Ο καταναλωτής, αφού κατεβάσει την εφαρμογή της Ingredio στο smartphone, βγάζει φωτογραφία την ταμπέλα των συστατικών ενός καλλυντικού ή ενός τροφίμου. Στη συνέχεια, η εφαρμογή μετατρέπει την εικόνα σε κείμενο και έπειτα αναζητεί κάθε συστατικό στη βάση χημικών δεδομένων που έχει κατασκευάσει η εταιρεία.
Δεν είναι λίγες οι φορές που οι καταναλωτές κατά τη διάρκεια των αγορών τους αφιερώνουν χρόνο για να κατανοήσουν τα –συχνά– δυσνόητα συστατικά που αναγράφονται στις συσκευασίες των καλλυντικών και των τροφίμων. Αυτό συμβαίνει γιατί τα χημικά πρόσθετα που εντοπίζονται σε αυτά τα προϊόντα συχνά προκαλούν ανησυχίες για την επίδραση που ενδεχομένως μπορεί να έχουν στην υγεία των καταναλωτών.
«Ολο και περισσότεροι καταναλωτές εκφράζουν τέτοιου είδους ανησυχίες, διότι, λόγω των μεγάλων, άγνωστων χημικών ονομασιών ή κωδικοποιήσεων των συστατικών δεν μπορούν να διακρίνουν τι είναι ασφαλές, τι έχει χαρακτηριστεί ως πιθανώς καρκινογόνο, τοξικό, αλλεργιογόνο για την υγεία και τι όχι», αναφέρει στην «Κ» η ερευνήτρια δρ Ζωή Κούρνια, η οποία επινόησε την εφαρμογή Ingredio για να καθησυχάσει τους καταναλωτές. Οπως εξηγεί η ίδια, η οποία μεταξύ άλλων είναι ερευνήτρια Γ΄ στο Ιδρυμα Ιατροβιολογικών Ερευνών Ακαδημίας Αθηνών, η Ingredio αναδύθηκε μέσα από το πρόγραμμα egg της Eurobank και κατόρθωσε το καλοκαίρι του 2017 να λανσάρει το προϊόν της.
Εκτοτε, αρκετοί έχουν αρχίσει να χρησιμοποιούν την εφαρμογή, με τους χρήστες να φθάνουν συνολικά τις 40.000. Πώς λειτουργεί όμως; Ο καταναλωτής, αφού κατεβάσει την εφαρμογή στο smartphone, βγάζει φωτογραφία την ταμπέλα των συστατικών ενός καλλυντικού ή ενός τροφίμου. Στη συνέχεια, η εφαρμογή μετατρέπει την εικόνα σε κείμενο και έπειτα αναζητεί κάθε συστατικό στη βάση χημικών δεδομένων που έχει κατασκευάσει η ομάδα της Ingredio. Σημειώνεται ότι οι πληροφορίες προέρχονται από πηγές όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ο ΠΟΥ αλλά και τα εθνικά ινστιτούτα υγείας των ΗΠΑ. Σε λίγα δευτερόλεπτα, τα αποτελέσματα παρουσιάζονται μέσω ενός χρωματικού πάνελ επικινδυνότητας, στο οποίο επίσης απεικονίζεται και η συσχέτιση του κάθε συστατικού με τοξικότητα, αλλεργίες, ερεθισμούς, ακόμη και καρκίνο, σύμφωνα με τους περιορισμούς που έχει θέσει η Ε.Ε.
«Αλλη τέτοια εφαρμογή δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή στην αγορά», αναφέρει η κ. Κούρνια προσθέτοντας ότι «οι υπάρχουσες εφαρμογές περιορίζονται στο σκανάρισμα barcodes προϊόντων, με βάση το οποίο αναζητούνται τα συστατικά δίνοντας μετά πληροφορίες για την καταλληλότητά τους». Η διαφορά έγκειται κυρίως στο γεγονός ότι οι εφαρμογές αυτές λειτουργούν μόνο για τα προϊόντα που είναι καταχωρισμένα με barcode και μόνο εντός της χώρας όπου λειτουργεί η εφαρμογή. «Αντιθέτως, εμείς απευθυνόμαστε σε 96 χώρες και η εφαρμογή λειτουργεί για συστατικά στην αγγλική και στη γαλλική γλώσσα, ενώ θα προχωρήσουμε σε μεταφράσεις και σε άλλες γλώσσες».
Η εταιρεία προς το παρόν έχει αναπτύξει συνεργασία με την Eurolife, ενώ μέσω της ενημέρωσης που παρέχει στους καταναλωτές ευελπιστεί να ασκηθεί πίεση στις εταιρείες για την παραγωγή πιο πράσινων προϊόντων. Σε λίγους μήνες, η κ. Κούρνια θα ταξιδέψει στο Αμστερνταμ, καθώς η ομάδα θα συμμετάσχει στον διαγωνισμό κοινωνικής επιχειρηματικότητας Chivas Venture διεκδικώντας μερίδιο από τη χρηματοδότηση ύψους 1 εκατ. δολ. Η έλλειψη όμως χρηματοδότησης δεν φαίνεται να αποτελεί για την κ. Κούρνια εμπόδιο προς την ανάπτυξη των νεοφυών επιχειρήσεων. «Στην Ελλάδα, τα μεγαλύτερα εμπόδια είναι η αδυναμία στελέχωσης της επιχείρησης από άτομα που έχουν τις κατάλληλες δεξιότητες και η έλλειψη εργασιακής ηθικής». Το πιο σημαντικό όμως είναι οι πολύ υψηλές ασφαλιστικές εισφορές, «οι οποίες απαγορεύουν στις επιχειρήσεις να προσελκύσουν ταλέντα με δεξιότητες, τα οποία τελικά καταφεύγουν στο εξωτερικό».
kathimerini.gr