Κάποιοι το χαρακτηρίζουν ως «το πετρέλαιο του μέλλοντος», προαναγγέλλοντας μια νέα ενεργειακή – και, κατά συνέπεια, βιομηχανική – επανάσταση. Μήπως, όμως, οι προσδοκίες που έχουν καλλιεργηθεί είναι υπερβολικές;
Το υδρογόνο, με σύμβολο το H, είναι η πρώτη και ελαφρύτερη ουσία στον περιοδικό πίνακα. Αποτελεί δε μια καθαρά ελληνική λέξη, η οποία είναι σύνθετη και παραπέμπει ευθέως στην παραγωγή νερού (H2O), μέσα από την ένωσή του με το οξυγόνο – μια αντίδραση η οποία συναντάται σε όλες σχεδόν τις καύσεις.
Σήμερα, ωστόσο, το ζητούμενο είναι η ακριβώς αντίστροφη διαδικασία: Η παραγωγή υδρογόνου από το νερό, μέσα από την (τεχνητή) ηλεκτρόλυση. Και μάλιστα, σε τέτοιες ποσότητες που θα μπορούν να συμβάλλουν αποφασιστικά στη μείωση των εκπομπών των «αερίων του θερμοκηπίου», τον περιορισμό της αύξησης της μέσης θερμοκρασίας στην επιφάνεια του πλανήτη και, φυσικά, τη μετάβαση προς την «πράσινη οικονομία».
Το στοίχημα είναι τόσο μεγάλο ώστε ορισμένοι δεν έχουν διστάσει να χαρακτηρίσουν το υδρογόνο ως «το πετρέλαιο του μέλλοντος», προαναγγέλλοντας μια νέα ενεργειακή – και, κατά συνέπεια, βιομηχανική – επανάσταση. Μήπως, όμως, οι προσδοκίες που έχουν καλλιεργηθεί είναι υπερβολικές και οι δυνατότητες του υδρογόνου έχουν υπερεκτιμηθεί;
Οπως γράφει ο Economist σε πρόσφατη ανάλυσή του, «οι σκεπτικιστές σημειώνουν ότι πολλές επενδυτικές προσπάθειες από τη δεκαετία του ’70 μέχρι σήμερα έχουν τελειώσει με δράματα, καθώς αναδείχθηκαν τα προβλήματα του συγκεκριμένου αερίου». Το ίδιο περιοδικό συνεχίζει ξεκαθαρίζοντας ότι «το υδρογόνο δεν αποτελεί μια πρωτογενή πηγή ενέργειας, όπως το πετρέλαιο και ο γαιάνθρακας. Περισσότερο μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα μέσο μεταφοράς ενέργειας, παρόμοιο με τον ηλεκτρισμό, καθώς και ως μέσο αποθήκευσης, όπως οι μπαταρίες. Κάτι που σημαίνει ότι πρέπει να παραχθεί».
Εκεί ακριβώς, δηλαδή στην παραγωγή, βρίσκεται ένα από τα «κλειδιά» (ίσως το βασικότερο) που θα κρίνουν τον βαθμό αξιοποίησής του και τον μελλοντικό του ρόλο – όπως συμβαίνει και με το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, όπου πολλά (αν όχι όλα) εξαρτώνται από το κόστος εξόρυξης. Το στοίχημα, με άλλα λόγια, συνίσταται στη μείωση του κόστους παραγωγής του «πράσινου υδρογόνου» από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, καθώς σήμερα (όπως φαίνεται και στο σχετικό γράφημα) αυτό είναι σαφώς μεγαλύτερο σε σύγκριση με εκείνο του «γκρι» και του «μπλε» υδρογόνου, που παράγονται κυρίως από φυσικό αέριο.
Η αισιοδοξία δεν λείπει, καθώς τα στοιχεία δείχνουν ότι το κόστος μειώνεται διαρκώς. Ετσι, επιστήμονες, επιχειρήσεις και κυβερνήσεις ευελπιστούν ότι, μέσα στα επόμενα χρόνια, θα βρεθεί στα επίπεδα των 2 δολαρίων ανά κιλό, ένα όριο κάτω από το οποίο η διαδικασία παραγωγής θεωρείται όχι απλώς βιώσιμη, αλλά και συμφέρουσα. Είναι δε ένας στόχος που θεωρείται εφικτός – και από τον Εμανουέλ Μακρόν ο οποίος, στο πλαίσιο της «Ατζέντας 2030» που παρουσίασε αυτήν την εβδομάδα με στόχο τη Γαλλία της επόμενης ημέρας, εξήγγειλε και την κατασκευή δύο γιγαντιαίων μονάδων ηλεκτρόλυσης.
Υπάρχουν, βεβαίως, αρκετά ακόμη προβλήματα που πρέπει να λυθούν πριν από τη φάση της μαζικής παραγωγής και αξιοποίησης. Οπως είναι, για παράδειγμα, η διάβρωση που προκαλεί το υδρογόνο σε πολλά μέταλλα από τα οποία είναι κατασκευασμένο το σημερινό δίκτυο φυσικού αερίου, που κατά τα άλλα προσφέρεται για τη μεταφορά του. Ή, επίσης, η ανυπαρξία επαρκών σταθμών εφοδιασμού, κάτι που αφορά κυρίως τις μεταφορές.
Παρ’ όλα αυτά, το υδρογόνο αποτελεί πλέον αναπόσπαστο τμήμα του ενεργειακού σχεδιασμού του μέλλοντος, έστω και αν δεν αποτελεί πανάκεια. Οπως σημειώνει και ο Economist, «το υδρογόνο έχει τα όριά του, όμως μπορεί να διαδραματίσει ζωτικό ρόλο στη στροφή προς την καθαρή ενέργεια». Γι’ αυτό και ήδη, είναι σε εξέλιξη και ένα γεωπολιτικό παιχνίδι για τη διασφάλιση μεγάλων ποσοτήτων υδρογόνου από τους μεγάλους καταναλωτές ενέργειας – τις ΗΠΑ και την Κίνα, την ΕΕ και την Ινδία.