΕΣΕΚ δεν διαφαίνεται να υπάρχει ένα συγκεκριμένο σχέδιο για το πώς θα συμβεί αυτό, παρά το ότι αναφέρονται μια σειρά από πιθανά μικτά χρηματοδοτικά εργαλεία. Επίσης, θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι απαιτείται διαφοροποίηση των υποστηρικτικών πολιτικών ανάλογα με το προφίλ του νοικοκυριού.
Η κατανάλωση ενέργειας για μεταφορές αυξάνει
Στον τρίτο εμβληματικό τομέα του ΕΣΕΚ, τις μεταφορές, το Σχέδιο αποτυγχάνει να διαμορφώσει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο παρέμβασης που θα οδηγήσει σε βιώσιμες μεταφορές. Είναι χαρακτηριστικό ότι παρά τον εκσυγχρονισμό του στόλου και την προώθηση της ηλεκτροκίνησης η ανά κάτοικο κατανάλωση ενέργειας για μεταφορές αυξάνει κατά περίπου 11% την περίοδο 2015-2030. Απουσιάζουν πολιτικές τόσο για τον περιορισμό του μεταφορικού έργου (με την αξιοποίηση των σύγχρονων ψηφιακών τεχνολογιών, κλπ.), όσο και για την κάλυψη μεγαλύτερου μέρους του μεταφορικού έργου από τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Έτσι ο εκσυγχρονισμός του στόλου με καλύτερης απόδοσης συμβατικά και ηλεκτρικά οχήματα αποτελεί τη βασική επιλογή του ΕΣΕΚ.
Είναι δε χαρακτηριστικό ότι το Σχέδιο προβλέπει ότι ο αριθμός των νέων ταξινομήσεων επιβατικών οχημάτων θα φθάσει το 2030 τις 275.000 από περίπου 103.000 το 2018, σε επίπεδα δηλαδή που βρίσκονταν η αγορά οχημάτων πριν την οικονομική κρίση. Τίθενται εύλογα ερωτήματα αν κάτι τέτοιο είναι εφικτό, δεδομένου του σεναρίου σχετικά ήπιας οικονομικής ανάπτυξης που υιοθετεί το ΕΣΕΚ, αλλά κυρίως αν είναι επιθυμητό, δεδομένου ότι παραπέμπει σε καταναλωτικά πρότυπα που δεν συνάδουν με τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης και τελικά θα δυσχεράνουν την επίτευξη του στόχου των μηδενικών εκπομπών το 2050.
Συμπερασματικά, στο ΕΣΕΚ οι αριθμοί (με την έννοια των ποσοτικών στόχων μείωσης των εκπομπών) ευημερούν. Εντούτοις, αποτυγχάνει να αντιμετωπίσει ορισμένα δομικά προβλήματα του ελληνικού ενεργειακού συστήματος στους τομείς τελικής ζήτησης (χρήση παραδοσιακής βιομάζας, μη ενεργειακά αποδοτικό κτιριακό απόθεμα, περιορισμένη αξιοποίηση μέσων μαζικής μεταφοράς). Κάποιες από τις επιλογές που γίνονται στους τομείς αυτούς δεν συνάδουν με τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης και θα δυσχεράνουν τις προσπάθειες που θα πρέπει να γίνουν μετά το 2030 για την επίτευξη μηδενικών εκπομπών το 2050.